Από τον Όμηρο έως τον Πλωτίνο η αρχαία ελληνική θρησκευτική σκέψη παρουσίασε μια μεγάλη εξέλιξη η οποία οφείλετο κυρίως στις επιδράσεις των ανατολικών μυστικιστικών λατρειών αλλά και στην ανάγκη του λάτρη για μια πιο άμεση επαφή με το θεϊκό.
Γράφει: Κωνσταντίνος Τσοπάνης – Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων
Έτσι από ένα πάντρεμα του ομηρικού «μέτρου» και της μυστηριακής «έκστασης» διαμορφώθηκαν δύο ουσιαστικές και αντίθετες όψεις της αρχαιοελληνικής θρησκευτικότητας. Η αρχαιοελληνική μεταφυσική πίστη κινήθηκε μεταξύ του εκκοσμικευμένου ομηρικού ανθρωπομορφισμού και του εκστατικού μυστικισμού του Πλωτίνου.
Στην αρχαία Ελλάδα η θρησκευτική σκέψη αναπτύχθηκε ταυτόχρονα και παράλληλα με τον πολιτισμό. Η ελληνική θρησκεία γνώρισε και αυτή διάφορα στάδια εξέλιξης και πολλές φορές ξεκίνησε από το ένα άκρο για να φτάσει σε κάποιο άλλο. Δηλαδή από την τυπολατρία των τελετουργικών της πόλης στην έκσταση των μυστικιστικών κινημάτων. Κάποτε τα δύο άκρα συνυπήρξαν ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο και χρόνο όπως συνέβη για παράδειγμα στην Αθήνα του 6ου π.Χ. αιώνα που συνυπήρχε η λατρεία της πόλης αφ’ ενός και τα οργιαστικά ορφικό-διονυσιακά μυστήρια αφ’ ετέρου. Η εξελικτική αυτή πορεία της αρχαιοελληνικής θρησκευτικής σκέψης, που στο αποκορύφωμα της κάποιες στιγμές έφτασε μέχρι την ιδέα του μονοθεϊσμού, οφείλεται εν τινί μέτρω και στο ότι στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ μια συστηματοποιημένη θεολογία, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, η οποία θα έθετε όρια και περιορισμούς στην διατύπωση της πίστεως αλλά και στην αναζήτηση του μεταφυσικού. Το δόγμα, όσον αφορά τον θρησκευτικό χώρο ήταν κάτι άγνωστο στην αρχαιοελληνική σκέψη.
Αυτό όμως είχε και την αρνητική του πλευρά διότι η ακατάσχετη σύμμειξη των παλαιών μυθολογικών-θεογονικών διηγήσεων και λατρευτικών τελετουργικών με τις νέες δημιούργησε ένα άνευ προηγουμένου μπέρδεμα στο μυαλό κάθε πιστού. Έπρεπε να εμφανιστεί ο Όμηρος και κατόπιν ο Ησίοδος για να βάλουν μια σχετική τάξη σε αυτό το χάος των αλληλεμπλεκομένων τοπικών θεογονιών, γενεαλογιών, προσώπων, λατρευτικών τελετών, μύθων, και θρύλων. Αυτοί, παρά το ότι τους κατηγόρησαν πως μαζί με τον ανθρωπομορφισμό απέδωσαν στους θεούς όλα τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες, κατάφεραν να δώσουν ένα κοινό πάνθεο σε όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς και μάλιστα να «επιβάλλουν» την κοινή θρησκεία του Δωδεκαθέου. Σε αυτήν ακριβώς την σύμμειξη του «παλιού» με τον «νέο» έχει τις ρίζες της και η αντίθεση που παρατηρήθηκε στην αρχαία ελληνική θρησκεία.
Ο Έλληνας προσέλαβε ή διατήρησε παλιές πρωτόγονες πίστεις και δοξασίες στην θρησκεία του, τις οποίες όμως εκλογίκευσε και εξωράισε. Αλλά καθώς με το πέρασμα του χρόνου η επίσημη λατρεία του ολυμπίου δωδεκαθέου έγινε μια τυπική τελετουργία που δεν ικανοποιούσε τα ανήσυχα πνεύματα και δεν έδινε κανενός είδους εμπειρική «ένωση» με το θείο, με το μεταφυσικό, τότε σαν απάντηση αναδύθηκαν και πάλι στην επιφάνεια οι πρωτόγονες αρχαίες λατρείες με όλη την αγριότητα αλλά και αμεσότητα τους. Φυσικά δεν επανεμφανίστηκαν ως θεότητες της βλαστήσεως αλλά ως θεότητες εκστατικές. Βλέπε το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Διονύσου που από θεός του κισσού και της αμπέλου επανεμφανίσθηκε και «κατέλαβε» τους ελληνικούς πληθυσμούς ως θεός της εκστατικής οργιαστικής λατρείας.
