Ο αγαπημένος «μπαμπάς» της εθνικής μας κινηματογραφίας κατόρθωσε το απίστευτο: να πάρει μέρος σε 195 ταινίες μεταξύ 1948-1973, δρέποντας δάφνες ως ρέκορντμαν της λεγόμενης Χρυσής Εποχής του ελληνικού πανιού!
Κανείς δεν τον ξεπέρασε ποτέ σε απόλυτο αριθμό κινηματογραφικών συμμετοχών (έστω κι αν τον ακολουθούν κατά πόδας οι Νάσος Κεδράκας και Γιώργος Βελέντζας), καθώς στα χρόνια της δράσης του ήταν ο απόλυτος βασιλιάς του ελληνικού σινεμά, παρά τους δεύτερους ρόλους που ενσάρκωσε μονίμως.
Ήταν ωστόσο τόσο πειστικός και εκφραστικός ως πατέρας και παπάς που οι παραγωγές καθυστερούσαν τα γυρίσματα για να τον εντάξουν στο καστ τους, καθώς ταινία χωρίς τον Διανέλλο δεν γινόταν. Ο Λαυρέντης ενσάρκωσε πράγματι τους περισσότερους ρόλους μπαμπάδων και παπάδων από κάθε άλλο συνάδελφό του!
Και πώς να γίνει εξάλλου διαφορετικά, αφού το άκρως εκφραστικό πρόσωπό του καθρέφτιζε τα βάσανα, τις πίκρες αλλά και τις χαρές και την αισιοδοξία του πατέρα της εποχής, δημιουργώντας έναν ηθογραφικό υποκριτικό τύπο που έμελλε να τον ακολουθεί κατά πόδας.
Γεννημένος στον Άγιο Λαυρέντιο Μαγνησίας, ο Διανέλλος ήθελε να γίνει σιδηροδρομικός, καθώς αυτό ήταν το μεγάλο όνειρό του στη ζωή, πριν τον κλέψει τουλάχιστον ο Κουν και τον μετατρέψει σε ένα ικανότατο πολυεργαλείο του Θεάτρου Τέχνης του με πλούσιο υποκριτικό ταμπεραμέντο που θα αποκαλυπτόταν τόσο στο πανί όσο και το σανίδι, το οποίο υπηρέτησε πιστά με τη γνώριμη απλότητά του για πάμπολλες δεκαετίες.
Οι λαϊκές μας μνήμες ανακαλούν τον αγαπημένο ηθοποιό δίπλα στις μεγάλες πρωταγωνίστριες του ελληνικού κινηματογράφου να λειτουργεί ως στοργικός πατέρας της Βουγιουκλάκη («Μανταλένα», «Το πιο λαμπρό αστέρι» κ.ά.) κ.λπ., σε μια καριέρα που απλώθηκε σε 25 χρόνια αξιομνημόνευτων ρόλων. Όσο για τη σύζυγό του, Φρόσω Κοκκόλα, επίσης θεατρίνα και τραγουδίστρια δημοτικών, πέρασε στο πλάι της όλη του τη ζωή.
Ο Διανέλλος ήταν ένας χαρισματικός καλλιτέχνης του θεάτρου και του κινηματογράφου πλασμένος με τη στόφα του μεγάλου ηθοποιού του καιρού, αφού η εκφραστικότητα και η φυσικότητά του ήταν παροιμιώδεις. Ήταν όμως και η απροσχημάτιστη απλότητά του τόσο ως άνθρωπος όσο και ως καλλιτέχνης που έκανε το κοινό να τον θεωρεί δικό του άνθρωπο και να υποθέτει -λανθασμένα- ότι ήταν αυτοδίδακτος!
