Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, δεν υπήρξε κανένας νικητής και κανένας ηττημένος στο επίπεδο του ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ : Υπήρξε αναδιανομή των ρόλων των κύριων πρωταγωνιστών του Συστήματος αυτού, δηλαδή, των τριών κομμάτων εξουσίας που από το 2010 και δώθε, εκπροσωπούν τα κόμματα εκείνα που ως κυβερνήσεις, διαδεχόμενα το ένα το άλλο ή και συνεργαζόμενα μεταξύ τους, θεσμικά ή άτυπα, (όπως π.χ., όταν και τα τρία μαζί υπερψήφισαν το πρώτο «Αριστερό» Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2015), εγκαθίδρυαν το Μνημονιακό Καθεστώς, διαλύοντας ταυτόχρονα την Συνταγματική Τάξη και την Δημοκρατία, μια διάλυση που αποτελούσε το προαπαιτούμενο για την εγκαθίδρυση του άνω Καθεστώτος, ένα προαπαιτούμενο που αναγνωρίζονταν ως τέτοιο, από τα ίδια αυτά κόμματα, όταν βρίσκονταν στην θέση της αντιπολίτευσης, απλά για να υποστηρίζει το καθένα από τα κόμματα αυτά το δικό του Μνημόνιο όταν έρχονταν στη Κυβέρνηση ως «σωστικό» και κατακεραυνώνοντας τα Μνημόνια των υπολοίπων ως αχρείαστα.
Αυτό το Σύστημα Εξουσίας, που συγκροτείται από τα κόμματα που έχτισαν το Μνημονιακό Καθεστώς, (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), διατηρείται ακμαίο και πανίσχυρο. Αυτό καθαυτό το Μνημονιακό Καθεστώς, ό,τι το ενδιαφέρει, είναι οι πολιτικοί και κομματικοί του πυλώνες να παραμένουν ισχυροί πολιτικά, χωρίς να πολυενδιαφέρεται ποιος εκ των τριών «Ηρακλέων του Στέμματος» που το φυλάσσουν θα εναλλάσσεται στην εξουσία, εφόσον γνωρίζει πως και οι τρείς τους είναι δεσμευμένοι με τις υπογραφές τους (ως Μνημονιακές κυβερνήσεις) να τηρούν απαρέγκλιτα τις Μνημονιακές τους δεσμεύσεις, οι οποίες και ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ αναλυτικά τις δυνατότητες που έχουν να ασκήσουν την οποιαδήποτε οικονομική ή/και κοινωνική πολιτική, όπως και τα όρια ευελιξίας τους σε σχέση με τις πολιτικές αυτές. Ουσιαστικά οι όποιες τους διαφοροποιήσεις των «Ηρακλέων» του Μνημονιακού Στέμματος, ακριβώς εντός των προβλεπομένων Μνημονιακών δεσμεύσεων και των «βαθμών ελευθερίας» που τους αναγνωρίζεται πολιτεύονται και διεκδικούν την ψήφο του λαού. Ουσιαστικά όμως, κανείς από τους τρεις τους, δεν τολμά να αμφισβητήσει καμία από τις δεσμεύσεις τους που έχουν αναλάβει στα πλαίσια του Μνημονιακού Καθεστώτος, ούτε καν να επαναδιαπραγματευτούν κάποιες από αυτές που θεωρούνται εξωπραγματικές από την άποψη της υλοποίησής τους, ακόμα και από τους ίδιους τους δανειστές, όπως π.χ., το να παράγει η ελληνική οικονομία συνεχώς πλεονάσματα έως το 2060!
