Αυτή η χρονική περίοδος, όσον αφορά στο λεγόμενο «ελαφρό τραγούδι», που είναι βέβαια το αξιωματικό τραγούδι αυτής της εποχής, δεν παρουσιάζει πολλές και θεαματικές αλλαγές σε σχέση με το παρελθόν. Τόσο στο στίχο, όσο και στη μουσική, η κατάσταση σε γενικές γραμμές παραμένει η ίδια με ελάχιστες μεταβολές και εξαιρέσεις.
Νικολαϊδης και Γιαννίδης (Πηγή: Αρχείο Γ. Κάρτερ).
Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι εκ των προτέρων κατασκευασμένες απ’ τους συμμάχους πολιτικές λύσεις και επιλογές, που έρχονται σε σύγκρουση με τα οράματα και τις ελπίδες της εθνικής αντίστασης, καθορίζουν αποφασιστικά το κοινωνικό τοπίο αυτής της περιόδου. Το τραγούδι, πιστός καθρέφτης των πολιτικοκοινωνικών συνθηκών και εξελίξεων, στρέφει περισσότερο την προσοχή του στη φυγή από την πραγματικότητα και στα βάσανα της καρδιάς, σάμπως αυτά να είναι τα μόνα που έχουν οι Έλληνες της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Ο έρωτας, η γυναίκα, η λήθη, η ανεμελιά, τα ανικανοποίητα όνειρα και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες είναι σχεδόν πάντα τα μόνιμα θέματα στους στίχους των τραγουδιών που καμιά φορά θυμούνται και τα κάλλη της Αθήνας και της Πλάκας.
Απ’ την άλλη, η μουσική γλώσσα, του ελαφρού τραγουδιού, διαμορφωμένη ήδη, δύο δεκαετίες πριν από τον Αττίκ και στη συνέχεια από τους Χαιρόπουλο και Γιαννίδη (οι δύο τελευταίοι θα εξακολουθήσουν να γράφουν τραγούδια μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’50), δεν αφήνει πολλά περιθώρια στους συνθέτες για θεαματικές αλλαγές και ξεχωριστά επιτεύγματα.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ακολουθούν τα μουσικά πρότυπα που κληρονόμησαν από τους προηγούμενους, προσαρμόζοντας τα, ο καθένας χωριστά, στο προσωπικό του ύφος. Ο ανταγωνισμός και οι διευρυμένοι επαγγελματικοί ορίζοντες θα τους οδηγήσουν στην αύξηση ποσοτικών πραγματοποιήσεων.
Τα τραγούδια τους θα έχουν κοινό παρονομαστή μια πιο απλοποιημένη γραφή όσον αφορά στη μελωδική εκτύλιξη και στην αρμονική πλοκή, ενώ στους μέχρι τότε ρυθμούς της χαμπανέρας, του τανγκό, του βαλς και του φοξ, θα προστεθούν το μπούκι-μπούκι, το μπολερό (εισβολή της τζαζ), η ρούμπα και η κόγκα.
Εξαίρεση και μάλιστα φωτεινή, αποτελεί η παρουσία του συνθέτη Κώστα Καπνίση, ο οποίος προσκομίζει μια εντελώς νέα μελωδική και, κυρίως, αρμονική γλώσσα στο τραγούδι. Μια γλώσσα «αμερικανότροπη», που λίγα χρόνια πριν αποπειράθηκε να εκφράσει ο Γιάννης Σπάρτακος. Η προσφορά και η μουσική αξία του Καπνίση δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί στο μέτρο που της αξίζει και κάποτε θα πρέπει να γίνει αυτό.
Κυρίαρχοι
Ανάμεσα σ’ ένα μεγάλο αριθμό συνθετών της δεκαετίας του ’40, αυτοί που κυριαρχούν, όχι μόνο με την ποσότητα και τις επιτυχίες, αλλά και με την ποιότητα της δουλειάς τους είναι: οι δύο κορυφαίοι συνθέτες Κώστας Γιαννίδης και Μιχάλης Σουγιούλ, ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης, ο Θόδωρος Παπαδόπουλος, ο Μενέλαος Θεοφανίδης, ο Γιάννης Σπάρτακος, ο πολυγραφότατος Γιάννης Βέλλας, ο Γιώργος Μυρωγιάννης, ο Ζοζέφ Κορίνθιος, ο Λεό Ραπίτης, ο Τάκης Μωράκης, ο Νίκυ Γιακοβλεφ, ο Ζακ Ιακωβίδης κ.ά.
