Πρωτοφανής κοροϊδία με τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα: Ο Μητσοτάκης υπόσχεται αυξήσεις την επόμενη τετραετία, ενώ έχει περάσει νόμους ώστε να μείνουν καθηλωμένοι

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπόσχεται σημαντική αύξηση των μισθών του ιδιωτικού τομέα για την επόμενη τετραετία, έχει ήδη θωρακίσει θεσμικά το πεδίο, ώστε αυτό να μην μπορεί να συμβεί.

Την ίδια στιγμή, αποσιωπά την Οδηγία 2022/2041 της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που πρέπει να εφαρμοστεί στη χώρα μας το αργότερο έως τον Νοέμβριο του 2024, η οποία κινείται σε δύο άξονες: υιοθέτηση κατώτατων αμοιβών που να είναι πάνω από τα όρια της φτώχειας, αφήνοντας παράθυρο έως και για την υιοθέτηση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, και αλλαγή της νομοθεσίας ώστε να επεκταθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς στην Ελλάδα το ποσοστό όσων εργαζομένων καλύπτονται από αυτές είναι μόλις 25% και θα πρέπει να φτάσει στο 80%!

Αντ’ αυτού, το οικονομικό επιτελείο έστειλε στις Βρυξέλλες, τον Απρίλιο, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, που περιλαμβάνει την πρόβλεψη ότι η ανεργία στην Ελλάδα θα μειωθεί κάτω από το 10% το 2026, επομένως οι τριετίες (προσαυξήσεις λόγω προϋπηρεσίας) θα ξεπαγώσουν το 2027.

Αναλυτικά, τι προβλέπει η Οδηγία της Ε.Ε.:

Η Οδηγία 2022/2041, που δημοσιεύθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2022 στην επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (αντίστοιχη της ελληνικής Εφημερίδας της Κυβερνήσεως), είναι αποκαλυπτική: Με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ενωση, ιδίως της επάρκειας των κατώτατων μισθών για εργαζομένους, ώστε να συμβάλει στην ανοδική κοινωνική σύγκλιση και να μειώσει τη μισθολογική ανισότητα, η Οδηγία θεσπίζει πλαίσιο για:

α) την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών, με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας.

β) την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών.

γ) την ενίσχυση της αποτελεσματικής πρόσβασης των εργαζομένων σε δικαιώματα προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού, όπου αυτό προβλέπεται από το Εθνικό Δίκαιο και/ή συλλογικές συμβάσεις.

«Τα κράτη-μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα Οδηγία το αργότερο έως τις 15 Νοεμβρίου 2024».

Ενα ολόκληρο άρθρο (4) είναι αφιερωμένο στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς ορίζει πως τα κράτη-μέλη πρέπει να λαμβάνουν μέτρα, κατά περίπτωση, για την προστασία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των οργανώσεων των εργοδοτών που συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Επιπροσθέτως, «κάθε κράτος-μέλος στο οποίο το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80% θεσπίζει πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους είτε με συμφωνία με αυτούς. Το εν λόγω κράτος-μέλος εκπονεί, επίσης, σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικών εταίρων.

Το σχέδιο δράσης ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων. Το κράτος-μέλος θα πρέπει να επανεξετάζει τακτικά το σχέδιο δράσης του και να το επικαιροποιεί, εάν είναι απαραίτητο. Οταν ένα κράτος-μέλος επικαιροποιεί το σχέδιο δράσης του, το κάνει κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικού εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους».

Τι ισχύει στην Ένωση με τον κατώτατο μισθό

Σε ό,τι αφορά τους κατώτατους μισθούς, η αναντιστοιχία μεταξύ της ελληνικής πραγματικότητας και της Κοινοτικής Οδηγίας γίνεται ξεκάθαρη ακόμη και στον τίτλο στο σχετικό κεφάλαιο (2), καθώς κάνει λόγο για «Διαδικασία καθορισμού επαρκών νόμιμων κατώτατων μισθών». Αναλυτικά, ορίζει πως «τα κράτη-μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς θεσπίζουν τις αναγκαίες διαδικασίες για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών».

Τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι: α) η αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης,

β) το γενικό επίπεδο των μισθών και η κατανομή τους.

γ) ο ρυθμός αύξησης των μισθών.

δ) τα εθνικά επίπεδα και οι εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα.

Επιπλέον, τα κράτη μπορούν να χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των νόμιμων κατώτατων μισθών, με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού. Για τον σκοπό αυτόν μπορούν να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς, στα πρότυπα του εξωτερικού, όπως το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού, και/ή ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο.

Ταφόπλακα στα εργασιακά οι μνημονιακές «περγαμηνές»

Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι σχεδόν όλα όσα ορίζει η Οδηγία ίσχυαν στη χώρα μας μέχρι την υπαγωγή στα Μνημόνια, και άρχισαν να ξηλώνονται σταδιακά από το 2010. Ενδεικτικά, το 2012 επιβλήθηκαν μείωση του κατώτατου μισθού κατά 25% (από τα 751 στα 586 ευρώ) και θέσπιση του υποκατώτατου μισθού (510 ευρώ), ο οποίος καταργήθηκε το 2018. Και μπορεί μεν ο κατώτατος να έχει φτάσει πια -από την 1η Μαΐου 2023- στα 780 ευρώ, ωστόσο οι μέσοι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα παραμένουν εξαιρετικά χαμηλοί.

Ο λόγος είναι ότι από το 2012 η υπογραφή συλλογικών συμβάσεων κατέστη με μια σειρά από νόμους «απαγορευτική». Ετσι, από τις περίπου 145 συλλογικές συμβάσεις εργασίας -κατά κύριο λόγο κλαδικές και λίγες τοπικές ή ομοιοεπαγγελματικές-, φτάσαμε σήμερα να είναι σε ισχύ κάτι λιγότερο από 20. Αντ’ αυτού, από τις μνημονιακές κυβερνήσεις προτάχθηκε η υπογραφή επιχειρησιακών συμβάσεων, και ο λόγος ήταν προφανής: η μικρότερη διαπραγματευτική ισχύς μερικών δεκάδων ή εκατοντάδων εργαζομένων μιας εταιρίας σε σχέση με τους χιλιάδες που εκπροσωπούνται από μια ομοσπονδία.

Επιπλέον, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη φρόντισε να αφαιρέσει από τους εργαζομένους το κυριότερο όπλο, που είναι η απεργία, με τον νόμο 4808 του 2021, ενώ η κατάργηση των προσαυξήσεων στις υπερωρίες, που πλέον ανταλλάσσονται με ρεπό, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας νέος μηχανισμός μείωσης των αποδοχών.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