Με έναν περίεργο τρόπο, η Σάρον Τέιτ με τη Μέριλιν Μονρόε έμοιαζαν. Ήταν ξανθιές, σέξι, είχαν ένα δικό τους φως, είχαν «κάτι» για τους ισχυρούς άντρες, είχαν ταλέντο που δεν πρόσεχε κανείς. Και καμιά τους δεν είχε καλό τέλος.
«Δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη «σταρλετ» -στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καν τέτοιο πράγμα. Νομίζω πως, αν κάποιος -ειδικά μια γυναίκα- θέλει να γίνει ηθοποιός και να παραμείνει σε αυτόν τον κόσμο, της υποκριτικής, που είναι πάρα πολύ σκληρός, θα πρέπει, πρώτα να μάθει την τέχνη της. Και να δουλέψει γι’ αυτό όσο πιο πολύ μπορεί».
Η δήλωση αυτή ανήκει στη Σάρον Τέιτ -την έκανε το 1966, όταν ήταν η πιο εντυπωσιακή και «πιο γρήγορα ανερχόμενη ξανθιά» στη Lalaland. Oι κριτικοί τη συνέκριναν με την Mονρόε, ζαλίζονταν από τη γλύκα και τον φυσικό, ανεπιτήδευτο ερωτισμό της, προέβλεπαν πως σύντομα θα γινόταν mega-star. Τρία χρόνια αργότερα, το όνομά της βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα όλου του πλανήτη, η Tέιτ πρωταγωνιστούσε σε ένα έπος φρίκης. Και μετά, έγινε τόσο διάσημη, όσο κανείς δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει. Έγινε θρύλος.
Η σφαγή εφτά ανθρώπων (ανάμεσα σε αυτούς και της 26χρονη Σάρον Τέιτ και του αγέννητου μωρού της) από τη «Φαμίλια» του Τσάρλς Μάνσον, τον Αύγουστο του 1969 είναι, στα σίγουρα, ο πιο σκοτεινός εφιάλτης του Χόλιγουντ, Mια ιστορία που, μες στα χρόνια, εμφανίζεται, και ξαναεμφανίζεται στα media, πάντα με την υποσημείωση πως «αυτό το συμβάν σήμανε το τέλος της χίππικης κουλτούρας». Tο τέλος μιας εποχής αθωότητας, αγάπης, ειρηνικής επανάστασης, ερωτικής ελευθερίας. Ο Κουέντιν Ταραντίνο την συμπεριέλαβε στην πρόσφατη ταινία του, το «Once upon a time in Hollywood», στον περίγυρο της ιστορίας των ηρώων του και διάλεξε την Μάργκο Ρόμπι για να υποδυθεί -ιδανικά- τη Σάρον Τέιτ, στην καλύτερη στιγμή της: μια γυναίκα που άνθιζε, όμορφη, πετυχημένη, ερωτευμένη με τον άντρα των ονείρων της, χαρούμενη γιατί περίμενε το πρώτο τους παιδί. Αστραφτερή, σαν χρυσή υπόσχεση ευτυχίας, που πάγωσε στο χρόνο. Αλλά βέβαια τα πράγματα, ίσως και να μην ήταν ακριβώς έτσι…
Η ΟΜΟΡΦΗ ΣΑΡΟΝ
Η Σάρον Τέιτ, η μεγαλύτερη από τις τρείς κόρες του στρατιωτικού καριέρας Πολ Τέιτ και της γυναίκας του, Ντόρις ήταν τυχερή: γεννήθηκε όμορφη. Mόλις 6 μηνών, πριν καν πει την πρώτη της λέξη στέφθηκε Μiss Tiny Tot of Dallas. Στα 16 της ήταν επίσης Miss Richland, Miss Washington, Queen of Autorama κ.λπ. (σ.σ. η οικογένεια ταξίδευε πολύ, λόγω των διαρκών μεταθέσεων του πατέρα της). Το 1960, μετακόμισαν στην Ιταλία, στη Βερόνα. Σύμφωνα με την βιογραφία του Εντ Σάντερς «Sharon Tate: Α Life», η Tέιτ εξομολογήθηκε στον Πολάνσκι, στο πρώτο τους ραντεβού, πως στα 17 της είχε πέσει θύμα βιασμού από έναν στρατιώτη, στην Ιταλία. Περιέργως -ή έτσι τουλάχιστον υποστήριζε ο Πολάνσκι- «η επίθεση δεν την είχε τραυματίσει ψυχολογικά».
