Για την κόλαση από τον πόλεμο στο Σουδάν αλλά και για τις δύσκολες ώρες του απεγκλωβισμού του από την εμπόλεμη ζώνη, μίλησε ο διασωθείς, Χρήστος Δέδες.
«Είδα να σκοτώνουν ανθρώπους εν ψυχρώ στη μέση του δρόμου»
Συνεχίζονται οι επιχειρήσεις απομάκρυνσης ανθρώπων από το Σουδάν καθώς τηρείται εν μέρει στο Χαρτούμ, η τριήμερη εκεχειρία που συμφωνήθηκε ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Ο κ. Δέδες ανατρίχιασε όσους τόν άκουσαν καθώς αναφέρθηκε σε όλα όσα βίωσε, όσο ήταν εγκλωβισμένος σε ξενοδοχείο του Σουδάν.
«Ασχολούμαι με υποβρύχιες εργασίες. Είχαμε πάει για μια δουλειά στο Σουδάν απλά σταματήσαμε στο Χαρτούμ για να γίνει το clearance για τις βίζες, απλά άργησε ο πελάτης να στείλει τα χαρτιά για να γίνει η διαδικασία με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούμε εκεί. Είχαμε πάει περίπου Τρίτη-Τετάρτη και ήταν όλα καλά. Και ξαφνικά το Μεγάλο Σάββατο στο Χαρτούμ, γύρω στις 12 η ώρα το μεσημέρι αρχίσαμε να ακούμε ριπές. Ήμουν στο ξενοδοχείο και οι ριπές ήταν στα 500 μέτρα από εμάς. Άρχισε να κλιμακώνεται η ένταση, ξεκίνησαν μάχες, ξεκίνησαν να χτυπάνε το αεροδρόμιο κι κάποια άλλα σημεία», είπε αρχικά. «Ήμασταν 5 Έλληνες και ένας Πορτογάλος. Στο ξενοδοχείο δεν ήξεραν τίποτα ήταν και γι’ αυτούς πολύ ξαφνικό. Σε καθημερινή επαφή που είχαμε με τον κ. Γεράσιμο Παγουλάτο (σ.σ. ο πρόξενος του Σουδάν), μας είπε να μην πλησιάζουμε παράθυρα να μην βγαίνουμε έξω, γιατί υπήρχαν πολλές αδέσποτες σφαίρες. Ήταν περίεργο, κοιμόσουν το βραδύ και άκουγες να χτυπούν τον τοίχο», συνέχισε ο κ. Δέδες.
Σχετικά με τον συντονισμό στο να φύγουν από το ξενοδοχείο, ο κ. Δέδες ανέφερε πως, «Φύγαμε χθες από το Σουδάν, ήμασταν περίπου 10 μέρες εγκλωβισμένοι. Τις τελευταίες μέρες δεν είχα επικοινωνία με κανέναν ούτε με την οικογένειά μου. Τρώγαμε μέσα στο ξενοδοχείο και τρώγαμε τα βασικά, το μεσημέρι και το βράδυ. Ειδοποιηθήκαμε, πριν κοπεί η επικοινωνία, με τον κ. Παγουλάτο που μας ενημέρωνε για την κατάσταση». «Η έξοδός μας έγινε μέσω της Πρεσβείας της Πορτογαλίας. Μας έστειλαν ένα αυτοκίνητο, εχθές στις 4 το πρωί, φύγαμε από εκεί πήγαμε στο πολεμικό αεροδρόμιο, περίπου στις 2 ώρες απόσταση από το ξενοδοχείο και φύγαμε με τους Ιταλούς κομάντο. Την ώρα που φύγαμε ακούγαμε κάποιες ριπές, δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η μάχη αλλά περάσαμε από πολλά checkpoints, ίσως περισσότερα από 30, και στρατιωτικών και παραστρατιωτικών. Υπήρχε άτυπη συμφωνία να φύγουν οι άμαχοι. Ο οδηγός ήταν από την πορτογαλική πρεσβεία. Ήταν στο αεροδρόμιο Ιταλοί, Γερμανοί και Γάλλοι απλά έτυχε εμείς να φύγουμε με τους Ιταλούς με ένα μεταγωγικό», τόνισε χαρακτηριστικά. «Ήμουν αισιόδοξος, με ανησυχούσε όμως το εάν κοβόταν η επικοινωνία και χρειαζόταν να φύγουμε από το ξενοδοχείο, γιατί τότε θα ήμασταν χαμένοι στο Σουδάν. Δεν θα ήξερε κανείς που ήμασταν και δε θα μπορούσαμε να ειδοποιήσουμε κάποιον εύκολα. Στο ξενοδοχείο ήμασταν οι μόνοι πελάτες δεν υπήρχαν άλλοι», αποκάλυψε. «Κάθε μέρα οι μάχες ήταν και πιο σκληρές. Χρησιμοποιούσαν και οι δυο, πολύ ισχυρά όπλα και όταν ο στρατός πιστεύω αντιμετώπιζε πρόβλημα, έστελνε αεροπλάνα. Ο ύπνος δεν ήταν καλός, γιατί κοιμόσουν και άκουγες έναν ισχυρό κρότο δίπλα σου. Είναι αληθινές οι εικόνες με τα πτώματα στους δρόμους. Σκότωναν ανθρώπους εν ψυχρώ… Εμείς κοιτώντας μία μέρα τον δρόμο, είδαμε να περνούν δύο ημιφορτηγά και τα γαζώσανε, τους σκοτώσανε όλους εκεί μέσα και τους άφησαν εκεί. Ήταν όλα τόσο ξαφνικά» είπε με νόημα. «Η οικογένειά μου ανησύχησε, ιδίως όταν κόπηκε η επικοινωνία. Με εφαρμογές επικοινωνούσαμε. Από το δωμάτιό μου δεν έβλεπα οδικές μάχες αλλά από τους άλλους ορόφους βλέπαμε. Στο δωμάτιο μου είχε ραγίσει το τζάμι από τις εκρήξεις. Ήταν τρομερή η δόνηση στους τοίχους. Ήμασταν τυχεροί και φύγαμε γρήγορα. Νομίζω ήμασταν 170 Έλληνες. Εμείς προλάβαμε και φύγαμε. Στο αεροπλάνο μαζί μας ήρθε ο ένας από τους δύο τραυματίες. Ο άνθρωπος ήταν σε φορείο, δεν μιλήσαμε απλώς χαιρετηθήκαμε. Ξέρω πως πήγε να φύγει από την εκκλησία και έπεσε δίπλα τους η ρουκέτα. Δεν γνωρίζω εάν έχει σκοτωθεί κάποιος Έλληνας. Λόγω ότι δουλεύω στο εξωτερικό μου έχουν τύχει δύσκολες καταστάσεις όχι όμως τέτοιες», κατέληξε περιγράφοντας την κατάσταση και τα όσα βίωσε από το εμπόλεμο Σουδάν.