Ο πατέρας, ο παπάς και ο φτωχός μεροκαματιάρης του ελληνικού σινεμά ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε απλώς να βλέπει τα τρένα να περνούν, αφού αν δεν τον έκλεβε η τέχνη θα γινόταν σίγουρα μηχανοδηγός (ή έστω σταθμάρχης!)…
Πρώτα χρόνια
Ο Λαυρέντης Διανέλλος γεννιέται το 1911 στον Άγιο Λαυρέντιο Βόλου, απ’ όπου πήρε και το βαφτιστικό του, κάνοντας από μικρός όνειρα να γίνει σιδηροδρομικός και μάλιστα μηχανοδηγός. Όπως έλεγε όντας πια καθιερωμένος ηθοποιός, τον συγκινούσαν αφάνταστα τα τρένα και είχε πόθο διακαή να οδηγήσει κάποια στιγμή μια αμαξοστοιχία. Ως παιδί σύχναζε λοιπόν στον σιδηροδρομικό σταθμό και χάζευε τους συρμούς, αν και σιδηροδρομικός τελικά δεν θα γινόταν, καθώς η μοίρα είχε άλλα στο νου της γι’ αυτόν.
Τελειώνοντας το σχολείο και ασχολούμενος για λίγο με δουλειές του ποδαριού, θα κατεβεί τελικά στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του 1930 αναζητώντας την τύχη του. Κανείς δεν ξέρει τι τον οδήγησε ως την εξώπορτα του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, ο Διανέλλος έγινε όμως ένας από τους πρώτους μαθητές του μεγάλου μας θεατράνθρωπου όταν ξεκινούσε την περιπέτειά του με την περίφημη κατόπιν σχολή του.
Στο υπόγειο του Κουν δεν θα βρει μόνο την καλλιτεχνική του φύση, αλλά και τον έρωτα της ζωής του, μια κοπέλα που μαθήτευε δίπλα στον Κουν: ο έρωτας με την ηθοποιό και μεγάλη ερμηνεύτρια του δημοτικού μας τραγουδιού Φρόσω Κοκκόλα (1912-1999) είναι κεραυνοβόλος. Το ζευγάρι θα παντρευτεί λίγο αργότερα, θα αποκτήσει μια κόρη και θα περάσει μαζί όλη του τη ζωή, καθώς μόνο ο θάνατος (του Λαυρέντη) μπορούσε να τους χωρίσει…
Θεατρική και κινηματογραφική καριέρα
Λαυρέντης και Φρόσω είναι λοιπόν από τους πρώτους μαθητές και συνεργάτες κατόπιν του Κουν και μαζί θα παίξουν στον αριστοφανικό «Πλούτο» το 1936, κάνοντας αμφότεροι το θεατρικό τους ντεμπούτο. Ο Λαυρέντης καθιερώνεται σχετικά νωρίς στη συνείδηση του αθηναϊκού θεατρόφιλου κοινού αλλά και στις καρδιές των συναδέλφων του, καθώς είναι άνθρωπος απλός, καλός επαγγελματίας και δεν δημιουργεί ποτέ πρόβλημα στις παραγωγές. Αντιθέτως, είναι αγαπητός απ’ όλους και δάσκαλος για τη νέα γενιά.
Η θεατρική του καριέρα θα τον φέρει δίπλα στα μεγαλύτερα αστέρια της εποχής, μέχρι να γίνει κι αυτός αναπόσπαστο μέλος του νεοελληνικού θεάτρου και να βρει το όνομά του μια θέση στη μαρκίζα. Την περίοδο 1936-1940 θα παίξει με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, το 1947 θα συνεργαστεί για μια οχταετία με τη θεατρική εταιρία του μοναδικού Βασίλη Λογοθετίδη και από το 1954 θα ξεκινήσει τη μόνιμη συνεργασία του με τον μάγκα του ελληνικού σινεμά Μίμη Φωτόπουλο, τους οποίους επίσης θα χώριζε μόνο ο θάνατος του Διανέλλου το 1978, έπειτα από δύο δεκαετίες κοινής και ανεπανάληπτης επιτυχίας.