Φυσικά, στην Ιταλία των ‘60’s, το αμερικάνικο σινεμά είναι big business. Και είναι παντού. Η Σάρον συχνάζει στα πλατό των ξένων παραγωγών, θέλει να δει τους σταρ. Έτσι θα εξασφαλίσει ένα ρολάκι κομπάρσας στο φιλμ «Βαρραβάς» -μάλιστα, η μητέρα της, επιτρέπει στον Τζακ Πάλανς να την βγάλει έξω για φαγητό. Βγαίνει και με τον Ρίτσαρντ Μπέιμερ, που εκείνη την εποχή γυρίζει στη Βερόνα το “Adventures of a young man”. Eκείνος της προτείνει να σκεφτεί σοβαρά την καριέρα της ηθοποιού και της δίνει το τηλέφωνο του ατζέντη του. Τον ευχαριστεί, προς το παρόν, δεν βιάζεται. «Είχα όμως πάντα το Χόλιγουντ στο μυαλό μου κι έτσι ένιωσα πολύ ευτυχής όταν μετακομίσαμε (σ.σ. τον Φεβρουάριο του 1962) στην Καλιφόρνια».
Γι’αρχή, χτυπάει την πόρτα του ατζέντη του Μπέιμερ, Χάρολντ Γκέφσκι. «Ήταν τόσο όμορφη, ώστε πραγματικά δεν ήξερα τι να την κάνω», θυμόταν εκείνος, χρόνια αργότερα. «Όταν πρωτοήρθα στο Xόλιγουντ», θα δήλωνε η Τέιτ στον δημοσιογράφο Ρόμπερτ Μιούζιλ, «ήμουν δειλή, συνεσταλμένη. Οι γονείς μου ήταν πολύ αυστηροί μαζί μου. Δεν κάπνιζα. Την πρώτη μέρα, όμως, με έστειλαν στο γύρισμα ενός διαφημιστικού για τσιγάρα. Εκεί, μια κοπέλα μου έδειξε πώς να το κάνω, πώς να ρουφάω τον καπνό, παριστάνοντας πως το απολαμβάνω». Όμως, άμαθη όπως ήταν, μετά τις πρώτες 5-10 ρουφηξιές, λιποθύμησε. «Κι έτσι τελείωσε η καριέρα μου στα διαφημιστικά τσιγάρων…».
Ο Γκέφσκι, θα τη γνωρίσει στον παραγωγό Mάρτιν Ρανσόχοφ που, θαμπωμένος -επίσης- από την φυσική, αμερικάνικη καλλονή της, τη βάζει να υπογράψει ένα 7ετές συμβόλαιο -ο μηνιαίος μισθός της είναι 750 δολάρια τον μήνα. «Και τώρα μωρό μου, θα σε κάνουμε σταρ».
Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να δουλέψει σκληρά, ασταμάτητα. Για τα επόμενα 2-3 χρόνια, δεν έχει ζωή -τρέχει σε μαθήματα όλη μέρα. Σπουδάζει υποκριτική, χορό, τραγούδι, κινησιολογία, ορθοφωνία. Εν τω μεταξύ, μέχρι να πάρει τον «αέρα» της κάμερας, ο Ρανσόχοφ, της δίνει μικρορολάκια σε τηλεοπτικές σειρές, B-movies, ασήμαντες κωμωδίες, όπου εμφανίζεται ακόμα και με μαύρη περούκα -ο παραγωγός, προσπαθεί να κρύψει την «ανακάλυψή» του από τα μάτια των θεατών, αλλά δεν μπορεί. Ήδη, οι εφημερίδες την αποκαλούν «η επόμενη Μέριλιν Μονρόε». Όταν της το λένε, γελάει. «Oh dear. Λατρεύω την Mονρόε αλλά θα ήταν πολύ δύσκολο για μένα να γίνω άλλη μια Μέριλιν. Kι έπειτα, νομίζω πως αυτού του είδους τα sex symbols δεν υπάρχουν πια. Ο ερωτισμός για μένα βρίσκεται παντού, σε κάθε κίνηση που κάνεις. Δεν βλέπεις πια αυτά τα κολλητά φορέματα, με τα βαθιά ντεκολτέ -τώρα το sexy, είναι περισσότερο στην φαντασία».