Όμως, τούτο το Μνημονιακό Καθεστώς, το οποίο αποτελεί το σιδηρούν πλαίσιο εντός του οποίου η Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να ασκεί τα ήδη υποβαθμισμένα κυριαρχικά της δικαιώματα από την εποχή της εγκαθίδρυσής του την προηγούμενη δεκαετία, και αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα το να είσαι σε θέση να ορίζεις τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα του οίκου σου, όπως ήδη είχα σημειώσει σε κάποιο άρθρο μου την προηγούμενη δεκαετία, μεσούσης της Κρίσης, όταν υπογράμμιζα πως μια Ελλάδα παραδομένη οικονομικά και συνακόλουθα πολιτικά σε ξένες Δυνάμεις, (κι εδώ πάντα υπογράμμιζα τον ρόλο του Βερολίνου), θα ήταν ευάλωτη και σε πιέσεις στα εθνικά της θέματα ώστε να επιλυθούν σύμφωνα με τις επιθυμίες των Δυνάμεων αυτών. Φυσικά, το να έχεις σοβαρά οικονομικά προβλήματα δεν σημαίνει πως υποτάσσεσαι και πολιτικά στους ξένους δανειστές, σε βαθμό μάλιστα κατάλυσης της Συνταγματικής Τάξης της χώρας σου και της ίδιας της Δημοκρατίας εν τέλει, όπως και υποχώρησης σε εθνικά θέματα. Για παράδειγμα, η Συμφωνία των Πρεσπών, εκτιμώ πως ποτέ δεν θα ήταν δυνατή υπό καθεστώς πολιτικής, δημοκρατικής και συνταγματικής ομαλότητας.
Το Μνημονιακό Καθεστώς είναι παρόν, θα ισχύει έως το 2060, και αποτελεί αυτή καθαυτή η ύπαρξή του και η ισχύς του, ένα διαρκή παράγοντα πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, και κυρίως εθνικής αστάθειας, μια διαρκή απειλή στα θεμέλια της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Εθνικής μας Κυριαρχίας. Το ότι υπάρχει μια αναμφισβήτητη κοινωνική ηρεμία, αυτό δεν σημαίνει και πολλά. Αυτή η «ηρεμία», που επιτεύχθηκε μέσα από τη διαδικασία της «Κανονικοποίησης» της Μνημονιακής Αθλιότητας, επήλθε ως αποτέλεσμα της συντριπτικής ήττας του αντιμνημονιακού αγώνα του λαού αυτού, ως συνέπεια διαδοχικών προδοσιών των ελπίδων του, από εκείνα τα κόμματα εξουσίας που με αναπεπταμένη τη σημαία του Αντιμνημονιακού Αγώνα, καλούσαν τον λαό να συνταχθεί πίσω από αυτή τη σημαία, μια σημαία που αποδεικνύονταν την κάθε φορά μια περίτεχνη παγίδα που απλά, οδηγούσε τον λαό σε νέες καθοδικές πορείες στα πλαίσια του φονικού μνημονιακού σπιράλ του θανάτου. Ο Ελληνικός λαός, έχοντας ακολουθήσει κάθε διαθέσιμο πολιτικά «σωτήρα» που του υπόσχονταν το «τέλος των Μνημονίων», στο τέλος, πολύ απλά, ξέμεινε από «σωτήρες» και αποδέχτηκε την πικρή πραγματικότητα της «υπερήφανης» κατίσχυσης των «Μνημονιακών Ὀπλων». Έχοντας μπροστά του την πραγματικότητα της επιβίωσης υπό το νέο Καθεστώς, της επιβίωσης υπό τις συνθήκες των ατομικών ερειπίων του, των λεηλατημένων εισοδημάτων του και των λεηλατημένων περιουσιών του, με την αδήριτη ανάγκη να μαζέψει σιγά-σιγά τα ατομικά του ερείπια, απεδέχθη την ήττα του. Το ότι σήμερα, οι μόνες επιλογές που έχει είναι να επιλέξει ποιος από τους πολιτικούς του Μνημονιακού και εν ταυτώ Παλαιοκομματικού Τόξου Εξουσίας θα τον κυβερνήσει, ας μην αυταπατώμεθα πως ουσιαστικά κινείται επί της αυτής καμπύλης αδιαφορίας. Χωρίς να εκτιμά κανέναν τους, εν τούτοις, γνωρίζει πως πρέπει να επιλέξει κάποιον να τον κυβερνήσει : κριτήριο εδώ, είναι ποιος θα διαχειριστεί καλύτερα τα ερείπια και την φτώχεια, έστω και με το δεδομένο ότι ανήκει σ’ αυτούς που δημιούργησαν αυτά τα ερείπια. Δεν αποτελεί «ανακάλυψη» : ο λαός εδώ και πολλές δεκαετίες, ήδη ψηφίζει με γνώμονα το ποιος είναι λιγότερο πολιτικά κακός από τον άλλος, λιγότερο ανίκανος, λιγότερο πολιτικά διαφθαρμένος. Οι ελπίδες του λαού, είναι μινιμαλιστικές. Έτσι όμως, το μέλλον, ολοένα και απομακρύνεται πιο γοργά, και ως έθνος, ολοένα και μένουμε πιο πίσω από άλλα έθνη, περισσότερο φιλόδοξα.
