Ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, γνωστότερος από το ακρωνύμιο ΙΔΕΑ, ήταν μία μυστική οργάνωση αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, η οποία αναμίχθηκε στα πολιτικά πράγματα της χώρας, ειδικότερα μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, με σκοπό την αντιμετώπιση «τυχόν επαπειλούμενου κομμουνιστικού κινδύνου» και δημιουργήθηκε από αξιωματικούς με συντηρητικό και φιλοβασιλικό προσανατολισμό και οι θέσεις τους δεν απείχαν πολύ από αυτές του Μεταξικού καθεστώτος.
Το σπέρμα της οργάνωσης του ΙΔΕΑ ως αντίληψη εντοπίζεται κατά τον Β’ Π.Π., στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα λίγο μετά την ίδρυση του στρατιωτικού συνδέσμου ΕΝΑ (Ένωση Νέων Αξιωματικών) που συγκροτήθηκε από μια ομάδα κατωτέρων στελεχών του ελληνικού στρατού, στη Διοίκηση των εκεί Σχολών ΓΚΕΣ (Γενικό Κέντρο Εκπαίδευσης Στρατιωτικών) τον Αύγουστο του 1943. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν τότε κι άλλες παρόμοιες αντικομμουνιστικές οργανώσεις όπως ο ΣΑΝ (Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων), ο ΔΕΑ κ.ά που όμως δεν ευδοκίμησαν.
Οι μικρότερες ομάδες δημιουργήθηκαν με βάση το έτος αποφοίτησης από τη Σχολή Ευελπίδων. Παρά ταύτα όλες μαζί αυτές οι ομάδες έπαιξαν ένα έντονο διχαστικό και διαλυτικό ρόλο φθάνοντας στο σημείο ν΄ απαιτούν και την αλλαγή της κυβέρνησης επιδεικνύοντας μια ανεπίτρεπτη απείθεια. Συνέπεια αυτών ήταν να συλληφθούν οι πρωταίτιοι να καταδικαστούν κάποιοι εις θάνατο πλην όμως ακολούθησε η αμνηστία τους.
Οι εν λόγω κατώτεροι αξιωματικοί είχαν «γαλουχηθεί» σ΄ ένα ακραίο εθνικό μεταξικό περιβάλλον όπου αυτό στη Μέση Ανατολή είχε πλέον αλλάξει με συνέπεια ν΄ αντιδράσουν ευαγγελιζόμενοι την επαναφορά του. Από την άλλη πλευρά οι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν μεταφέρει τα πολιτικά τους πάθη διακρινόμενοι σε «μεταξικοί» – «Βενιζελικοί» (δημοκρατικοί) προσπαθώντας με αυτά να επιβληθούν των άλλων. Η αμνηστία που δόθηκε στο τέλος για την εγκατάλειψη αυτών των φαιδρών ιδεολογημάτων εν καιρώ πολέμου αποδείχθηκε όχι και τόσο αποτελεσματική.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας επανερχόμενοι όλοι οι παραπάνω αξιωματικοί και διαβλέποντας από τις συνθήκες που επικρατούσαν τα σύννεφα του εμφυλίου αποφάσισαν να κινηθούν περισσότερο αποτελεσματικά. Έτσι ιδρύθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1944 στην Αθήνα και έξι αντιπροσώπους της «Τρίαινας», μυστικής οργάνωσης σαμποτάζ και πληροφοριών που είχε δραστηριοποιηθεί στην κατεχόμενη Ελλάδα και από ένα εκπρόσωπο της «ΕΝΑ» (Ένωση Νέων Αξιωματικών) οργάνωσης με σκοπούς σαφώς αντικομμουνιστικούς.
Σκοπός και οργάνωση
Σκοπός του ΙΔΕΑ ήταν η πλήρης διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος και η εγκαθίδρυση και αναπαραγωγή του στρατιωτικού μηχανισμού στην οργάνωση του αστικού μεταπολεμικού κράτους στην Ελλάδα ή, σύμφωνα με την ορολογία απόρρητου εσωτερικού εγγράφου του ίδιου του ΙΔΕΑ, η «δικτατορία του ΙΔΕΑ».
Η αντίληψη και ουσιαστική θέση του ΙΔΕΑ ήταν η ταύτιση του στρατού με το έθνος και η πλήρης ανεξαρτησία του από την πολιτική εξουσία. Ουσιαστικός θεσμός έκφρασης των εθνικών συμφερόντων θα ήταν ο ίδιος ο ΙΔΕΑ, ενώ πουθενά στις θέσεις του ΙΔΕΑ δεν αναφέρεται η μοναρχία.