Ακόμα και αν δεν το ξέρει ή δεν το επιθυμεί, η Σάρον έχει, ωστόσο, κάτι κοινό με την Mέριλιν: της αρέσουν οι μεγαλύτεροι άντρες. Τα ισχυρά αρσενικά που έχουν την τάση να την κακοποιούν -ψυχολογικά ή σωματικά, όπως ο Γάλλος ηθοποιός Φιλίπ Φορκέ. Ευτυχώς, μετά από έναν ξυλοδαρμό που την στέλνει στο νοσοκομείο, αποφασίζει να τον χωρίσει. Για λίγο καιρό βγαίνει με τον -επίσης φρεσκοχωρισμένο- κομμωτή της, Τζέι Σέμπρινγκ. Και ύστερα, μπαίνει στη ζωή της, ο Πολάνσκι.
Η ΩΡΑΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΠΙΣΤΟΣ
Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν, η Σάρον και ο Ρόμαν δεν έκαναν και μεγάλη εντύπωση ο ένας στον άλλο. Η Tέιτ τον βρήκε «άξεστο και αλαζονικό». Και πώς αλλιώς; Το 1965, ο 22χρονος Πολάνσκι, Πολωνοεβραίος, γεννημένος στο Παρίσι και survivor του Ολοκαυτώματος, είναι η «νέα μεγάλη ελπίδα του ευρωπαϊκού σινεμά», -με την πρώτο του κιόλας φιλμ μεγάλου μήκους, το «Μαχαίρι στο νερό» (1962) ήταν υποψήφιος για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας που το έχασε από τον Φελλίνι, και το «8 ½». Αυτή η ξανθούλα, με το αθώο βλέμμα που ο Ρανσόχοφ, ως συμπαραγωγός, πασχίζει να του «πασάρει» για το ρόλο της Σάρα στο «Η νύχτα των βρικολάκων». του φαίνεται υπερβολικά Αμερικανίδα, παθολογικά ντροπαλή και χαζή σαν κότα. Στην πρώτη τους συνάντηση, δεν της απευθύνει καν τον λόγο. Στη δεύτερη, «ορμάει» πάνω της και την τρομάζει, κρυμμένος πίσω από μια μάσκα του Φράνκεστάιν. Στο τέλος, πείθεται να την δοκιμάσει, υπό τον όρο να παίξει, φορώντας κόκκινη περούκα.
Τα γυρίσματα, είναι άλλη μια δοκιμασία για τη Σάρον. Ο τελειομανής Πολάνσκι την πιέζει, την βάζει να λέει και να ξαναλέει τα λόγια της, κάνει 15-20, ακόμα και 70 (!) λήψεις για μία σκηνή. Αλλά όσο περνάει ο καιρός, μαλακώνει, επαινεί την ερμηνεία της. Όπως συμβαίνει συχνά, η μεταξύ τους αντιπάθεια, γίνεται έρωτας. Προς το τέλος, συγκατοικούν κιόλας, στο διαμέρισμα του σκηνοθέτη στο Λονδίνο.
«Ήταν τόσο γλυκιά και αξιαγάπητη, που δεν το πίστευα», θα κατέθετε αργότερα, ο Πολάνσκι στην Αστυνομία. «Δεν πίστευα πως υπήρχαν άνθρωποι σαν κι αυτήν. Ήταν φανταστική. (…) Της είπα «Ξέρεις πώς είμαι εγώ. Μου αρέσει να ξενοκοιμάμαι». Μου απάντησε «Δεν θέλω να σε αλλάξω». Ήταν πρόθυμη να κάνει τα πάντα για να είναι μαζί μου….»
Η «ωραία» και ο άπιστος «διανοούμενος» θα γίνουν ένα από τα ωραιότερα, τα πιο διάσημα ζευγάρια του swinging London. Ο γάμος τους, στη βρετανική πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του ’68, κάνει πάταγο: εκείνος, με πουκάμισο με γιακά βολάν και ρεντιγκότα, είναι η προσωποποίηση του εδουαρδιανού δανδή, κι εκείνη μια τρυφερή νύφη, με ιβουάρ, μίνι μεταξωτό φόρεμα με φουσκωτά μανίκια και λευκά ανθάκια στο κεφάλι. Στο Λος ΄Αντζελες, όπου θα μετακομίσουν την ίδια χρονιά, γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό από τους avant garde κύκλους του Χόλιγουντ. Kάνουν παρέα με την Tζέιν Φόντα και τον Ροζέ Βαντίμ, τον Γουόρεν Μπίτι, τον Στιβ Μακ Κουίν, την Μία Φάροου, τον Πίτερ Σέλερς, τον Τζιμ Μόρισον ακόμα και τον ίδιο τον Μπόμπι Κένεντι. To σπίτι των Πολάνσκι στο Μπέβερλι Χιλς είναι πάντα ανοιχτό, άνθρωποι -φίλοι ή ακόμα και ξένοι- μπαινοβγαίνουν, κοιμούνται, ξυπνάνε, αλλάζουν συντρόφους, το αλκοόλ, τα drugs κυκλοφορούν ελεύθερα. Το motto τους είναι το «ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν». Καμιά ανησυχία -ο καλιφορνέζικος ήλιος τους κάνει όλους να νιώθουν ζωντανοί, δυνατοί. Ανίκητοι.
