Κωνσταντίνος Ε’ ο Κοπρώνυμος – Φανατικός εικονομάχος

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Κωνσταντίνος Ε΄ (Ιούλιος 718 – 14 Σεπτεμβρίου 775) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας. Βασίλευσε μεταξύ 741 και 775.[1] Ήταν γιος του Λέοντος Γ΄. Επονομάστηκε υβριστικά από τους αντιπάλους του εικονόφιλους Κοπρώνυμος, με την εξήγηση ότι κατά το βάπτισμά του ρύπανε την κολυμβήθρα.

Γεννήθηκε το 718 και ανακηρύχθηκε συμβασιλιάς το Πάσχα του 720.[2] Μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον Ιούνιο του 741, ανήλθε αμέσως στον θρόνο[3] και συνέχισε την πολιτική του πατέρα του σε όλους τους τομείς. Από την αρχή της βασιλείας του αντιμετώπισε τη στάση του Αρταβάσδου, συζύγου της αδελφής του, ο οποίος διεκδίκησε τον θρόνο με την υποστήριξη πολιτικών αξιωματούχων και των εικονοφίλων.

Ο Κωνσταντίνος κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Αράβων δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση των στασιαστών και πέτυχε με δυσκολία να διαφύγει στο Αμόριο, ενώ ο Αρτάβασδος εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη με την υποστήριξη της ιεραρχίας των πολιτικών αξιωματούχων και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Αναστάσιο. Ο Κωνσταντίνος όμως αναδιοργάνωσε τον στρατό του με την υποστήριξη των «θεμάτων» των Ανατολικών και των Θρακησίων, κατανίκησε τον Αρτάβασδο κοντά στις Σάρδεις (743) και επέστρεψε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία εισήλθε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και τιμώρησε σκληρά τους στασιαστές. Ο Αρτάθασδος και οι γιοι του Νικηφόρος και Νικήτας διαπομπεύθηκαν και τυφλώθηκαν, οι δε συνεργοί του θανατώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν ή εξορίστηκαν. Ο Κωνσταντίνος ήταν πλέον παντοδύναμος.

Οι πόλεμοι εναντίον των Αράβων και των Βουλγάρων απασχολούσαν τον Κωνσταντίνο στο μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του. Η αποδυνάμωση των Αράβων από τις εσωτερικές δυναστικές έριδες των Ομεϋαδών και των Αμπασιδών, που κατέληξαν στην επικράτηση της δυναστείας των Αμπασιδών, διευκόλυναν το έργο του Βυζαντινού αυτοκράτορα.

Οι νίκες του Κωνσταντίνου εναντίον των Αράβων στη βόρεια Συρία, που κορυφώθηκαν με την ανάκτηση της γενέτειρας της οικογένειας, Γερμανίκειας (746), και του βυζαντινού στόλου του «θέματος» των Κιβυρραιωτών εναντίον του αραβικού στόλου (747) αποτελούσαν απόδειξη της παντοδυναμίας των Βυζαντινών στην ξηρά και στη θάλασσα. Οι εκστρατείες συνεχίστηκαν μέχρι την Αρμενία και τη Μεσοποταμία (751) και σφραγίστηκαν με την ανάκτηση της Θεοδοσιούπολης, της Μελιτινής και άλλων στρατηγικών πόλεων.

Η εκμηδένιση της αραβικής απειλής στην Ανατολή συμπληρώθηκε με τις επιτυχίες εναντίον των Βουλγάρων, οι οποίες εξουδετέρωσαν κάθε κίνδυνο στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ερέθισμα για τους Βουλγαρικούς πολέμους υπήρξε η επιδρομή των Βουλγάρων στα βυζαντινά εδάφη (756). Ο Κωνσταντίνος απώθησε τους Βουλγάρους και οργάνωσε συστηματικά τον αγώνα εναντίον τους. Η νίκη του στο φρούριο των Μαρκελλών (759) ολοκληρώθηκε με τη συντριβή των Βουλγάρων στην Αγχίαλο (763), η οποία επιτεύχθηκε με συνδυασμένη αξιοποίηση του στρατού και του στόλου και εορτάστηκε με θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη. Οι μετά τη συντριπτική ήττα εσωτερικές έριδες στη Βουλγαρία εξουδετέρωσαν κάθε προοπτική απειλής, ο δε χάνος των Βουλγάρων Τελέριγος υποχρεώθηκε να συνάψει ειρήνη με επαχθείς γι’ αυτόν όρους (772-773).

