Δημοσκοπήσεις: Δέκα κρυμμένες αλήθειες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι δημοσκοπήσεις είναι το μόνο προεκλογικό επιχείρημα το Κυριάκου Μητσοτάκη για να συνεχίζει την προεκλογική καμπάνια του.

ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΔΕΘ ΔΕΘΑΓΙΝΟΥΝΠΟΤΕ #ΔΕΘαγίνουνποτέ ΩΡΑ
ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΔΕΘ ΔΕΘΑΓΙΝΟΥΝΠΟΤΕ #ΔΕΘαγίνουνποτέ ΩΡΑ

Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα αναφέρουν τις τελευταίες μέρες οι δημοσκόποι -και παπαγαλίζει ο φιλοκυβερνητικός Τύπος- οι εκλογές της 21ης Μαΐου έχουν κριθεί: πρώτη η ΝΔ κοντά το 35% , ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με λιγότερο από 30%, μετά το ΠΑΣΟΚ με κάτω από 10% και το ΚΚΕ με περίπου 5%.

Θα μπορούσε να είναι έτσι, αν η πραγματικότητα της πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων αποφάσιζε να υποταχθεί τα «ευρήματα» που διαμορφώνουν τα «δείγματα» των – πολυάριθμων, για τα ελληνικά δεδομένα-εταιριών που διενεργούν μετρήσεις. Αλλά η πραγματικότητα, όπως, ξέρουμε από την Ιστορία, είναι ξεροκέφαλη.

Οι δημοσκοπήσεις είναι το μόνο προεκλογικό επιχείρημα το Κυριάκου Μητσοτάκη για να συνεχίζει την προεκλογική καμπάνια του- φτάνοντας στο σημείο να τρολάρει τον εαυτό του: «δεν σας έχω πει ποτέ ψέματα», «πάω για αυτοδυναμία από την πρώτη Κυριακή».

Αλλά οι εκλογές γίνονται με ψήφους που καθορίζονται από την πολιτική και την επίδρασή της στη ζωή των ανθρώπων. Υπάρχουν κάποιες αλήθειες που επιμελώς κρύβονται από τη συντονισμένη επιχείρηση του παρηκμασμένου Γκρίνμπεργκ να δημιουργήσει κλίμα αυτοεκπληρούμενης προφητείας, δια των δημοσκοπήσεων. Οι περισσότερες υπογράφονται από επιχειρήσεις που κάνουν δουλειές με το κράτος -δηλαδή με την κυβέρνηση.

Πρώτο: η αλλοίωση των «ευρημάτων». Καμιά δημοσκόπηση δεν δίνει στη ΝΔ τα ποσοστά που προβάλλονται. Όλες την καταγράφουν κάτω από 30% , με τα υπόλοιπα κόμματα να ακολουθούν με μικρότερες καταγραφές: Τα αναφερόμενα ποσοστά-που δείχνουν σχεδόν άφθαρτη τη χειρότερη κυβέρνηση από τη Μεταπολίτευση -προκύπτουν από «αναγωγές», «εκτίμηση ψήφου» και άλλες αλχημικές διαμορφώσεις. Μόνο που αυτά δεν είναι δημοσκόπηση: είναι η γνώμη του δημοσκόπου– όσο και αν την υπερασπίζεται «επιστημονικά».

Δεύτερο: η άρνηση συμμετοχής των πολιτών. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις – αυτό είναι διεθνές φαινόμενο, αλλά στην Ελλάδα εμφανίζεται οξυμένο- οι απόπειρες των δημοσκόπων να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια – έχει αποτυχία κοντά στο 50%. Δηλαδή ένας στους δυο αρνείται να απαντήσει.
Αν τα «ευρήματα» όπως τα παρουσιάζουν προέρχονται από τον… μισό πληθυσμό. Και σ αυτόν υπάρχει ένα ποσοστό που οι ίδιοι δημοσκόποι παραδέχονται ότι τους παραπλάνα, για διάφορους λόγους