Ήταν οργανωμένος κατά το τριαδικό σύστημα που περιλάμβανε την α)μύηση, β)το Ιδρυτικό ,γ) και το δογματικό μέρος που περιλάμβανε τον σκοπό της οργάνωσης. Ο ΙΔΕΑ ήταν οργανωμένος κατά το φασιστικό πρότυπο και τα όργανά του ονομάζονταν «δέσμες». Η οργάνωση δεν είχε αρχηγό και την διοίκηση ασκούσε μια επταμελής Δέσμη. Αργότερα όμως η διοίκηση πέρασε στα χέρια του Σόλων Γκίκα, για να αποκατασταθεί και πάλι στην συνέχεια από την Δέσμη.
Το 1948 στην οργάνωση είχαν ενταχθεί πάνω από 2500 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί. Η εξάπλωση του ΙΔΕΑ υπήρξε ταχύτατη σε μάχιμους στρατιωτικούς σχηματισμούς όπως την Ταξιαρχία Ρίμινι και τις δυνάμεις καταδρομών.
Το 1951 ήρθε στην δημοσιότητα ένα έγγραφο το οποίο φέρεται να κατέθεσε στην Διοικούσα Επιτροπή ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Γωγούσης, βάση του οποίου θα συγκροτούνταν μια ειδική υπηρεσία η οποία θα δολοφονούσε οποιοδήποτε θα έβλαπτε τον αγώνα και πρόδιδε την πατρίδα. Από το 1947 είχαν αρχίσει απροκάλυπτες παρεμβάσεις του ΙΔΕΑ στην πολιτική ζωή με επισκέψεις σε πολιτικούς και υπαγόρευση των θέσεών της οργάνωσης.
Το κίνημα του ΙΔΕΑ
Αποκορύφωμα της παρέμβασής του ήταν όταν, το 1951, αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία δια των όπλων, αμέσως μετά την δήλωση της παραίτησής του Στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου από το στράτευμα. Ο ίδιος ο Παπάγος, έκπληκτος τότε, όπως δηλώθηκε, από την αιφνίδια αυτή δράση του ΙΔΕΑ, κάλεσε τους αξιωματικούς που συμμετείχαν να αποσυρθούν στις μονάδες τους και στα κυρίως καθήκοντά τους, οδηγώντας έτσι το κίνημα σε καταστολή.
Το βράδυ της 30ης προς 31η Μαΐου 1951, μόλις έγινε γνωστή η απόφαση του Αλέξανδρου Παπάγου να παραιτηθεί από την Αρχιστρατηγία των Ενόπλων Δυνάμεων, ηγετικά στελέχη του ΙΔΕΑ κατέλαβαν τα γραφεία του ΓΕΕΘΑ και του ΓΕΣ στα Παλαιά Ανάκτορα. Ταυτόχρονα έμπιστοι συνεργάτες τους κατέλαβαν κρίσιμες εγκαταστάσεις στο κέντρο της Άθήνας.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος πληροφορήθηκε έκπληκτος το κίνημα και νωρίς το πρωί της 31 Μαΐου κατέβηκε από το σπίτι του στην Εκάλη στα Παλαιά Ανάκτορα, διέταξε κάποιες μονάδες να επιστρέψουν στα στρατόπεδά τους και όχι μόνο επέπληξε του κινηματίες που είχαν προχωρήσει στο κίνημα χωρίς την άδειά του, αλλά αργότερα μετά τη σύλληψη και καταδίκη τους από την κυβέρνηση Πλαστήρα υπερασπίστηκε την αμνηστία τους την οποία και πέτυχε, όταν ο ίδιος ανέλαβε αργότερα την πρωθυπουργία, τους επανέφερε στην ενεργό υπηρεσία.
Παρά ταύτα και ενώ τότε ο ΙΔΕΑ θεωρήθηκε επίσημα πλέον ως οργάνωση που εργαζόταν κατά της δημοκρατίας, οι συμμετέχοντες συνωμότες σ΄ αυτή έλαβαν αμνηστία. Έτσι η οργάνωση, σε αντίθεση με την «ελαφρά» αντίληψη των τότε πολιτικών, δεν εξαρθρώθηκε, αλλά παρέμεινε να υφίσταται με εναλλασσόμενους ως αρχηγούς της τον Σ. Γκίκα, τον Πατίλη κ.ά. συνδεόμενη πλέον άμεσα με το παρακράτος που άρχισε να αναπτύσσεται και να γιγαντώνεται ειδικότερα μετά τις εκλογές του 1958.
Αίτια της κρίσης
O Παπάγος ήταν ενοχλημένος από τις επιθέσεις που δεχόταν από συμβούλους και μέλη της βασιλικής οικογένειας, που ήταν ενάντια στην κάθοδό του στη πολιτική. Σε αποκλειστική συνέντευξη στην εφημερίδα «Ελευθερία», στις 25 Μαρτίου 1951, ο Βασιλιάς Παύλος διακήρυξε την προσήλωσή του στους δημοκρατικούς θεσμούς και επετέθη κατά της λύσης Παπάγου, επικρίνοντας έμμεσα αλλά φανερά τον στρατάρχη για την απόφασή του ν’ αναμιχθεί με την πολιτική. Εκμεταλλευόμενη η κυβέρνηση την ανοιχτή πια διαμάχη μεταξύ βασιλιά και Παπάγου, ανακοίνωσε στις 2 Μαΐου 1951 την απόφασή της να προκηρύξει εκλογές.
Ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο το πρωί της 30 Μαΐου, εκφράζοντας την πρόθεσή του να πολιτευτεί. Στην ανακοίνωσή του ο Βενιζέλος υπαινίχθηκε πως η παραίτηση του Παπάγου ήταν αντίθετη με τις επιθυμίες του βασιλιά και της κυβέρνησης, επιβεβαιώνοντας έτσι ό,τι ήταν πάγκοινα γνωστό. Ο βασιλιάς Παύλος, επικαλούμενος εξαπάτηση του Θρόνου με τη διαβεβαίωση του στρατάρχη να μην πολιτευτεί, διέταξε τον αρχηγό Γ.Ε.Σ., στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο να συλλάβει τον Παπάγο, αλλά η εντολή δεν εκτελέστηκε.
Συνέπειες
Η κυβέρνηση προσπάθησε να συγκαλύψει το επεισόδιο. Το επίσημο ανακοινωθέν απλώς ανέφερε πως «λόγω πληροφοριών περί ενδεχομένης απόπειρας διασαλεύσεως της τάξεως υπό αναρχικών στοιχείων, ελήφθησαν την πρωίαν σήμερον ορισμένα στρατιωτικά μέτρα, τα οποία ήρθησαν ευθύς ως εξέλιπον οι λόγοι». Αργότερα, από τη προανάκριση προέκυψε πως η έκταση του κινήματος ήταν αρκετά σοβαρή, και πως το κίνημα είχε επιχειρηθεί στο όνομα του Παπάγου. Το κίνημα απέτυχε χάρη στην άρνηση της Μεραρχίας Τεθωρακισμένων να προσχωρήσει στη συνωμοσία.
Η αποτυχία του κινήματος είχε σαν αποτέλεσμα μια ομάδα σκληρών ακραίων αξιωματικών της οργάνωσης ΙΔΕΑ να χάσουν την εμπιστοσύνη τους προς τους ανωτέρους τους, επειδή δεν τόλμησαν να φέρουν σε πέρας το κίνημα και υπέκυψαν στις πιέσεις των ανακτόρων και του Παπάγου.
Ο Βασιλιάς Παύλος και ο πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος πίστευαν ότι οι εμπλεκόμενοι έπρεπε να τιμωρηθούν.
Oι αξιωματικοί που είχαν ηγηθεί της απόπειρας απομακρύνθηκαν από το στρατό αλλά τους δόθηκε αμνηστία. Το ΑΣΣ (Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο) αποφάσισε και πήρε σκληρά μέτρα εναντίον του ΙΔΕΑ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που δημοσιεύτηκαν . Η πλευρά των υπερασπιστών του ΙΔΕΑ επικεντρωνόταν στο γεγονός ότι το ο εμπνευστής του κινήματος της 30 Μαΐου, o ταξίαρχος Χρηστέας, ήταν σε πολεμική διαθεσίμοτητα ως ανάπηρος πολέμου. Το ίδιο και ο συνταγματάρχης Καραμπότσος, ενώ ο έτερος των πρωταιτίων είχε χάσει τον αδελφό του στον πόλεμο (Κουρούκλης). Αυτό τεκμηριώνεται από τις ανακρίσεις και τα στρατιωτικά μητρώα των πρωταιτίων.
Στη συνεδρίασή του, το ΑΣΣ με συντριπτική πλειοψηφία (16 θετικές, 1 λευκή και 1 αρνητική ψήφο), ζήτησε να μην ψηφίσει ο στρατός στις επόμενες εκλογές, διότι, κατά τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Θρασύβουλο Τσακαλώτο, υπήρχε κίνδυνος να επηρεαστεί το ελεύθερο πολιτικό φρόνημα των στρατιωτών από τους αξιωματικούς. Τα πρακτικά αυτών των σημαντικών αποφάσεων του ΑΣΣ διέρρευσαν στον τύπο από κύκλους εναντιούμενους στον Παπάγο. Οι εφημερίδες «Τα Νέα» και «Το Βήμα», με συνεχή δημοσιεύματα τα έτη 1951 και 1952, καλούσαν το ΑΣΣ να δείξει ανεκτικότητα έναντι του ΙΔΕΑ.
O ΙΔΕΑ έπαψε να υφίσταται το 1951, όμως αξιωματικοί που ανήκαν σε αυτόν παλαιότερα συνέχισαν τη συνωμοτική παρακρατική τους δράση και μετά, μέχρι το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.