*
Αν πάμε δέκα περίπου χρόνια πίσω, στα 2013, θα βρεθούμε σε τούτο το πολιτικό τοπίο : η χώρα ζούσε στον απόηχο των εκλογών του 2012, τότε που, όπως έχω ξαναγράψει, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, βρέθηκαν μπροστά στο φάσμα του πολιτικού τους αφανισμού, με τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα παραδοσιακό κόμμα της ανανεωτικής Αριστεράς, που κυμαίνονταν κάπου εκεί γύρω στα 3%, να δεκαπλασιάζει σχεδόν την εκλογική του βάση μέσα σε λίγους μονάχα μήνες. Όμως, το σημαντικό δεν είναι αυτό, ή τουλάχιστον μονάχα αυτό. Το σημαντικό είναι να θυμηθούμε το τι πίεση είχε ασκηθεί από την Ευρώπη, και λέγοντας Ευρώπη εννοώ την θεσμική Ευρώπη, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε επίπεδο μεμονωμένων κυβερνήσεων, π.χ. τη γερμανική, προκειμένου ο ελληνικός λαός να τρομοκρατηθεί από τις συνέπειες εκείνων των πολιτικών του επιλογών. Αυτή η έξωθεν πίεση κι αυτή η κατατρομοκράτηση, συνεχίστηκε κι εντάθηκε στις επόμενες βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και συνεχίστηκε ίσαμε και το Δημοψήφισμα του Καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, και λίγο παραπέρα, ίσαμε τα μέσα Αυγούστου του 2015, όταν και ψηφίστηκε με ευρύτατη πλειοψηφία του πρώτο «Αριστερό» Μνημόνιο, το οποίο όμως, κακώς αποκαλείται έτσι, διότι, πρώτον, υπερψηφίστηκε και από τα τρία μεγάλα κόμματα της Βουλής που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό κυβερνητικό ρόλο καθόλη την περίοδο της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος, δηλαδή, ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, και δεύτερον διότι εκείνο το Μνημόνιο, είχε καταψηφιστεί από την «Αριστερή Πλατφόρμα» του ΣΥΡΙΖΑ, που τότε, εκπροσωπούσε περίπου το 1/3 της δύναμής του. Έτσι, όταν η «Μνημονιακή Τάξη» αποκαταστάθηκε, είναι χαρακτηριστικό το πώς η «Ευρώπη», στις εκλογές που έγιναν σχεδόν αμέσως μετά την ψήφιση του «πρώτου» «Αριστερού Μνημονίου», που ανέδειξαν νικητή εκ νέου, μέσα σε ένα χρόνο, τον ΣΥΡΙΖΑ που σχημάτισε την νέα κυβέρνησή του, έμεινε εντελώς σιωπηλή και χωρίς ίχνος θεσμικής παρέμβασης στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, μιας και πλέον, είχε εγκαθιδρυθεί ένα ολάκερο πολιτικό σύστημα εξουσίας, αυτό του Μνημονιακού Τόξου, που υπόσχονταν (και εξακολουθεί να υπόσχεται) την διαχρονική κατίσχυση του εγκαθιδρυθέντος στη δεκαετία του 2010 Μνημονιακού Καθεστώτος, μέσω της κοινοβουλευτικής κατίσχυσης των πολιτικών εκείνων δυνάμεων που υπόγραψαν ως κυβερνήσεις τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους Νόμους, που θα ισχύουν (καλώς εχόντων των πραγμάτων) έως το 2060! Επίσης, τούτο το Μνημονιακό Τόξο, κατ’ ουσίαν αποτελεί την αδιάσπαστη συνέχεια ενός Παλαιοκομματισμού, τον (πολιτικό) θάνατο του οποίου πολλοί προέβλεπαν κατά τις μαύρες ημέρες της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος, όμως, όχι μόνο αυτό δεν συνέβη, αλλά βγήκε και ενισχυμένος πολιτικά. Το σημερινό πολιτικό μας σύστημα εξουσίας, δεν είναι άλλο, από αυτόν τον Παλαιοκομματισμό, που δικαιούται, ασφαλώς, τον τίτλο του «τροπαιοφόρου». Αποδείχτηκε όντως, πολύ σκληρός για να «πεθάνει». Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, εγκαθίδρυσε ως πολιτική «Κανονικότητα» ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ο παραδοσιακός «πυρήνας» του Παλαιοκομματισμού.
Η «θεσμική» «Ευρώπη», όσο δεν την ακούμε να κατακρίνει κανένα εκ των κομμάτων του Μνημονιακού Τόξου για τα κυβερνητικά τους προγράμματα, όσο δεν βλέπουμε να παρεμβαίνει δυναμικά στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, πάει να πει, πως το Μνημονιακό Καθεστώς καλά κρατεί με ό,τι αυτό σημαίνει και πως εκείνες οι Δυνάμεις (κυρίως το Βερολίνο) που το επέβαλαν δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν πως θα ξεφύγουμε από τα σιδηρά Μνημονιακά Δεσμά. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν προγραμματικά κάποιες υποσχέσεις ξεφεύγουν από τα δεσμά αυτά, όταν θα έρθει η ώρα της υλοποίησης γνωρίζουν πολύ καλά οι Επικυρίαρχοι, πώς να αποτρέψουν τις άνω υποσχέσεις.
*
Όμως, παρά τα ανωτέρω, υπάρχει πάντα το ενδιαφέρον ποιο εκ των κομμάτων Εξουσίας του Μνημονιακού Τόξου, θα είναι ο νικητής των επομένων επαναληπτικών εκλογών. Έστω και αν παραπάνω δεχτήκαμε πως ό,τι θα διαχειριστεί, το οποιοδήποτε κόμμα του Μνημονιακού Τόξου εκλεγεί, δεν θα είναι παρά τα μνημονιακά ερείπια που δημιουργήθηκαν την προηγούμενη δεκαετία, εν τούτοις, για έναν λαό που ζει μέσα και πάνω στα ερείπια αυτά, κι αυτό πλέον έχει κάποια σημασία στα πλαίσια της Κανονικοποιημένης Μνημονιακής Αθλιότητας.
Ασφαλώς, η δραματική συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ, ως μέγεθος, εξέπληξε τους πάντες, ή έστω, τους περισσότερους. Ουδείς ανέμενε πως είκοσι ποσοστιαίες μονάδες θα χώριζε τον νικητή των εκλογών από τον δεύτερο. Η διαφορά είναι χαοτική. Το μέγεθος της διαφοράς, εξέπληξε ακόμη και την Νέα Δημοκρατία. Ανέμενε πως θα ήταν ο νικητής αυτής της πρώτης φάσης της εκλογικής αναμέτρησης, όχι όμως με τέτοια διαφορά.