Τρίτο: ο …μαζοχισμός της «πρόθεσης ψήφου». Υπάρχει τερατώδης αντίφαση ανάμεσα στην προοπτική της «πολιτικής σταθερότητας υπό τη ΝΔ» που δίνουν τα ευρήματα πρόθεσης ψήφους και στα λεγόμενα «ποιοτικά στοιχεία» στην ίδια δημοσκόπηση. Σε όλες δείχνουν την απογοήτευση των πολιτών, από την κατάσταση στη χώρα και την κυβερνητική πολιτική-με μεγάλα ποσοστά μάλιστα. Ότι εμφανίζονται πρόθυμοι να ψηφίσουν τον Μητσοτάκη είναι σαν να τους αποδίδονται διαθέσεις μαζοχισμού.

Πως είναι δυνατόν η κακή διακυβέρνηση να παράγει συλλογική διάθεση … συνέχισης; Πώς νοείται αυτός που έρχεται από το σούπερ μάρκετ και το βενζινάδικο, που έχει παιδί το σχολείο, που μπαίνει σε νοσοκομείο, που έχε μικρομεσαία επιχείρηση και πάει για κλείσιμο, να καταγγέλλει την κατάσταση που αντιμετωπίζει, αλλά να ψηφίζει τον υπαίτιο;

Τέταρτο: το πολιτικό παράδοξο. Αν αθροίσουμε τα ποσοστά που προβλέπουν τελικά οι δημοσκόποι για τα τέσσερα «μόνιμα» κόμματα των εκλογών, το ποσοστό υπερβαίνει το 80%. Αν αυτά τα κόμματα βρουν στις κάλπες τους τους οκτώ από τους δέκα ψηφοφόρους, τι μένει για το Βελόπουλο, τον Βαρουφάκη, το κόμμα που θα υποδείξει ο Κασιδιάρης, και τα ποσοστά που κατανέμονται σε κόμματα που πρακτικά δεν υπάρχουν, αλλά εμφανίζονται σχεδόν μια ανάσα από τη Βουλή; Δεν συνιστά πολιτικό παράδοξο από τη μια να προκύπτει , από τις ίδιες τις δημοσκοπήσεις, κρίσης εμπιστοσύνης στην πολιτική και από την άλλη να διαμορφώνονται όροι πολιτικής αταραξίας;

Πέμπτο: το στατιστικό παράδοξο: Σε όλες τις δημοσκοπήσεις η «κανονική» μέτρηση καταγράφει «αναποφάσιστους» -και προστιθέμενους να ψηφίσουν «άλλο κόμμα», που δεν αναφέρεται -σε ποσοστό μεταξύ 15-20%. Πόση αξιοπιστία – ώστε να προβάλλεται με βεβαιότητα πρόβλεψης- έχει η επεξεργασία που κάνουν οι δημοσκόποι όταν κατανέμουν αυτά τα ποσοστά κυρίως στα μεγάλα κόμματα; Από πού προκύπτει στατιστικά ότι η κατανομή των αναποφάσιστων ακολουθεί την σειρά προτίμησης όσων δηλώνουν τι θα ψηφίσουν;

Έκτο: το κλίμα στην κοινωνία. Οι δημοσκοπήσεις με συνήθη δείγματά 800΄- 1300 ατόμων, όπως τα διαμορφώνουν και τα προσεγγίζουν οι δημοσκόποι, – κάνοντας τον έλεγχο αξιοπιστίας …μόνοι τους- και όπως τα σταθμίσουν και τα παρουσιάζουν– επίσης μόνοι τους-φιλοδοξούν να εμφανιστούν, ως πρόβλεψη των εκλογικών διαθέσεων 8,3 εκατομμυρίων ψηφοφόρων.

