Αγορά και ψώνια στην αρχαία Αθήνα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει ο Αθανάσιος Δέμος

• Η Αγορά της αρχαίας Αθήνας ήταν χωρισμένη σε διάφορα τμήματα, που ονομάζονταν «κύκλοι». Κάθε τμήμα είχε επίσης μια ονομασία σχετική με το είδος που πουλιόταν σ’ αυτό. Ένας Αθηναίος νοικοκύρης ρωτούσε, ας πούμε, έναν φίλο του, που τον συναντούσε το πρωί στο δρόμο: Πού πηγαίνεις; – Στην αγορά. Στον «Χλωρόν τυρόν».

Αυτό εσήμαινε ότι πήγαινε να ψωνίσει χλωρό, ανάλατο τυρί, στο τμήμα των φρέσκων τυριών. Κάθε τμήμα ή μάλλον, κάθε «κύκλος»της αγοράς, είχε και ένα ειδικό σήμα, σκαλισμένο πάνω σε μάρμαρο και τοποθετημένο σε εμφανές μέρος, ώστε αυτός που πήγαινε για πρώτη φορά εκεί, ο ξένος δηλαδή, να ξέρει ποια κατεύθυνση έπρεπε να ακολουθήσει, για να βρει εύκολα αυτό που ήθελε να αγοράσει.

Η αγορά ήταν στολισμένη με θαυμάσια αγάλματα ηρώων, φιλοσόφων, ποιητών, καθώς και με διάφορες σκηνές από την καθημερινή ζωή. Τα αγάλματα αυτά ήταν φιλοτεχνημένα από εξαίρετους γλύπτες, αγαπημένους κατά το πλείστον, του αθηναϊκού λαού. Όπου και να στεκόταν κανείς, έβλεπε μια προτομή, έναν ανδριάντα ή ένα σύμπλεγμα Σατύρου και Νύμφης. Πολλά από αυτά βρέθηκαν στις ανασκαφές και υπάρχουν σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.

Οι έμποροι της αγοράς πουλούσαν τα είδη τους κάτω από παραπήγματα και σκηνές. Έβγαζαν, όμως, το εμπόρευμά τους στο ύπαιθρο, διώχνοντας τις μύγες με αλογότριχες, δεμένες πάνω σε μακρύ ξύλο. Τη δουλειά αυτή την έκανε συνήθως ένας «δούλος», που τον διάλεγαν να έχει και ωραία φωνή, επειδή διαλαλούσε συγχρόνως και το εμπόρευμα.

Πολλοί είχαν τα είδη που πουλούσαν, πάνω σε πάγκους ή σε τραπέζια από μάρμαρο. Η αγορά ήταν γεμάτη από κόσμο. Εκτός από αυτούς που πήγαιναν να ψωνίσουν, υπήρχαν και οι αργόσχολοι που έκοβαν βόλτες πάνω-κάτω, για να συζητήσουν πολιτική, να κουτσομπολέψουν, να πουν τα δικά τους. Εκεί συγκεντρώνονταν ακόμη και οι φιλόσοφοι, οι λεγόμενοι«περιπατητικοί», που έλυναν τα φιλοσοφικά τους προβλήματα κάνοντας τον περίπατό τους κάτω από τον καφτερό ήλιο, ή, μέσα στη βροχή και το κρύο. Παρά το γεγονός ότι στην αγορά υπήρχαν«πωλήτριες», γυναίκες έβλεπες πολύ σπάνια, γιατί τα ψώνια ήταν δουλειά των ανδρών και των δούλων.