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα τους κατέχει ο πληθωρικός Γιώργος Μουζάκης, του οποίου η έντονη παρουσία αυξάνεται στη δεκαετία του ’50. Από την πληθώρα επίσης των στιχουργών, ξεχωρίζουν οι: Κώστας Κοφινιώτης, Δημήτρης Γιαννουκάκης, Αιμίλιος Σαββίδης, Δημήτρης Ευαγγελίδης, η «τριάς» (Ασημακόπουλος – Σπυρόπουλος – Παπαδούκας), ο Χρίστος Γιαννακόπουλος, ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Μίμης Τραϊφόρος, ο Κώστας Μάνεσης, ο Κώστας Κιούσης, ο Γιώργος ΟικονομΙδης, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης κ.ά. Από τους τραγουδιστές, εκείνοι που ξεχωρίζουν με τις ερμηνείες τους είναι οι: Σοφία Βέμπο, Νίκος Γούναρης, Δανάη, Τώνης Μαρούδας, Φώτης Πολυμερής, Στέλλα Γκρέκα, Ρένα Βλαχοπούλου, Σώτος Παναγόπουλος, Μαίρη Λω κ.ά.
Φώτης Πολυμέρης
Γιάννης Βέλλας
Κώστας Κοφινιώτης
Νίκυ Γιακοβλεφ
Κώστας Καπνίσης
Στη δεκαετία αυτή παρατηρείται μια αυξημένη κίνηση και διάδοση του τραγουδιού. Οι λόγοι που συντελούν σ’ αυτό είναι: α) Το ραδιόφωνο (εγκαίνια στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου στις 25 Μαρτίου του 1938). β) Η ανάπτυξη της δισκογραφίας μετά τον πόλεμο (διακοπή παραγωγής δίσκων από το Μάρτιο του ’41 μέχρι τον Ιούνιο του ’46). γ) Η εισβολή του κινηματογράφου, κυρίως του αμερικανικού, δ) Η επιθεώρηση, που εξακολουθεί να φιλοξενεί στο χώρο της πολλά τραγούδια, μολονότι δεν βρίσκεται στην ακμή της, η οποία σημειώθηκε στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, ε) Η αύξηση που παρατηρείται στις εκδιδόμενες μουσικές παρτιτούρες, στ) Η ανασυγκρότηση της κοινωνικής ζωής (χώροι διασκέδασης κ.λπ.).
Οι μετά τον πόλεμο κοινωνικές ανακατατάξεις οδηγούν σε μια, πλαστή μάλλον, προσπάθεια «συνάντησης» της αστικής τάξης με τις λαϊκές μάζες, με αποτέλεσμα στα δύο – τρία τελευταία χρόνια της δεκαετίας να δημιουργηθούν τα λεγόμενα«αρχοντορεμπέτικα» τραγούδια, τα οποία, βέβαια, δεν έχουν καμία ουσιαστική σχέση με τα αυθεντικά λαϊκά τραγούδια της εποχής.
Η «αρχοντιά» τους συνίσταται στη διαφορετική ενορχήστρωση και ερμηνεία. Κύριοι εκφραστές, οι συνθέτες Ριτσιάρδης, Σουγιούλ, Μουζάκης. Πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι και παλαιότερα είχαν γίνει ανάλογες μουσικές επιμειξίες ανάμεσα στα δύο είδη. Στο ίδιο χρονικό πλαίσιο έχουμε επίσης και τα «δημοτικοφανή» τραγούδια που οι μουσικές τους ρίζες έχουν την καταγωγή τους στην «εθνική μουσική σχολή». Ακόμα να επισημάνουμε το φαινόμενο της μεταγλώττισης πολλών ξένων τραγουδιών, κυρίως από τον αμερικανικό κινηματογράφο. Τελειώνοντας να σημειώσουμε και τα τραγούδια του πολέμου, τα οποία, μολονότι δισκογραφήθηκαν μετά τη λήξη του, τραγουδήθηκαν και λειτούργησαν κατά τη διάρκεια του(Σοφία Βέμπο).