Πως μπορούν να προεξοφλήσουν τη βούλησή τους με τον τρόπο που ανακοινώνουν οι εταιρίες, όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην κοινωνία – όπως φάνηκε μόλις άνοιξε το καπάκι λόγω Τεμπών- δείχνει αποστροφή στην κυβερνητική πολιτική; Όταν τον Μητσοτάκη δεν θέλουν να τον βλέπουν ούτε στη τηλεόραση;

Έβδομο: ο αστάθμητος παράγοντας την αποχής. Η κρίση αντιπροσώπευσης της πολιτικής διαμορφώνει εμφανώς δυο ρεύματα ψηφοφόρων. Ένα είναι όσοι φέρονται αποφασισμένοι να μην ψηφίσουν και δεύτερο όσοι έχουν ήδη αποφασίσει ότι θα …αποφασίσουν πάνω από την κάλπη ανάμεσα σε 2-3 επιλογές. Πώς μπορεί μια δημοσκοπική πρόβλεψη να διαπεράσει αυτά τα εμπόδια και να διαμορφώσει εκλογικά ποσοστά, όταν αυτές οι δυο κατηγορίες είναι εντελώς απρόβλεπτες- και υπόκεινται στους επηρεασμούς της τελευταίας στιγμής; Επιστημονική έρευνα ή μαντεία κάνουν οι δημοσκόποι;

Όγδοο: το προνόμιο της αντιπολίτευσης. Κοροϊδεύει την κοινωνία όποιος ισχυρίζεται ότι οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση από την ίδια σκοπιά και με τα ίδια κριτήρια.

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση προσέρχεται στις κλάπες με τις επιβαρύνσεις από τις πράξεις και τις παραλείψεις της. Αντίθετα, η αντιπολίτευση με την ευχέρεια των λόγων της και δεν τη βαρύνει η ευθύνη για την σημερινή κατάσταση ων πολιτικών. Πρόβλημα αξιοπιστίας έχει η κυβέρνηση, ακριβώς γιατί είναι …κυβέρνηση. Προνόμιο έχει η αντιπολίτευση που εκπροσωπεί την αλλαγή και όχι η κυβέρνηση που είναι η στασιμότητα.

Σε όλες τις περιπτώσεις στη συνείδηση του ψηφοφόρου η σημερινή κατάσταση στη χώρα συγκρίνεται με το μέλλον όχι με το παρελθόν. Μόνο οι κομματικά πορωμένοι μπορούν να κρίνουν ανάμεσα στην κυβέρνηση που απέρχεται σήμερα και σ αυτή που απήλθε το … απελθόντα το 2019! Και μόνο σε ηλιθίους απευθύνεται ο ισχυρισμός ότι ο Μητσοτάκης δεν κρίνεται για το 2023, αλλά ο Τσίπρας κρίνεται για το …2015! Ειδικά από τους νέους που ψηφίζουν για πρώτη φορά.

Ένατο: η ενδοπαραταξιακή παράμετρος. Ιστορικά ο πολιτικός παραταξιακός διαχωρισμός της κοινωνίας δίνει αριθμητικό πλεονέκτημα στη Δημοκρατική Παράταξη έναντι της Δεξιάς –πλην των εκλογών του 1974. Τα κεντρικά κόμματα των δυο Παρατάξεων, έχουν εσωτερικούς ανταγωνιστές και η επικράτησή τους, ώστε να κυβερνήσουν, κρίνεται από τη απορρόφηση μέρους της βάσης τους. Από αυτή την άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περισσότερες εφεδρείες από τη ΝΔ.

Συνήθως απορροφά εύκολα την παραταξιακή βάση το κόμμα που βρίσκεται στην αντιπολίτευση, ακριβώς για να γίνει κυβέρνηση. Αρκεί να παρατηρήσουμε τις παραταξιακές συμπεριφορές στις εκλογές του 2015 και του 2019 όταν αντιστοίχως ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης απορρόφησαν την ευρύτερη συντηρητική δυναμική.