Εδώ, όμως, βρισκόμαστε ενώπιον ενός άλλου προβλήματος, που μάλλον δεν υπήρχε πριν το εκλογικό αποτέλεσμα, και που προέκυψε ακριβώς συνεπεία αυτού.
Το πρώτο κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, φαίνεται να ανησυχεί, και δικαίως, μήπως αυτή η χαοτική διαφορά, τρομάξει και τους ίδιους τους ψηφοφόρους της, μη τυχόν και μια αυριανή αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πολύ μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που θα συνοδεύεται ταυτόχρονα από μια πολύ αδύναμη αντιπολίτευση, θα στρώσει τον δρόμο προς την αυταρχικότητα και την έπαρση. Το να ζεις πάνω σε ερείπια και να έχεις και μια αυταρχική κυβέρνηση, αυτό πάει πολύ, ακόμα και σε όσους παθητικά αποδέχονται τη μοίρα τους.
Εκτιμώ λοιπόν, ότι το εκλογικό σώμα, κι αυτό ξαφνιάστηκε με τις ίδιες του τις επιλογές. Ήθελε τη Νέα Δημοκρατία στη κυβέρνηση με αυτοδυναμία, αυτό προκύπτει μάλλον αβίαστα ως συμπέρασμα, δεν την θέλει όμως παντοδύναμη. Ισχυρή ναι, παντοδύναμη όχι, όσο κι αν αυτή η χαοτική διαφορά, δεν προεκλήθη πρωτίστως από την αύξηση της εκλογικής δύναμης της Νέας Δημοκρατίας, σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές (του 2019), όσο από την τεράστια απώλεια που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ στο εκλογικό σώμα.
Όλα τα ενδεχόμενα για την δεύτερη εκλογική αναμέτρησης της 25ης Ιουνίου, είναι ανοικτά ως προς τις πιθανές εκβάσεις. Η Νέα Δημοκρατία, που εδώ μας ενδιαφέρει, δεν έχει εξασφαλίσει επ’ ουδενί την πολυπόθητη αυτοδυναμία της, διότι τούτο εξαρτάται από ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως π.χ., αν θα εισέλθουν και άλλα μικρότερα κόμματα στη Βουλή, το ποσοστό της αποχής, κ.λπ.
Υπό μια έννοια, η Νέα Δημοκρατία θα προτιμούσε ίσως να είχε αναδειχθεί μια αρκετά ισχυρότερη αντιπολίτευση κατά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, ώστε να μην δημιουργείται στο εκλογικό σώμα η αίσθηση πως η χώρα οδηγείται σε μια διακυβέρνηση που θα πολιτεύεται εν ου παικτοίς.
Η προοπτική συνεπώς μια «διορθωτικής ψήφου» στις επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές της 25ηςΙουνίου, όχι μόνο δεν πρέπει να αποκλεισθεί αλλά αντίθετα, την θεωρώ αρκετά πιθανή. Η «διορθωτική» αυτή ψήφος, εφόσον οι εκτιμήσεις μου δεν διαψευστούν από τα πράγματα, δεν αναμένω να είναι μεγάλη σε ό,τι αφορά το πρώτο κόμμα (Νέα Δημοκρατία), όμως, ακόμα και μια οριακή «διόρθωση» προς τα κάτω, με μια όμως ταυτόχρονη άνοδο της δύναμης των άλλων κομμάτων, και ιδίως με την είσοδο και έκτου κόμματος (πόσο μάλλον περισσότερων) στη Βουλή που θα προκύψει στον δεύτερο γύρο των εκλογών, θα έχει σαν αποτέλεσμα είτε την ανάδειξη μιας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας με μια «λογική πλειοψηφία», είτε και την οριακή αδυναμία συγκρότησης αυτοδύναμης κυβέρνησης, οπότε και αναγκαστικά θα οδηγηθούμε σε κυβέρνηση ανεξαρτησίας.