Στη Δύση όμως ο Κωνσταντίνος συνέχισε την εσφαλμένη πολιτική του πατέρα του και αδιαφόρησε για τις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία με την επέκταση των Λογγοβάρδων, οι οποίοι προσάρτησαν στις κτήσεις τους και το βυζαντινό εξαρχάτο της Ραβέννας (751). Έτσι, έθεσαν τέρμα στη βυζαντινή επιρροή στην κεντρική Ιταλία και εξανάγκασαν τον παπικό θρόνο να αναζητήσει την προστασία των Φράγκων, αφού οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τη σημασία των εξελίξεων αυτών για τις προοπτικές της αυτοκρατορίας. Εγκλωβισμένοι στη μονοσήμαντη εικονομαχική πολιτική τους, έχαναν από το οπτικό τους πεδίο τις πολυσήμαντες παρενέργειες της πολιτικής αυτής.

Βεβαίως, ο Κωνσταντίνος ήταν συνειδητός εικονομάχος, γιατί η προσωπικότητα του είχε διαμορφωθεί σε αυστηρά εικονομαχικό περιβάλλον και η εικονομαχία αποτελούσε γι’ αυτόν προσωπική θρησκευτική πεποίθηση με βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο. Ο ίδιος συνέδεε την εικονομαχία με το χριστολογικό δόγμα και δεν δίστασε να κυκλοφορήσει με το όνομα του εικονομαχικές θεολογικές πραγματείες (Πεύσεις), οι οποίες επιδοκιμάστηκαν από την εικονομαχική Σύνοδο της Ιέρειας (754) και αποδοκιμάστηκαν από τους εικονοφίλους.

Η σύγκληση της εικονομαχικής Συνόδου, της Ιέρειας (754) αποτελεί οπωσδήποτε υποχώρηση από τις θεοκρατικές αντιλήψεις για τη βασιλική εξουσία του πατέρα του, ο οποίος απέρριπτε την ανάγκη σύγκλησης συνόδου, με τη διακήρυξη «βασιλεύς ειμί και ιερεύς», αλλά είναι βέβαιο ότι η κινητοποίηση του συνοδικού θεσμού κατανοήθηκε ως μέσο για την επιβολή των θέσεων του στην Εκκλησία.

Με βάση τις εικονομαχικές αποφάσεις της συνόδου αυτής θεμελιώθηκαν τα σκληρά μέτρα εναντίον των εικονοφίλων και ιδιαίτερα εναντίον του μοναχισμού, τα οποία συνοδεύθηκαν με διωγμούς, ακρωτηριασμούς, εξορίες των εικονοφίλων μοναχών και κλείσιμο πολλών μονών. Η Σύνοδος αυτή αναθεμάτισε τον Γερμανό Α’ και τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ενώ διόρισε ως νέο Πατριάρχη τον επίσκοπο Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος πέθανε κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Βουλγάρων (775) και άφησε στον διάδοχο του Λέοντα Δ’ (775-780) μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, η οποία όμως αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την εσωτερική διάσπαση από την εικονομαχική έριδα.