Προφανώς, το ίδιο θα συμβεί τώρα με τον Τσίπρα και την ευρύτερη Δημοκρατική παράταξη, στην οποία είναι κυρίαρχος σταθερά από το 2012.Αντίθετα ο Μητσοτάκης χάνει προς όμορους σχηματισμούς και κυρίως προς την ακροδεξιά, που τον ψήφισε το 2019, για γνωστούς λόγους.

Στην περίπτωση του απερχόμενου Πρωθυπουργού υπάρχει και ένα άλλο εμφανές στοιχείο: υπάρχουν φυγόκεντρες τάσεις στην παραδοσιακή βάση της ΝΔ. Για τους λόγους που υπήρχαν στο ΠΑΣΟΚ επί Σημίτη- και Γ. Παπανδρέου αργότερα- αλλά και για έναν επιπλέον: πολλοί Νεοδημοκράτες-ειδικά μετά την αποχώρηση Καραμανλή και τις αποστάσεις Σαμαρά- δεν δείχνουν διάθεση να του παραδώσουν το κόμμα ,για να το ιδιοποιηθεί οικογενειακά στη συνέχεια. Από μια άποψη από αυτούς θα το βρει

Δέκατο: οι πραγματικοί ψηφοφόροι. Οι δημοσκοπήσεις έχουν ήδη …διαψευσθεί. Πριν από 1-2 χρόνια, όταν ο Μητσοτάκης δεν είχε όλες τις επιβαρύνσεις που έχει σήμερα, έβρισκαν …διψήφια διαφορά μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά τα Τέμπη μειώθηκαν στις 3-4 μονάδες τώρα ανεβαίνουν στις 6-7.

Φούρνος του Χότζα είναι οι ψηφοφόροι για να μετακινούνται από τον ένα μήνα στον άλλον και μάλιστα στην αντίθεση κατεύθυνση από αυτήν που δείχνει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα; Κατά την οποία γυρίζουν, με οργή, την πλάτη στον Μητσοτάκη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα κατευθύνονται στον Τσίπρα. Με τον κληρονόμο που έχει βουνό ανομίες στην πλάτη του πάντως τέλειωσαν.

Οι πραγματικοί ψηφοφόροι στο σύνολό τους, είναι μέγεθος μεγαλύτερο από το τηλεοπτικό κοινό. Αυτοί στην κάλπη, δεν κρίνουν με βάση το ερωτηματολόγιο του δημοσκόπου και τις σκοπιμότητές των διατυπώσεών του.

Αποφασίζουν με οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά παραδοσιακά, ακόμη και αισθητικά κριτήρια. Και πάντα με κοινό παρονομαστή τη ζωή τους- που έγινε πιο δύσκολη επί Μητσοτάκη. Με ποια λογική θα ρίξουν την ευθύνη στον Τσίπρα και θα απαλλάξουν τον Μητσοτάκη, όχι μόνο για την πολιτική του που στερεί δικαιώματα και αποδυναμώνει εισοδήματα, αλλά και για τις ηθικές και θεσμικές εκτροπές του;

Μόνο αναίσθητοι κοινωνικά, νομίζουν ότι τα σκάνδαλα, οι υποκλοπές, η αλαζονεία, η φαυλότητα και η οικογενειοκρατία δεν επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά. Και σ αυτό το πεδίο ο Μητσοτάκης, και μόνο επειδή είναι υπεύθυνος για τη διαφθορά και την κλεπτοκρατία… υπολείπεται του βασικού αντιπάλου του. Αυτό καμιά δημοσκόπηση δεν το μέτρησε.

Αν, όπως λένε κάποιοι, το κριτήριο των ψηφοφόρων το 2023, είναι το …Δημοψήφισμα του 2015, ο Μητσοτάκης είναι χαμένος από χέρι: τότε είχαν μαυρίζει τη ΝΔ. Α, για να μη το ξεχάσουμε: και τους δημοσκόπους.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