Αυτές οι παλιές και συνάμα νεοαναδυόμενες εκστατικές λατρείες, οι τόσο ξένες προς το ελληνικό πνεύμα του μέτρου και της απολλώνιας γαλήνης, παρόλο το βάρβαρο του χαρακτήρος τους έλκυσαν πολλούς διότι δεν έπαυσαν να υπόσχονται στους πιστούς τους άμεση και έντονη μετοχή και γνώση του θείου, η οποία μπορούσε μάλιστα να επαναληφθεί μέσω της μύησης απεριόριστες φορές. Έτσι προς χάριν του ξένου προς το ελληνικό πνεύμα Διονύσου συχνά ο ελληνικότατος ανθρωπόμορφος Ζευς που πολέμησε εναντίων των τιτάνων, δημιουργώντας από το χάος έναν κόσμο, και που περιέκλειε στην ύπαρξη του, με τις υπέροχες αρετές της πλαστικής και μυθικής σύνθεσης, τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ελληνικού πνεύματος εγκαταλείφθηκε μαζί με το δωδεκάθεο του.
Πριν όμως εξετάσουμε αυτές τις δύο όψεις της αρχαιοελληνικής θρησκευτικότητας ας δούμε μια βασική προ ομηρική θρησκευτική κληρονομιά των Ελλήνων που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην δημιουργία αυτών των αντιθέσεων.
Η κρητομυκηναϊκή κληρονομιά
Οι ομηρικοί Έλληνες είχαν την τύχη να κληρονομήσουν έναν πανάρχαιο πολιτισμό: τον Κρητομυκηναϊκό. Σε αυτόν τον πολιτισμό βρίσκουμε τα αρχαιότερα μυθολογικά μοτίβα καθώς και πολλές λατρευτικές τελετουργίες που προσιδιάζουν στο ελληνικό πνεύμα. Αν κοιτάξουμε στην αρχαιολογία η οποία έχει αναπαραστήσει και καταλογογραφήσει ένα μέρος αυτού του πολιτισμού θα δούμε ένα αρχαϊκό πανόραμα να περνά διαδοχικώς από μπροστά μας. Οργιαστικές λατρείες με τις αλλόκοτες ιέρειες κρατώντας φίδια στα χέρια και τελετουργίες που λάμβαναν χώρα σε σπήλαια, απεικονίζοντας το μητρικό στήθος αποτελούν μαρτυρίες για τις θηλυκές θεότητες της βλαστήσεως. Ο κρητομυκηναϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από μια καταπληκτική αφθονία θηλυκών θεοτήτων και σίγουρα από μια μυθολογία ακόμα ασαφή, κατοικημένη από χιμαιρικές υπάρξεις, φανταστικές συνθέσεις όλων των ειδών τις οποίες το ζωικό βασίλειο προσφέρει στην φαντασία. Πρόκειται περί υπάρξεων κατασκευασμένων από ενωμένα μέλη δανεισμένα από μαστοφόρα ζώα, ερπετά, πτηνά και από τον άνθρωπο, όπως το γνωστό σε όλους μοντέλο της σφηγκών. Από τους ίδιους τους αρχαιολόγους μαθαίνουμε ότι οι περισσότερες θεές, που εμφανίζονται στο Ομηρικό πάνθεο είχαν τουλάχιστον από ένα κρητομυκηναϊκό πρότυπο. Είναι πολύ πιθανόν κάτι τέτοιο να είναι αληθινό, όπως είναι επίσης πιθανόν εξάλλου ότι και πολλοί από τους θεούς του ελληνικού πανθέου είναι κληρονόμοι μιας σειράς αρχαιότερων λατρειών ή τουλάχιστον έχουν δανειστεί κάτι από αυτές.
Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα τίθεται το ερώτημα: σε τι συνίσταται η καταγωγή της ελληνικής μυθολογίας; Εδώ υπάρχουν πολλές πιθανότητες τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών, αναφορικά με την καταγωγή των ομηρικών θεοτήτων, προς στιγμήν να μας μπερδέψουν. Αλλά μόνον προς στιγμήν. Ίσως να είναι αλήθεια ότι κάποιες ομηρικές θεότητες έχουν μη ελληνική καταγωγή, αλλά σε αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να αντιθέσουμε τον ισχυρισμό ότι η μυθική σκέψη δεν περιορίζεται σε τέτοια σχήματα. Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της, η μυθική σκέψη σημαίνει πρώτα από όλα επινοήσεις, δημιουργίες και μύθους γεμάτους από βαθιές και μυστικές σημασίες. Δεν αποκλείεται το ελληνικό πνεύμα, το oποίο άγγιξε τις πιο υψηλές κορφές στα ομηρικά έπη, να αφομοίωσε από όπου πέρασε και κυρίως από τους Κρητομυκηναίους μοτίβα μεγάλα και μικρά. Η εξακρίβωση ορισμένων πηγών δεν αποτελεί όμως για μας κατόρθωμα, που θα μπορούσε να μας τρομάξει, επειδή το βασικό ερώτημα είναι και παραμένει: τι δημιούργησε το ελληνικό πνεύμα από αυτά τα «μοτίβα»; Τι σημασία έχουν οι πηγές δίπλα στην κοσμοϊστορική πραγματοποίηση, δίπλα στο γεγονός της μοναδικής ιστορικής ανάπτυξης, που πραγματοποίησαν οι ομηρικοί Έλληνες; Ταυτοχρόνως με τα ομηρικά ποιήματα εμφανίζεται στον ιστορία του κόσμου ένας πολιτισμός, ο οποίος επιβάλλεται μεταξύ των άλλων μέσω της μοναδικότητας του ύφους του.
Αυτή η θαυμάσια ενότητα του ύφους που εκτυλίσσεται σε εξαιρετικές δημιουργίες από τον Όμηρο και τον Ησίοδο μέχρι τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, μέχρι τον Φειδία και τον Σοφοκλή. Υπό το νεύμα του Διός οι Έλληνες μετασχημάτισαν όλα τα δανεικά μυθολογικά μοτίβα σύμφωνα με την μήτρα του δικού τους ύφους. Δημιούργησαν έναν Όλυμπο και ένα πάνθεον που έφερε την σφραγίδα του πνεύματος τους, το οποίο είναι δικό τους και μόνον δικό τους. Ο Ζευς που ήταν στην αρχή ένας θεός των νεφών και της γονιμότητας, έγινε αργότερα και ο θεός της κοσμικής τάξης, των νόμων, των κανόνων και όλων των διατάξεων που τέθηκαν επί θνητών και αθανάτων. Στο όνομα του Διός οι ομηρικοί Έλληνες δημιούργησαν στο χώρο των μυθολογικών αναμνήσεων που είχαν υιοθετηθεί από τον προγενέστερο πολιτισμό των Κρητομυκηναίων την τάξη. Η διαδικασία της αναμίξεως αλλά και του ξεκαθαρίσματος, που ακολουθήθηκε στην ελληνική ψυχή, μπορεί να αποδειχθεί δραστικά με την υπόθεσης της θεάς Ήρας. Είναι πολύ πιθανόν η θεά Ήρα να ήταν Κρητομυκηναϊκής καταγωγής, αλλά τότε είχε κεφάλι αγελάδας. Το ανθρώπινο παρουσιαστικό της θεάς και η περιγραφή της με τον ιδεώδη γυναικείο τύπο μετασχηματίστηκαν μόνο χάρη στην ελληνική φαντασία των Ομηρικών επών.
Η ομηρική μυθολογία
Ας προχωρήσουμε όμως σε μια σύντομη περιγραφή της ομηρικής μυθολογίας με την προοπτική της ταξινόμησης. Στο σύνολο της η ομηρική μυθολογία διαδραματίζεται και εκτυλίσσεται σε έναν κόσμο με κλειστό ορίζοντα και κατοικείται από ανθρωπόμορφες θεότητες τις οποίες μας τις παρουσιάζει υπό μορφές τυπικά ιδεαλιστικές. Μια σύγκριση με άλλες μυθολογίες κάνει έκδηλα αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Για παράδειγμα η Κρητομυκηναϊκή μυθολογία, αφθονεί σε φαντασμαγορικά κατασκευάσματα στα οποία συμμετέχουν με την σειρά τους μορφές ζώων όλων των ειδών του ζωικού βασιλείου: ο άνθρωπος, τα ερπετά, τα πτηνά, και τα θηλαστικά. Εδώ κυριαρχεί το μυθολογικό είδος των υπάρξεων που συγκροτείται από συνθέσεις μελών.
