Ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός (1292 – 15 Ιουνίου 1383) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας και ιστορικός, ο οποίος κάθισε στο θρόνο από το 1341 μέχρι την εκούσια παραίτησή του το 1354. Τυπικά όμως, στέφθηκε αυτοκράτορας μόλις το 1347, ως συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε’, διότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε από το θάνατο του Ανδρόνικου Γ’ μέχρι το 1347, δεν υπήρχε επίσημος εστεμμένος αυτοκράτορας, αφού ο τελευταίος αυτοκράτορας δεν είχε ορίσει διάδοχο.
Η απρονοησία του Ανδρόνικου Γ’ να ορίσει διάδοχο έφερε το κράτος σε ένα επικίνδυνο καθεστώς ακυβερνησίας. Ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Ε’ δεν είχε στεφθεί συναυτοκράτορας και έτσι δημιουργήθηκε σοβαρό πολιτικό πρόβλημα, το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν διάφοροι παράγοντες της εξουσίας, όπως η Αυτοκράτειρα και χήρα του Ανδρόνικου Άννα της Σαβοΐας, ο φιλόδοξος Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας και ο στρατηγός Αλέξιος Απόκαυκος.
Μόνος εγγυητής της ομαλότητας σε αυτό το χάος ήταν ο έντιμος και πιστός Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος είχε σταθεί στο πλευρό του αυτοκράτορα μέχρι το τέλος, και ο οποίος αρχικά προσπάθησε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του νεαρού Ιωάννη, στο τέλος όμως βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του. Όντας συχνά σε εκστρατείες, ήταν εύκολος στόχος των μηχανορραφιών της Κωνσταντινούπολης.
Ο εμφύλιος πόλεμος ξεκινά το 1341 και στη διάρκειά του οι αντίπαλες πλευρές αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με εχθρούς του Βυζαντίου, όπως το Στέφανο Δουσάν της Σερβίας ο οποίος άλλαξε στρατόπεδα κατά τα ίδια συμφέροντα, αλλά ακόμα και τους ίδιους τους Τούρκους, τους οποίους έφεραν ως επιδιαιτητές οι ίδιοι οι Βυζαντινοί στην καθαρά εσωτερική αυτή υπόθεση. Παράλληλα, ξόδεψαν κάθε ίχνος χρυσού που υπήρχε διαθέσιμο, με χαρακτηριστικό δείγμα την κατάθεση των αυτοκρατορικών κοσμημάτων σε βενετικό ενεχυροδανειστήριο από την Άννα της Σαβοίας έναντι ευτελούς ποσού.
Η διαμάχη τελείωσε το 1347, με πρώτο αυτοκράτορα τον ανήλικο Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο και συναυτοκράτορα τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, όμως, έληξαν οριστικά μόνο όταν ο δεύτερος παραιτήθηκε από το θρόνο το 1354, και εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ, αφήνοντας μόνο ηγέτη το νεαρό Παλαιολόγο.
Τις ημέρες βασιλείας του Καντακουζηνού, ξέσπασε και η ησυχαστική διαμάχη που δίχασε τον ορθόδοξο λαό και κλήρο. Αντίπαλοι στην έριδα αυτή, ο Γρηγόριος Παλαμάς από την πλευρά των ησυχαστών και ο Νικηφόρος Γρηγοράς από τους ενάντιους. Η έριδα αυτή, αν και βαθειά θεωρητική, αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα που προσετέθη στα λοιπά δεινά του κράτους, αφού δηλητηρίασε την κοινωνική ειρήνη για πολλά χρόνια. Κατά την υπερχιλιόχρονη βυζαντινή παράδοση, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας κλήθηκε να το αντιμετωπίσει το θέμα, με την σύγκλιση 4 διαδοχικών συμβουλίων και τελική έκβαση τη δικαίωση του ησυχαστικού κινήματος το 1349.
Επίσης, το 1347 ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη επιδημία πανούκλας, που οδήγησε στο θάνατο, κατά ορισμένες εκδοχές, έως και τα 8/9 του πληθυσμού της Βασιλεύουσας. Τον ίδιο καιρό, σημειώθηκαν διαμάχες μεταξύ των Βενετών και Γενουατών, με πεδίο μάχης την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Προσπαθώντας να επιλύσει το πρόβλημα που του προκαλούσε αυτή η αναταραχή, ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπέστη οδυνηρή ναυτική ήττα από τους Γενουάτες στον Κεράτιο το 1349. Νέα μάχη το 1352 είχε το ίδιο αποτέλεσμα.