Στο τμήμα των αρτοποιών, τα καλοψημένα καρβέλια υψώνονταν σε πυραμίδες. Το ψωμί στην αρχαία αγορά το πουλούσαν γυναίκες, που είχαν φήμη για τον απότομο τρόπο τους και την αχαλίνωτη γλώσσα τους. Αλλοίμονο σε εκείνον που θα έπεφτε στη«γλωσσίτσα» μιας αρχαίας Αθηναίας αρτοπώλιδος…

Πιο πέρα από τα αρτοπωλεία, βρίσκονταν το πόστο των«λεκιθοπώλιδων», των γυναικών δηλαδή, που πουλούσαν βραστά όσπρια και προπάντων φάβα για τη φτωχολογιά (λέκιθος = φάβα από όσπρια, έτνος = πυκνός ζωμός από όσπρια «πουτίγα»).
Τα όσπρια, ρεβίθια, κουκιά, φακές, βράζανε σε μεγάλα πήλινα καζάνια και η πωλήτρια γυναίκα, με μια κουτάλα στο χέρι, περίμενε την πελατεία της. Η πελατεία αυτή ήταν συνήθως επαίτες, βαστάζοι (χαμάληδες), οδοιπόροι, αλήτες (περιπλανώμενοι) και διάφοροι άλλοι, που δεν διέθεταν χρήματα, για να αγοράσουν κάτι καλύτερο για το στομάχι τους.

Σε μικρή απόσταση άρχιζε το βιομηχανικό τμήμα, που μας κληρονόμησε τα θαυμάσια αθηναϊκά βάζα, τους αμφορείς, τις χύτρες και τα πολυποίκιλα αγγεία.

Πρόκειται για το κεφάλαιο της ιστορίας και αρχαιολογίας με τον τίτλο «Αγγειογραφία». Είναι σημαντικότατο τμήμα του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού γιατί δεν είναι απλά πήλινα αγγεία. Την επιφάνειά τους ζωγράφιζαν σπουδαίοι ζωγράφοι, οι οποίοι φιλοτεχνούσαν ως επί το πλείστον σκηνές από τον κοινωνικό και τον δημόσιο βίο των αρχαίων μας προγόνων. Για πολλά θέματα που δεν έχουμε άλλες πληροφορίες αντλούμε μαρτυρίες από την αγγειογραφία. Τα αγγεία χωρίζονται σε ερυθρόμορφα και μελανόμορφα, ανάλογα με το χρώμα των μορφών που εικονίζονται στην επιφάνεια του αγγείου. Ευτυχώς βρέθηκαν αρκετά, γιατί η ελληνική γη τα κρατούσε με λαχτάρα στα σπλάχνα της για να μη πέσουν σε βέβηλα χέρια… Είναι τόσο ωραία, ώστε οι σημερινοί αγγειοπλάστες κατασκευάζουν αντίγραφα…

Στο τμήμα της αγοράς που πουλούσαν κρασιά, ήταν φυσικό να συγκεντρώνονται όλοι οι κρασοπατέρες της εποχής. Όπως και σήμερα στην αγορά της Αθήνας, έτσι και τότε, υπήρχαν υπαίθρια κρασοπουλιά με εκλεκτούς μεζέδες: φρέσκα κουκιά ποτισμένα σε αλατόνερο, παστά ψάρια, μυζήθρα, κοψίδια και χόρτα άβραστα, πλυμένα με θαλασσόνερο. Υπήρχαν, βέβαια, και μερικοί, που έπιναν το κρασί τους «ξεροσφύρι». Αυτοί μεθούσαν γρήγορα και άρχιζαν τα τραγούδια και τους τσακωμούς. Τότε επενέβαιανν οι αγορανόμοι – που εκτελούσαν αστυνομικά καθήκοντα – τους έπιαναν από το αυτί και τους οδηγούσαν στο σπίτι τους. Οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους…

Στην αρχαιότητα το πιο φημισμένο κρασί έβγαζε η Χίος. Κατά τον Στράβωνα, μάλιστα, το κρασί αυτό ήταν το καλύτερο που υπήρχε τότε στην Ελλάδα. «Είθ’ η Αριουσία χώρα οίνον άριστον φέρουσα των Ελληνικών». Η Αριουσία χώρα ήταν χωριό της Χίου, που έβγαζε θαυμαστά σταφύλια. Ο Αριστοφάνης, ο Βιργίλιος, ο Οράτιος, ο Τίβουλος και ένα σωρό άλλοι συγγραφείς, εξυμνούν το χιώτικο κρασί με αληθινό πάθος. Γιατί, λίγο πολύ, ήταν όλοι τους κρασοπατέρες μεγάλοι και ήξεραν να εκτιμούν το καλό κρασί. Την ημέρα του θριάμβου του ο Καίσαρ πρόσφερε στους φίλους του«αμφορείς οίνου Χίου».

