Ο Χάινριχ Λούιτπολντ Χίμλερ (γερμ. Heinrich Luitpold Himmler, Μόναχο, 7 Οκτωβρίου 1900 – Λύνεμπουργκ, 23 Μαΐου 1945) ήταν από τους γνωστότερους Γερμανούς Εθνικοσοσιαλιστές πολιτικούς και από τους πιο σημαντικούς διαμορφωτές της ναζιστικής πολιτικής. Ο Χίμλερ θεωρείται ο ιθύνων νους και ηθικός αυτουργός του Ολοκαυτώματος.
Φωτογραφία: By Bundesarchiv, Bild 183-R99621 / CC-BY-SA 3.0, CC BY-SA 3.0 de, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=5368852
Από την θέση του σαν «Ανώτατος Αρχηγός» (Reichsführer) των Ες – Ες), μέσω των οποίων πραγματοποίησε την εξόντωση των Εβραίων και των άλλων ανεπιθύμητων στο Ράιχ κοινωνικών ομάδων.
Ο Χίμλερ εντάχτηκε στο «Εθνικοσιαλιστικό Κόμμα» το 1923, και στα SS το 1925. Το 1929 διορίζεται «Ανώτατος Αρχηγός» των SS, θέση την οποία διατήρησε μέχρι και το τέλος του πολέμου το 1945. Με την βοήθεια του Ράινχαρντ Χάιντριχ από το 1931 και μετά, οργάνωσε και λειτούργησε τα διαβόητα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης.
Από το 1943 και μετά, αναλαμβάνει «Υπουργός Εσωτερικών» και «Αρχηγός της Γερμανικής Αστυνομίας»,(Chef der Deutschen Polizei) έχοντας υπό τον έλεγχό του όλες τις ένοπλες μονάδες του εσωτερικού και του εξωτερικού συμπεριλαμβανομένης και της Γκεστάπο.
Υπό την καθοδήγηση του Χίτλερ, ίδρυσε και οργάνωσε ακόμα μια παραστρατιωτική ομάδα, τις «Μονάδες Ειδικής Δράσης», γνωστότερα ως «Τάγματα Θανάτου», που ήταν υπεύθυνα για την εφαρμογή της «πολιτικής» της εξόντωσης των ανεπιθύμητων.
Προς το τέλος του πολέμου, ο Χίτλερ του εμπιστεύτηκε την διοίκηση πρώτα του «Αρχηγείου του Άνω Ρήνου» και μετά όταν οι Σοβιετικοί πλησίαζαν στο Βερολίνο, το «Αρχηγείο του Βιστούλα», χωρίς ωστόσο να φέρει εις πέρας τους στόχους που του είχε θέσει ο Χίτλερ.
Βλέποντας την ήττα να πλησιάζει, προσπάθησε να διαπραγματευτεί την παράδοσή του στους Συμμάχους, κάτι όμως που δεν έγινε εφικτό. Όταν τελικά συνελήφθη από τους Βρετανούς, έδωσε τέλος στην ζωή του, τον Μάιο του 1945.
1900 – 1925
Ο Χάινριχ Χίμλερ ήταν δεύτερος γιος του καθηγητή Γιόζεφ Γκέμπχαρντ Χίμλερ και της Άννα Μαρία Χίμλερ, (πατρικό Χάιντερ, Heyder). Η ανατροφή του ήταν αστική, σε ρωμαιοκαθολικό περιβάλλον.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε καριέρα στον γερμανικό στρατό με στόχο να γίνει αξιωματικός, δεν έγινε, όμως, ποτέ. Αναγκάστηκε, με το τέλος του πολέμου, να εγκαταλείψει τον Στρατό δίχως να έχει πολεμήσει στο μέτωπο. Μετά την κατάρρευση της Δημοκρατίας Συμβουλίων του Μονάχου (Münchner Räterepublik), στην οποία συνέβαλε ο ίδιος, ως μέλος του Φράικορπς (δεξιά παραστρατιωτική οργάνωση) «Λάουτερμπαχ» (Freikorps Lauterbach), σπούδασε Γεωπονία στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (Technische Hochschule München)[1]. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ήταν μέλος του φοιτητικού συνδέσμου «Απόλλων», του σημερινού Burschenschaft Franco-Bavaria München.