Στα 40 και πλέον χρόνια της σπουδαίας θεατρικής του καριέρας θα συνεργαστεί με όλους τους μεγάλους και θα παίξει πρακτικά τα πάντα, από κλασικό θέατρο μέχρι επιθεώρηση και νεοελληνική φαρσοκωμωδία, καθώς ήταν ένας ηθοποιός ευρύτατης γκάμας. Το κοινό παραμιλούσε για τους ρόλους του σε μια σειρά από παραστάσεις, από τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου και τον «Δον Καμίλο» του Πατατζή μέχρι και τα κλασικά «Όπως αγαπάτε» του Σαίξπηρ και τον «Καλό Στρατιώτη Σβέικ» του Χάσεκ…
Αν και για το σινεμά θα έπρεπε να περιμένει 12 χρόνια μετά το θεατρικό του ντεμπούτο για να παίξει, όταν όμως το κάνει, το κάνει με μια δημιουργική λύσσα που όμοιό της δεν έχει κυριολεκτικά! Ο Διανέλλος εμφανίζεται για πρώτη φορά στο φιλμ «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» του 1948, αν και η πραγματική κινηματογραφική του καριέρα ξεκινά το 1955, όταν δεν θα εγκατέλειπε ποτέ πια τα κινηματογραφικά πλατό!
Μεγάλος τυπίστας και πάντα δευτερορολίστας, ο Διανέλλος θα παίξει σε 195 ταινίες μέχρι το 1975, αφήνοντας μεγάλη παρακαταθήκη σε ρόλους πατέρα, διάκου και φουκαριάρη βιοπαλαιστή. Συμπαθέστατος εντός οθόνης, ο Διανέλλος καθιερώνεται στο σινεμά παίζοντας με την ίδια άνεση δράμα, κωμωδία, ακόμα και μιούζικαλ, μετατρέποντας συχνά τους δεύτερους ρόλους του στο πιο αξιόλογο μέρος της ταινίας.
Αξέχαστες και κλασικές παραμένουν οι ερμηνείες του στα φιλμ «Ο Φανούρης και το σόι του» (1957), «Μανταλένα» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Θόδωρος και το Δίκαννο» (1962), «Το πιο λαμπρό αστέρι» (1967), «Η Αλίκη Δικτάτωρ» (1972) και αμέτρητες κυριολεκτικά ακόμα.
Για την ερμηνεία του στην πολεμική ταινία του Παπακωνσταντή «Ολοκαύτωμα» (1971), ο Διανέλλος απέσπασε το βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, επισφραγίζοντας μια ζηλευτή καριέρα επιτυχίας αλλά και αντίστοιχου ήθους. Τελευταία του ταινία, το «Στα δίχτυα του Τρόμου» του Σερντάρη το 1975.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Διανέλλος άρχισε να κοσμεί και τη μικρή οθόνη, παίρνοντας μέρος σε τέσσερις σειρές της ΕΙΡΤ: «Το κορίτσι της Κυριακής» (1972), «Εικοσιτετράωρο ενός παλιατζή» (1972), «Στα δίχτυα του τρόμου» (1973) και «Αληθινές Ιστορίες» (1974).
Τελευταία χρόνια
Από το 1975 άρχισε να αποσύρεται σιγά σιγά από την ενεργό δράση, αν και δεν θα προλάβαινε δυστυχώς να ξεκουραστεί, καθώς χτυπήθηκε από την παλιοαρρώστια το 1977. Έχοντα συνεχώς δίπλα του τη γυναίκα του Φρόσω, ο Διανέλλος το πάλεψε όσο μπορούσε και πήγε μάλιστα για θεραπεία ακόμα και στις ΗΠΑ, όπου θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Σιάτλ στις 16 Σεπτεμβρίου 1978, νικημένος από τον καρκίνο
Ο Λαυρέντης Διανέλλος έζησε και έφυγε σεμνά και αθόρυβα, ως γνήσιος καλλιτέχνης και ακόμα γνησιότερος άνθρωπος. Τρένο μπορεί να μην οδήγησε ποτέ, το νοσοκομείο πάντως του Σιάτλ ήταν δίπλα από τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, κι έτσι μπόρεσε να δει για τελευταία φορά τα αγαπημένα του τρένα να περνούν σφυρίζοντας.
Η σύζυγός του έφερε κοντά της στο κοιμητήριο της Ραφήνας τον «Λαυρεντάκο» της, εκφράζοντας με λυγμούς την μάταιη ελπίδα της ότι «θα ’θελα να περνάγαμε τα στερνά μας χρόνια μαζί». Ο αθηναϊκός Τύπος δεν παρέλειψε να σχολιάσει με πικρία το γεγονός ότι στην κηδεία του δεν παρευρέθηκαν παρά ελάχιστοι συνάδελφοι του μεγάλου αυτού δασκάλου.