Κατά βάθος όμως, η Σάρον δεν είναι ευτυχισμένη. Αν κάποτε, πίστευε πως ο γάμος θα άλλαζε τις συνήθειες του Πολάνσκι να κοιμάται με όποια γυναίκα του γυαλίσει, θα ανακαλύψει σύντομα πως έχει κάνει λάθος. Ελπίζει, φυσικά, πως τα πράγματα θα αλλάξουν στο μέλλον. Ο Πίτερ Έβανς, τη θυμάται να λέει: «Με τον Ρόμαν έχουμε μια καλή συμφωνία: εκείνος μου λέει ψέματα κι εγώ παριστάνω ότι τον πιστεύω».
Οι φήμες, τους κυνηγούν. Φήμες για απιστίες, για όργια, για σατανιστικές τελετές, για σαδομαζοχιστικά ταινιάκια «δια χειρός» Πολάνσκι, με -υποτίθεται- πρωταγωνίστρια την ίδια. Στο βιβλίο του «Sharon Tate: Α Life», ο συγγραφέας Εντ Σάντερς υποστηρίζει πως η ηθοποιός ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τον άντρα της. Πως εκείνος, ουσιαστικά την κατηύθυνε πώς να ντυθεί, πώς να μακιγιαριστεί, τι να πει. «Όταν βρίσκονταν σε δημόσιο χώρο με τον Ρόμαν, η Σάρον δεν αισθανόταν ποτέ αρκετή αυτοπεποίθηση για να ανοίξει το στόμα της. Μιλούσε, μόνο όταν ήταν οι δυό τους …»
Σε μια, τουλάχιστον περίπτωση, ξαναβρήκε τη φωνή της: όταν έμεινε έγκυος. Σύμφωνα με φίλο και φωτογράφο της, όταν η Τέιτ είπε τα νέα στον άντρα της, ο Πολάνσκι επέμενε να κάνει έκτρωση -δεν ένιωθε έτοιμος, της είπε, να μεγαλώσει ένα μωρό. Αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, είναι και δικό μου παιδί και θα το κρατήσω».
Επέμεινε, επίσης, να μετακομίσουν, να αλλάξουν τον μποέμικο τρόπο ζωής τους. Η απόμερη βίλα, στο 10050 Cielo Drive, στο προάστιο Benedict Canyon, ήταν ιδανική -ένα άνετο. ειρηνικό καταφύγιο, μια «φωλιά» για το μωρό που θα ερχόταν. Παρά την εμφανή εγκυμοσύνη της, η Σάρον καταφέρνει να ολοκληρώσει γυρίσματα στο Λονδίνο για την ταινία «Thirteen chairs» («Δώδεκα συν ένα», θα το ονομάσουν, για να αποφύγουν το «γρουσούζικο» δεκατρία…) και επιστρέφει στο Λος Άντζελες. Ο Πολάνσκι καθυστερεί, έχει κάποια προβλήματα της τελευταίας στιγμής, με το σενάριο της δικής του ταινίας. Σίγουρα, δεν βιάζεται να γίνει πατέρας. Την αποχαιρετά, με ένα φιλί και πολλά δάκρυα. Αργότερα, θα γράψει στην αυτοβιογραφία του, «Roman by Polanski»: «Ένιωσα ότι κάτι διαφορετικό συνέβαινε με αυτόν τον χωρισμό. Κάτι νοσηρό…»
Δεν θα την ξαναδεί ποτέ ζωντανή -η Σάρον και το μωρό του, θα χαθούν μέσα σε ένα λουτρό αίματος. Ο Ρόμαν μαθαίνει τα νέα στο Λονδίνο. Καταρρέει. Επιστρέφει στην Αμερική στην Αμερική και -κρυμμένος πίσω από τα μαύρα γυαλιά του- δηλώνει στους δημοσιογράφους: «Μπορεί να γνωρίζατε πόσο όμορφη ήταν η Σάρον -αλλά δεν θα μάθετε ποτέ πόσο όμορφη ήταν η ψυχή της…»
Πηγη: bovary.gr