9 Μαΐου, 1956. Χιλιάδες Αθηναίοι συγκεντρώθηκαν στο συλλαλητήριο στην πλατεία Ομονοίας.
Διαδήλωναν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και υπέρ των ηρώων του ΕΟΚΑ, Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου που θα εκτελούνταν την επόμενη ημέρα, στις 10 Μαΐου 1956, από τη βρετανική κυβέρνηση.
Ανάμεσα στα πλακάτ που κρατούσαν οι διαδηλωτές, ξεχώριζαν τα αντιβρετανικά συνθήματα: “Γκάνκστερ Χάρτινγκ, θα πεθάνεις”, “Κύπρος- ‘Ενωσις”, “Αμερικανοί, είναι η τελευταία σας ευκαιρία”, “Ο ΟΗΕ είναι το τελευταίο ειρηνικό μας όπλο”, “Όλοι Έλληνες είμεθα ΕΟΚΑ”.
Ήταν μια περίοδος ιδιαίτερα τεταμένη για τις δύο χώρες. Η ΕΟΚΑ αγωνιζόταν για την απελευθέρωση της Κύπρου από τους Βρετανούς. Η βρετανική κυβέρνηση, τον Μάρτιο του 1956, έδιωχνε στην εξορία τον ηγέτη της Κύπρου, αρχιεπίσκοπο Μακάριο, στις Σεϋχέλλες, καθώς πίστευε ότι υποκινούσε τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Για να επιταχύνει τη διάλυση της οργάνωσης, η Βρετανία έστειλε στην Κύπρο τον σκληρό κυβερνήτη Τζον Χάρτινγκ, ο οποίος πήρε μια σειρά από απάνθρωπα μέτρα κατά του κυπριακού λαού.
Παράλληλα, αποφασίστηκε η εκτέλεση δια απαγχονισμού των Κύπριων αγωνιστών Καραολή και Δημητρίου. Ολόκληρη η Κύπρος βρισκόταν σε πρωτοφανή αναβρασμό και κινητοποίηση.
Οι κινητοποιήσεις
Τόσο στη Λευκωσία όσο και την Αθήνα πραγματοποιούνταν κινητοποιήσεις και ογκώδεις διαδηλώσεις κατά των Βρετανών.
Στις 9 Μαΐου, χιλιάδες Έλληνες υπό την Πανελλήνια Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου (ΠΕΕΚ) βγήκαν στους δρόμους για να διαδηλώσουν υπέρ των αγωνιστών που θα εκτελούνταν και να φωνάξουν για μια ακόμα φορά το αίτημα τους για Ένωση με την Κύπρο.
Ωστόσο, το ειρηνικό συλλαλητήριο γρήγορα εξελίχτηκε σε πεδίο μάχης που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις διαδηλωτές και ένας αστυνομικός και να τραυματιστούν συνολικά 265 άτομα.
Το αιματοκύλισμα στο κέντρο της Αθήνας
Ο κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στην πλατεία Ομονοίας και φώναζε συνθήματα για την Κύπρο. Κατά τις 4 το μεσημέρι, αφότου τελείωσε η ομιλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δωρόθεου, πρόεδρου της ΠΕΕΚ, χιλιάδες διαδηλωτές κινήθηκαν προς τις οδούς Σταδίου και Πανεπιστημίου με σκοπό να φτάσουν έξω από τη βρετανική πρεσβεία στο Κολωνάκι.
Όταν έφτασαν στην οδό Πεσμαζόγλου συνάντησαν ισχυρή αστυνομική δύναμη. Οι αστυνομικοί είχαν εντολή να εμποδίσουν τους διαδηλωτές να πλησιάσουν τις ξένες πρεσβείες. Στη συμβολή των οδών Σταδίου και Πεσμαζόγλου, οι διαδηλωτές ανακόπηκαν από τους αστυνομικούς και ακολούθησαν ισχυρές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομικών και διαδηλωτών.
Οι διαδηλωτές επιτέθηκαν στους αστυνομικούς με καδρόνια και πλακάτ που κρατούσαν και οι αστυνομικοί τους χτυπούσαν με τα γκλομπ.