NSDAP
Μέσω ακροδεξιών νεανικών οργανώσεων (όπως η «Artam e.V.»), στις οποίες ήταν μέλος, ήρθε σε επαφή με το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP), στο οποίο προσχώρησε το 1923. Ως μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος συμμετείχε, στις 9 Νοεμβρίου 1923, στο Πραξικόπημα της μπιραρίας ως σημαιοφόρος των Φράικορπς.
Αρχηγός της SS
Στις 6 Ιανουαρίου 1929 ο Αδόλφος Χίτλερ τον αναγόρευσε αρχηγό της παραστρατιωτικής οργάνωσης Schutzstaffel (SS) («Ες-Ες»). Ο αριθμός μέλους του Χίμλερ στην SS ήταν 168.
Κατάληψη της εξουσίας και νύχτα των μεγάλων μαχαιριών
Το 1933, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές, ο Χίμλερ διορίστηκε αρχηγός της τοπικής αστυνομίας του Μονάχου. Κατά τη νύχτα των μεγάλων μαχαιριών, μεταξύ της 30 Ιουνίου και 1 Ιουλίου 1934, ο Χίμλερ και η SS είχαν την μεγαλύτερη συμβολή στη δολοφονία των στελεχών των αντίζηλων Ταγμάτων Εφόδου («Ες-Α» SA) και άλλων πολιτικών αντιπάλων, όπως του πρώην καγκελαρίου και στρατηγού Κουρτ φον Σλάιχερ και της συζύγου του.
Αρχηγός της SS και της αστυνομίας
Το διάταγμα του Χίτλερ στις 17 Ιουνίου 1936 αποτελεί το σημαντικότερο μέτρο στην διαδικασία μετατροπής της αστυνομίας σε όργανο της απόλυτης δύναμης του Φύρερ. Από εδώ και εμπρός το κομματικό αξίωμα του Αρχηγού της SS (Reichsführer-SS) και το νέο, κρατικό αξίωμα του Αρχηγού της Γερμανικής Αστυνομίας (Chef der Deutschen Polizei), συγκεντρώνονταν στο πρόσωπο του Χάινριχ Χίμλερ. Το διάταγμα της 17ης Ιουνίου σημαίνει το οριστικό τέλος μιας αποκεντρωτικής πολιτικής, η οποία επέτρεπε στα γερμανικά κρατίδια την διεύθυνση των κρατιδιακών αστυνομιών. Συγχρόνως με το διάταγμα αυτό έγινε δυνατή η συγχώνευση της αστυνομίας με την SS, με στόχο την κατάργησή της σαν όργανο του Υπουργείου Εσωτερικών και την υπαγωγή της στον Χίμλερ, ο οποίος ιεραρχικά υπαγόταν μονάχα στον ίδιο τον Χίτλερ. De facto αυτό σήμαινε την αποκρατικοποίηση και πολιτικοποίηση της γερμανικής αστυνομίας.
Όταν, το 1943, ο Χίμλερ έγινε και Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Αδόλφου Χίτλερ, η Αστυνομία, έστω και τυπικά, επέστρεψε μαζί με τον Χίμλερ στο Υπουργείο Εσωτερικών.
Έτσι, ο Χίμλερ έγινε αρχηγός της Αστυνομίας, που αποτελούνταν από την Αστυνομία Τάξεως (Ordnungspolizei, Orpo), την Μυστική Κρατική Αστυνομία (Geheime Staatspolizei, Gestapo) και την Αστυνοµία Δίωξης Εγκλήµατος (Kriminalpolizei, Kripo). Σαν αρχηγός της SS ήταν, επίσης, επικεφαλής της Sicherheitsdienst (SD, «Ες-Ντε»), της κομματικής μυστικής υπηρεσίας. Με τα νέα αυτά αξιώματα ο Χίμλερ έγινε μια από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της εθνικοσιαλιστικής Γερμανίας.
Όταν, στις 23 Απριλίου 1945, έγινε γνωστό ότι επιδίωκε διαπραγματεύσεις συνθηκολόγησης με τους Συμμάχους, ο Χίτλερ του αφαίρεσε (29 Απριλίου) όλα τα πολιτικά και κομματικά του αξιώματα και τον απέκλεισε από το NSDAP. Λίγες μέρες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη στις 22 Μαΐου με πλαστή ταυτότητα κοντά στην Βρέμη από Βρετανούς στρατιώτες. Συνελήφθη φορώντας την στολή λοχία της μυστικής αστυνομίας. Είχε προμηθευτεί πλαστά έγγραφα με το όνομα Χάινριχ Χίτσινγκερ (Heinrich Hitzinger), αποκαλύφθηκε όμως καθώς τράβηξε την προσοχή της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας, επειδή τα χαρτιά του ήταν πλήρη και σε πολύ καλή κατάσταση, πράγμα που ίσχυε μόνο για ελάχιστους Γερμανούς μετά το τέλος του Πολέμου.