Πηγές και αποτίμηση

Ό,τι γνωρίζουμε για τους εικονομάχους αυτοκράτορες προέρχεται από εικονόφιλους ιστορικούς.[4] Τα έργα των εικονομάχων «εξηφανίσθησαν… υπό της θρησκομανίας της βραδύτερον θριαμβευσάσης αντιπάλου μερίδος».[5] Η κρίση μας για τον Κωνσταντίνο Ε΄, καθώς και για τον πατέρα του Λέοντα Γ΄, βασίζεται πρωτογενώς σε έργα σχεδόν συγχρόνων του και ιδεολογικώς εχθρών του, στην Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή και στην Ιστορίαν Σύντομον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου Α΄.

Κατά τον Θεοφάνη, τον σημαντικότερο χρονογράφο της εποχής, ο Κωνσταντίνος Ε΄ήταν «πανώλης και εμβρόντητος αιμοβόρος τε και αγριώτατος θηρ», έκδοτος σε κάθε διαστροφή και κακία.[6] Ο πατριάρχης Νικηφόρος είναι ηπιότερος στους χαρακτηρισμούς του, εξιστορεί όμως κι αυτός τις διώξεις του Κωνσταντίνου κατά των εικονόφιλων.[7] Αλλά ενώ ο Θεοφάνης προσπαθεί να αμαυρώσει εκτός από τις δοξασίες και το σύνολο της πολιτείας του Κωνσταντίνου, από τον Νικηφόρο μαθαίνουμε για τις λαμπρές πολεμικές του επιτυχίες κατά των Αράβων και κυρίως κατά των Βουλγάρων,[8] για την σωστή του εσωτερική διοίκηση και την άκρως επιτυχή οικονομική του πολιτική.[9]

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κωνσταντίνος ήταν πιο επίμονος από τον πατέρα του στην επιδίωξη των σκοπών του και ότι επί της βασιλείας του πολλοί οπαδοί των εικόνων ταλαιπωρήθηκαν έως και μαρτύρησαν. Ο Λέων Γ΄ διατύπωσε τις αρχές της εικονομαχίας και δεν επέμεινε στην εφαρμογή τους. Αυτήν την ανέλαβε ο Κωνσταντίνος, εκτελεστής και θεωρητικός συγχρόνως των εικονομαχικών δογμάτων. Για τον λόγο αυτό βρίστηκε και συκοφαντήθηκε από τους εικονόφιλους συγγραφείς όσο κανείς άλλος. Μια πρώτη απόδειξη γι’ αυτό είναι το προσωνύμιό του «Κοπρώνυμος».

Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος ανέλαβε την «ανακάθαρσιν» της Ιστορίας σχετικά με τον Κωνσταντίνο Ε΄. Και καταλήγει ότι «ενώ ουδεμία εκ των αποδιδομένων εις τον Κωνσταντίνον κακιών πιστοποιείται αποχρώντως, πολλαί των αρετών αυτού συνομολογούνται και υπ’ αυτών των ασπονδοτέρων του ανδρός πολεμίων».[10]

Παραπομπές

1. Λουγγής, Τηλέμαχος (1989). Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας, 324-1204. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σελ. 158. ISBN 960-224-104-7.
2. Λουγγής (1989), σελ. 168.
3. Λουγγής (1989), σελ. 169-170.
4. Κλήτος Χατζηθεόκλητος, Σημειώσεις μεταρρυθμιστών, εκδ. Εστία 1986
5. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Βιβλίον Ι΄, κεφ. Γ΄, παρ. τελευταία.
6. Θεοφάνους Χρονογραφία, εξιστόρηση (βυζαντινού) έτους 6232.
7. Νικηφόρου πατριάρχου, Ιστορία σύντομος, παράγρ. 80, 81, 83, 84.
8. Νικηφόρος, ό.π. παράγρ. 67, 68, 70, 73, 76, 78, 79.
9. Νικηφόρος, ό.π., παράγρ. 68, 73, 85, 86.
10. Παπαρρηγόπουλος, ό.π. Ολόκληρο το εκτεταμένο αυτό κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην «ανακάθαρσιν» της εικόνας του Κωνσταντίνου Ε΄.

[wikipedia]

ΔΗΜΟΦΙΛΗ