Οι εκατέρωθεν επιθέσεις έγιναν ακόμα πιο βίαιες όταν οι διαδηλωτές άρπαξαν τούβλα από τη τράπεζα, που ήταν υπό κατασκευή, στην οδό Πεσμαζόγλου και τα πέταξαν προς τους αστυνομικούς, τραυματίζοντας τον Διευθυντή της Αστυνομίας.
Προς στιγμήν, οι διαδηλωτές κατάφεραν να ξεφύγουν από την αστυνομία και κατευθύνθηκαν στα γραφεία της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών, τα οποία και κατέστρεψαν.
Η απάντηση της αστυνομίας ήταν άμεση, τραυματίζοντας πολλούς διαδηλωτές και πυροβολώντας προς το μέρος τους. Κανείς δεν πίστευε ότι οι σφαίρες ήταν πραγματικές, καθώς οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ήταν πυροβολισμοί εκφοβισμού.
Οι διαδηλωτές φώναζαν “Αίσχος – Αίσχος” προς τους αστυνομικούς και τους πετούσαν ό,τι έβρισκαν στον δρόμο τους.
Όταν ο πρώτος διαδηλωτής έπεσε νεκρός από σφαίρα αστυνομικού επικράτησε πανικός και το πλήθος διαλύθηκε. Οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς ξεχωριστές κατευθύνσεις.
Το κέντρο της Αθήνας θύμιζε πεδίο μάχης καθώς δεκάδες τραυματίες και θύματα κείτονταν στους δρόμους.
Συνολικά, εκείνη την ημέρα, σκοτώθηκαν τρεις διαδηλωτές και ένας αστυνομικός που άφησε την τελευταία του πνοή αργότερα, στο νοσοκομείο.
Έχασαν τη ζωή τους ο 21χρονος Ιωάννης Κωσταντόπουλος, ο 23χρονος Φραγκίσκος Νικολάου, ο 28χρονος Ευάγγελος Γερόντης και ο αστυφύλακας Κώστας Γιαννακούρης.
«Η κυβέρνηση αίματος πρέπει να φύγει αμέσως»
Η επόμενη μέρα βρήκε την Κύπρο να θρηνεί για τον απαγχονισμό των νεαρών αγωνιστών της και τον Τύπο της Ελλάδας να επιτίθεται στην κυβέρνηση επιρρίπτοντας τις ευθύνες για το αιματοκύλισμα της πορείας. Οι περισσότεροι κατηγορούσαν την κυβέρνηση Καραμανλή ότι διέταξε τη χρήση όπλων για να διαλυθεί διαδήλωση.
Η αντιπολίτευση δήλωσε πως “η κυβέρνηση αίματος πρέπει να φύγει αμέσως” και καλούσε τον Καραμανλή σε άμεση παραίτηση.
Με τη σειρά της, η αστυνομία ανέφερε πως οι αστυνομικοί δέχθηκαν πρώτοι πυροβολισμούς από δύο άτομα με πολιτικά ρούχα και στη συνέχεια άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών.
Η κυβέρνηση Καραμανλή έριξε το φταίξιμο στους αναρχικούς, αναφέροντας σε ανακοίνωση:
“Δυστυχώς την πατριωτικήν ταύτην εκδήλωση χιλιάδων λαού ημαύρωσαν αναρχικά στοιχεία. Εφαρμόζοντα την γνωστή εκ του παρελθόντος τακτικήν, με τραγικόν αποτέλεσμα την δημιουργίαν πολλών θυμάτων. Αι προθέσεις των είναι διαφανείς και βεβαιωμέναι. Κατόπιν τοιούτων εκδηλώσεων βίας, η κυβέρνησις δηλοί ότι είναι αποφασισμένη να επιβάλη κυρώσεις κατά των ενόχων και να πατάξη του λοιπού πάσανν αναρχικήν εκδήλωσιν, η οποία υπό το πρόσχημα του πατριωτισμού αποβλέπει ευθέως σε αντεθνικούς σκοπούς”.
Τελικά, η ευθύνη για την τραγική κατάληξη του συλλαλητηρίου για την Κύπρο και το πως οι αστυνομικοί έφτασαν σε σημείο να ανοίξουν πυρ κατά των διαδηλωτών δεν έγινε γνωστή. Το αιματοκύλισμα της 9ης Μαΐου 1956 ήταν άλλη μια μαύρη σελίδα που γράφτηκε στους δρόμους της πρωτεύουσας.