Μελανότερο ίσως σημείο της διακυβέρνησής του είναι η συμμαχία του με το Σουλεϊμάν πασά, σε εκστρατεία κατά του Ιωάννη Ε’, ο οποίος πολιορκούσε την Αδριανούπολη ενάντια στο διοικητή της, γιο του ίδιου του Καντακουζηνού. Οι τουρκικές ορδές επιδόθηκαν στις γνωστές τους συνήθειες των σφαγών και της λεηλασίας, πράξεις που στα μάτια των Βυζαντινών υπηκόων έγιναν με τη συγκατάθεση ή έστω την ανοχή του συναυτοκράτορά τους.
Το 1354, η ερημωμένη από καταστροφικό σεισμό Καλλίπολη εποικήθηκε από Τούρκους του Σουλεϊμάν, οι οποίοι (προσκεκλημένοι του ίδιου του Καντακουζηνού) διαπίστωσαν και μόνοι τους τον πλούτο και την ευφορία της Θράκης. Έτσι, πατούν για πρώτη φορά πόδι με αξιώσεις στην ίδια την ευρωπαϊκή γη, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την ίδια τη Βασιλεύουσα.
Συμμετέχοντας ενεργά στη διακυβέρνηση για περισσότερα από 25 χρόνια, αλλά εστεμμένος Αυτοκράτορας μόλις για επτά, ο Ιωάννης Καντακουζηνός είναι σημαντική μορφή ανάμεσα στους Βυζαντινούς ηγέτες. Προικισμένος με πλείστα από τα προσόντα που απαιτούνται για έναν άξιο Αυτοκράτορα, βρέθηκε να έχει τα ηνία του κράτους υπό τόσο δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες, που πιθανόν άλλος, λιγότερο ικανός, να μην είχε καταφέρει να το διασώσει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και ποτέ δεν αμφισβήτησε επίσημα την πρωτοκαθεδρία του Ιωάννη Ε’ στο θρόνο, βρέθηκε μονίμως κατηγορούμενος για έλλειψη αφοσίωσης σε αυτόν, με αποτέλεσμα μακροχρόνιες εμφύλιες διαμάχες οι οποίες συνέθλιψαν οικονομικά αλλά και πολιτικά το Βυζάντιο.
Όταν εγκατέλειψε τον αυτοκρατορικό θρόνο, έγινε μοναχός και έμεινε για ένα έτος με τον γιό του στον Μυστρά. Πέθανε και ετάφη εκεί το 1383.
Οικογένεια
Ο Ιωάννης ΣΤ΄ νυμφεύτηκε την Ειρήνη Ασανίνα, κόρη του Ανδρονίκου (γιου του Ιβάν Γ΄ Ασέν-Μίτσο τσάρου των Βουλγάρων και της Ειρήνης Παλαιολογίνας). Είχε τέκνα:
– Ματθαίος Καντακουζηνός π.1325-1383, δεσπότης του Μωρέως (1380-1383) και έπειτα συναυτοκράτορας (1383-1387) με τον πατέρα του. Νυμφεύτηκε την Ειρήνη Παλαιολογίνα, κόρη του δεσπότη Δημητρίου (γιού του Ανδρονίκου Β΄).
– Μανουήλ Καντακουζηνός π.1326-1380, δεσπότης του Μωρέως (1349-1380). Νυμφεύτηκε τη Ζαμπία (Ιζαμπώ, Ισαβέλλα) των Πουατιέ-Λουζινιάν, κόρη του (Γκυ) Κωνσταντίνου Β΄ βασιλιά της Μικράς Αρμενίας.
– Ανδρόνικος, απεβ. από την επιδημία πανώλης του 1347 στην Κωνσταντινούπολη.
– Μαρία, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Β΄ Ορσίνι δεσπότη της Ηπείρου.
– Θεοδώρα απεβ. μετά το 1381, παντρεύτηκε τον Ορχάν (γιό του Οσμάν Α΄ των Οσμανιδών). Ο γιος της:
– Χαλίλ, νυμφεύτηκε την εξαδέλφη του Ειρήνη Παλαιολογίνα.
– Ελένη 1333-1396, παντρεύτηκε τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Έγινε μητέρα των:
– Ανδρόνικου Δ΄, Μανουήλ Β΄, Θεοδώρου, Μιχαήλ και Ειρήνης, η οποία παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Χαλίλ των Οσμανιδών.