Βάσει κατάθεσης του Βρετανού Σ. Όστεν (C.S.M. Austin), ο οποίος ήταν ένας από τους έξι ανακριτές του Χίμλερ, ο τελευταίος αυτοκτόνησε στις 23 Μαΐου με μια αμπούλα υδροκυανίου λίγο πριν εισέλθει στην αίθουσα ανάκρισης στην οδό Ίλτσενερ (Ülzener Straße) αριθ. 31 του Λύνεμπουργκ, την στιγμή που υποχρεωνόταν σε σωματική έρευνα.
Αντίθετα από όσα είχε υποσχεθεί στους αξιωματούχους της SS, ότι θα αναλάμβανε ακέραιη την ευθύνη για όσα είχαν διαπραχθεί από την οργάνωση, ο Χίμλερ δεν επέδειξε καμία τέτοια πρόθεση, αρχικά προσπαθώντας να διαφύγει και στη συνέχεια με την αυτοκτονία του.
Το Ολοκαύτωμα
Ο Χίμλερ φέρει, ως αρχηγός της SS, μεγάλη ευθύνη για την δολοφονία των Εβραίων της Ευρώπης. Ως επίτροπος για τις φυλετικές υποθέσεις στην κατεχόμενη Πολωνία απέκτησε, ήδη το 1939, τη δύναμη να καταδιώξει την πολωνική διανόηση και τους Πολωνούς Εβραίους. Στην ουσία, αυτό σήμαινε κοινωνική απομόνωση, γκετοποίηση και δολοφονία. Αποτέλεσμα ήταν η δολοφονία σχεδόν 1.000.000 ανθρώπων από την SS μέχρι το καλοκαίρι του 1940. Το 1941 έλαβε από τον Χίτλερ την προφορική διαταγή για την οργάνωση της τελικής εξόντωσης των Εβραίων. Στον μασέρ του, Φέλιξ Κέρστεν (Felix Kersten), ο Χίμλερ εξομολογήθηκε ότι «η διαταγή αυτή τον έκανε να υποφέρει». Η μεγαλύτερη ανησυχία του ήταν, εντούτοις, το πόσο θα άντεχε το ήθος της SS απέναντι στην μαζική δολοφονία τόσων ανθρώπων.
Σε τρίωρη ομιλία του στις 4 Οκτωβρίου 1943, μπροστά σε συγκέντρωση των Γερμανών τοποτηρητών (Gauleiter, «γκαουλάιτερ») στο κατεχόμενο Πόζναν, περιέγραψε την εξολόθρευση των Εβραίων με λεπτομέρειες. Η ομιλία αυτή μαγνητοφωνήθηκε και διασώζεται μέχρι σήμερα.
Στην Δίκη της Νυρεμβέργης αποτέλεσε σημαντικότατο αποδεικτικό στοιχείο για τα εγκλήματα των εθνικοσοσιαλιστών. Είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη, επειδή φανερώνει τον φοβερό βαθμό της διαστροφής που υπέκρυπτε η αποκαλούμενη «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος» (Endlösung der Judenfrage).
Στην ομιλία του, ενώπιον μελών της SS, ο Χίμλερ αναφέρεται ανοικτά και αδιαμφισβήτητα στην εξολόθρευση των Εβραίων, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών. Εξηγεί στους παρόντες τι σημαίνει η εικόνα ενός σωρού 500 ή 1000 πτωμάτων: Το μη καταγεγραμμένο μυστικό κατόρθωμα και η δόξα κάθε μέλους της SS θα είναι ότι άντεξε στο θέαμα αυτό, δίχως να χάσει την ευπρέπειά του, και άντλησε δύναμη από αυτή την εμπειρία.
Σε αντίθεση με τον Χίτλερ, ο Χίμλερ επισκέφτηκε και επιθεώρησε επανειλημμένα προσωπικά τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, όπου έγινε και μάρτυρας της μαζικής εξόντωσης. Συνήθιζε να ενθαρρύνει τα μέλη της SS στις πράξεις τους.