Τώρα : υπάρχει πιθανότητα η Νέα Δημοκρατία να αυξήσει κι άλλο την εκλογική της δύναμη;
Προσωπικά, σε τούτη τη χώρα, εδώ και πολύ καιρό, έχω πάψει να εκπλήσσομαι για πολλά πράγματα. Επομένως η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι πως όχι, όλα είναι δυνατά σε μια εποχή όπου ουκ ολίγοι «πολίτες» «αποφασίζουν» για τα μείζονα ζητήματα της πατρίδας τους, της χώρας τους, λίγες ώρες πριν την κάλπη, αν όχι και λίγα λεπτά ή και δευτερόλεπτα κυριολεκτικά «πάνω στην κάλπη».
Εκλογές ρουλέτα : όπου καθίσει ο τροχός…
Όταν όμως το μέλλον της πατρίδας και της χώρας, παίζεται με τέτοιους όρους, τότε, ίσως και να έχουν κάποιο δίκαιο όσοι κατηγορούν τον ελληνικό λαό πως δεν μπορεί αν διαμαρτύρεται, διότι έχει ό,τι ακριβώς του αρμόζει, και του αρμόζει ό,τι επιλέγει.
Παραπάνω σημειώσαμε πως ο λαός εδώ και πολλές δεκαετίες, ψηφίζει με γνώμονα το ποιος είναι λιγότερο πολιτικά κακός από τον άλλος, λιγότερο ανίκανος, λιγότερο πολιτικά διαφθαρμένος και ότι οι ελπίδες του λαού, είναι μινιμαλιστικές.
Ναι, ίσως αυτό να δικαιολογείται, και δικαιολογείται, για κάποιο χρονικό διάστημα, όσο ο λαός προσπαθεί να ισορροπήσει στη νέα κατάσταση των πραγμάτων. Όμως, έστω και ευρισκόμενος πάνω σε ερείπια, κάποια στιγμή, θα πρέπει να στοχαστεί αν αυτό επιθυμεί να είναι το μέλλον του, και αν πια το να πάψει να αναζητά νέες πολιτικές εναλλακτικές, θεωρείται ότι θα τον οδηγήσει νέες επώδυνες περιπέτειες.
Το πένθος στα δεινά και η ανοχή στην Αθλιότητα, έχουν αρχή αλλά έχουν και τέλος. Πρέπει να έχουν και τέλος. Αρκετές δεκαετίες ακούμε για τον Παλαιοκομματισμό. Ακούμε συνεχώς για κάποιο «μέλλον» που ανάλογα με το ποιος το επικαλείται ιχνογραφείται και διαφορετικά. Όμως, ιδού : ο Παλαιοκομματισμός πάντα παρών, το «μέλλον» πάντα ένα ομιχλώδες ζητούμενο.
Είναι αλήθεια, πως εδώ και λίγες δεκαετίες, δεν έχουμε πια και ηγέτες «κύρους». Έχουμε ασφαλώς «αρχηγούς» πολιτικών κομμάτων, «πρωθυπουργούς», «υπουργούς», όμως, όλα αυτά είναι απλοί διοικητικοί τίτλοι κρατικών αξιωματούχων και σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως όποιος του κατέχει είναι και άνευ ετέρου και «ηγέτης».
Δεν προτίθεμαι στο παρόν άρθρο να επεκταθώ στα ζητήματα που μόλις παραπάνω έθεσα. Το έχω πράξει σε άλλα άρθρα μου στο παρελθόν, θα το πράξω και σε επόμενα. Ότι έχει σημασία εδώ, είναι να σημειώσουμε, πως κανένα «μέλλον» δεν κατακτήθηκε από κανένα έθνος, καμία χώρα κατά τρόπο ανώδυνο.
Ανώδυνος τοκετός στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν υπάρχει.