Καθιστός ο Μιχάλης Σουγιούλ, όρθιος ο Αλέκος Σακελλάριος.
Ρεμπέτικο
Την ίδια χρονική περίοδο και στον αντίποδα του ελαφρού, το ρεμπέτικο τραγούδι υπόκειται σε αρκετές αλλαγές, μετασχηματισμούς και αλλοιώσεις. Η ακτίνα δράσης και επιρροής του μεγαλώνει και απλώνεται πέρα από τα υποδεέστερα κοινωνικά στρώματα (κύκλοι τοξικομανών, κακοποιών, παρανόμων), σε πιο ανοιχτά και οργανωμένα κοινωνικά σύνολα. Στα μέχρι τότε τραγούδια για τη ρεμπέτικη ζωή, τις ηδονικές απολαύσεις, τον έρωτα, τη γυναίκα, τη θλίψη, προστίθενται και τα τραγούδια της διαμαρτυρίας, της εργατικής ζωής, της μάνας, του ξενιτεμού, του ονείρου και της φυγής.
Από μορφολογικής άποψης, στο στίχο παρατηρούνται αισθητή υποχώρηση της αργκό, εξωραϊσμός του ποιητικού ύφους, απόρριψη των υποπολιτισμικών αναφορών και στη μουσική σημειώνεται πλουτισμός στη μελωδία, στις «αρμονικές» συνηχήσεις (κάθετη γραφή) και στο ηχόχρωμα (πρόσθεση οργάνων, πιο προσεκτική ενορχήστρωση)• πλουτισμός που είναι αποτέλεσμα ενός έντονου φλερτ, αλλά και ενός «μουσικού συμπλέγματος»,από την πλευρά των λαϊκών δημιουργών προς τα Δυτικά μουσικά πρότυπα.
Οι λαϊκοί τραγουδοποιοί που ξεχωρίζουν στη δεκαετία του ’40 – παίρνοντας τη σκυτάλη από τους παλαιότερους Π. Τούντα, Κ. Σκαρβέλη, Δ. Σέμση, Βαγγ. Παπάζογλου, Σπ. Περιστερη, Μπαγιαντέρα και φυσικά τον πατριάρχη του ρεμπέτικου Μάρκο Βαμβακάρη – είναι οι Γιάννης Παπαϊωάννου, Κώστας Χατζηχρήστος, Γιώργος Μητσάκης, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, Σταύρος Τζουανάκος, Γιάννης Τατασόπουλος κ.ά.
Κυρίαρχη θέση ανάμεσα τους κατέχει ο μοναδικός Βασίλης Τσιτσάνης, ο Ποντίφηκας του λαϊκού τραγουδιού, ο οποίος θεωρείται και ο αναμορφωτής του. Για την αποφασιστική επέμβαση του στον «εξευρωπαϊσμό» του λαϊκού τραγουδιού, ο Tσιτσάνης εγκωμιάστηκε αλλά και ενοχοποιήθηκε, με επιχειρήματα, απ’ τη μια και απ’ την άλλη πλευρά, που θεωρούνται σοβαρά. Όμως παραμένει και είναι ένας κορυφαίος λαϊκός δημιουργός που κατάφερε να φέρει πολύ κοντά στο λαϊκό τραγούδι, τα ευρύτερα λαϊκά και άλλα κοινωνικά στρώματα.
Τέλος, αξίζουν ιδιαίτερης μνείας και οι λαϊκοί τραγουδιστές αυτής της δεκαετίας: Στρ. Παγιουμτζής, Στελ. Περπινιάδης, Ιωάν. Γεωργακοπούλου, Πρόδρ. Τσαουσάκης, Σωτηρία Μπέλλου, Στέλλα Χασκήλ, Μαρίκα Νίνουκ.ά.
anemourion.blogspot.gr, Πίσω στα παλιά