Συνεχίζοντας την περιγραφή της αρχαίας αγοράς που ψώνιζαν οι Αθηναίοι του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. βλέπουμε ότι σε άλλα τμήματα, μετά το τμήμα που πουλιόταν κρασιά πουλιόταν ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς: Λάδι, κρέας, μέλι, σκόρδα, ψάρια, λιβάνι, μυρωδικά. Στο τμήμα αυτό της αγοράς μπερδευόταν ένας κόσμος ολόκληρος: Γυναίκες, άντρες, παιδιά, γέροι και γριές. Όλοι τους κάτι πουλούσαν στους νοικοκυραίους, που έβγαιναν για να ψωνίσουν.

Καλό πόστο στην αγορά των αρχαίων Αθηνών είχαν οι ωραίες κοπέλες, που πουλούσαν στεφάνια από φρέσκα και εύοσμα λουλούδια. Τα στεφάνια αυτά χρησίμευαν ως στόλισμα, στα συμπόσια που θα γινότανε το ίδιο εκείνο βράδυ, στα σπίτια των πλουσίων. Γιατί δεν ήταν νοητό να γίνει συμπόσιο χωρίς άνθη και στεφάνι. Όλοι οι καλεσμένοι ήταν απαραίτητο να φορούν γύρω από το κεφάλι τους, λουλούδια περασμένα σε λεπτά κλαδιά. Στο τμήμα αυτό της αγοράς σύχναζαν κυρίως οι κομψευόμενοι. Αγόραζαν στεφάνια και συγχρόνως φλερτάριζαν με τις όμορφες και χαριτωμένες πωλήτριες, που δεν δυσκολεύονταν καθόλου να προσφέρουν τον έρωτά τους στους νεαρούς που τους άρεσαν ιδιαιτέρως. Πολλές από τις πωλήτριες αυτές διαλαλούσαν τα άνθη τους με ωραίες και δυνατές φωνές. Άλλες έπαιζαν τις κιθάρες τους και άλλες τα κύμβαλά τους. Έτσι, το σημείο αυτό της αγοράς, ήταν κατάμεστο πάντοτε από κόσμο.

Υπήρχε και ένα άλλο τμήμα της αγοράς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά και εντελώς ακατανόητο για την εποχή μας. Ήταν το τμήμα«των εμψύχων εμπορευμάτων», της αγοραπωλησίας ανθρώπων. Στο τμήμα αυτό μπορούσε να αγοράσει κανείς δούλους, νταντάδες, μαγείρους που ήταν άσσοι στην τέχνη τους και δασκάλους για τα παιδιά του.

Πάνω, όμως, από όλον αυτόν τον σαματά αντηχούσε η φωνή του δημόσιου κήρυκα, του ντελάλη, που ειδοποιούσε τους Αθηναίους – όπως ακριβώς γινότανε μέχρι πριν μερικά χρόνια στις ημέρες μας σε μερικά χωριά μας – για τα καινούργια εκλεκτά εμπορεύματα που παρέλαβε ο τάδε έμπορος, για την πώληση διαφόρων εμπορευμάτων, για την απώλεια διαφόρων αντικειμένων.

Αλλά την εποχή εκείνη υπήρχαν και εξοστρακισμοί. Η καταδίκη κάποιου σε «εξοστρακισμό». Αυτό ανακοινώνονταν στους πολίτες με τον ντελάλη. Στη συνέχεια και σε μικρή απόσταση συναντούσε ο επισκέπτης τα καπηλειά, τα οποία συμπλήρωναν την αγορά. Την εποχή του Περικλή ήταν τόσα πολλά, ώστε ο Περικλής με ένα διάταγμά του θέλησε να τα καταργήσει μια για πάντα. Έπεσαν, όμως, στη μέση οι δημογέροντες και δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει την απόφασή του, για να μη στερήσει το λαό από μια ευχαρίστηση και το κράτος από ένα έσοδο… Την εποχή εκείνη το κρασί της Αττικής ήταν τόσο φημισμένο, όσο και το Χιώτικο περίπου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