Συμφωνούμε ότι και στην ομηρική ελληνική μυθολογία ευρίσκονται δημιουργήματα που είναι πλάσματα της φαντασίας, όπως οι Κένταυροι και οι Φαύνοι, αλλά αυτά αποτελούν εξαιρέσεις. Σε αυτήν η συνεχής σύνθεση πλασμάτων από διαφορετικά μέλη είναι λιγότερο μανιώδης, ενώ οι χιμαιρικές υπάρξεις δεν εκπροσωπούν ποτέ τις κύριες θεότητες. Αντιθέτως αυτές οι υπάρξεις είναι με την βία ανεκτές στον κόσμο που κυβερνά ο Ζευς, είναι ύποπτες θεότητες, μορφές του χάους, των σκοτεινών τόπων, της διφορούμενης φύσεως. Οι μεγάλοι θεοί και οι φωτεινές θεότητες έχουν καθαρά ανθρώπινη μορφή, με την έννοια κάποιων ιδεαλιστικών τύπων, και η κατ’ εξαίρεση εμφάνιση τους με μορφές ζώων είναι μόνον επιφάνεια, μάσκα, προσωπείο, μια ύπαρξη ακατάλληλη και μη ενδεδειγμένη.
Οι ομηρικοί θεοί έχουν μια γενεαλογία, μια γέννηση, μια ανάπτυξη, αλλά μόλις φθάνουν στο ζενίθ της ζωής τους μένουν απαράλλακτοι και αθάνατοι. Η μονιμοποίηση των θεϊκών υπάρξεων στο ζενίθ της ζωής τους, στο στάδιο της ολοκλήρωσης, είναι σίγουρα μια ιδιαίτερη άποψη του θεϊκού μοντέλου όπως το παρουσιάζουν οι Έλληνες. Αυτή η ιδεαλιστική βιολογία είναι ιδιάζουσα του ελληνικού ανθρωπομορφισμού. Η φαντασία του ελληνικού λαού δημιούργησε ακόμα μια θεϊκή φυσιολογία και μια ανατομία. Μέσα στο κρασί των θεών τρέχει ένα θαυμάσιο ισοδύναμο αντικαταστατό του αίματος, η ουσία Ιχώρ.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η υπερέχουσα ανθρωπομορφική μυθολογία συναντάται γενικά στους λαούς που χαρακτηρίζονται ως ινδοευρωπαίοι. Στους Ινδούς, στους αρχαίους Γερμανούς, στους παλιούς Σλάβους. Το ύφος όμως αυτών των ανθρωπομορφικών μυθολογιών διαφέρει. Στους Ινδούς ο ανθρωπομορφισμός δεν εκφράζεται με ανθρώπινες μορφές τυπικά ιδεαλιστικές, αλλά με στοιχειώδεις ανθρώπινες μορφές προκειμένου να φανερώσουν τις μεγάλες δυνάμεις που τους εντυπωσίαζαν. Στην μυθολογία των Ινδών συναντούμε ακόμα και ανθρώπινες μορφές με πολλαπλά μέλη, οι κύριοι θεοί είναι προικισμένοι με πολλά κεφάλια, και με περισσότερα ζεύγη χεριών. Τέτοια τέρατα, αποκρούονται από το ομηρικό πάνθεο, στους Έλληνες κυκλοφορούν μόνο στον Άδη ή στα ερέβη του χάους. Στους παλιούς Σλάβους ο κυρίαρχος θεός για τον οποίον μας έχουν μείνει μερικά ξεθωριασμένα ίχνη αναπαριστάνετο ανθρωπομορφικά αλλά με τέσσερα κεφάλια. Ήταν ο θεός που έβλεπε προς όλες τις κατευθύνσεις, προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος. Και για να μην μακρύνουμε περαιτέρω τη σύγκριση, μπορούμε να σταματήσουμε στην βόρεια γερμανική μυθολογία, όπου ο ανθρωπομορφισμός είναι παρομοίως κυρίαρχος. Αλλά οι θεοί εκεί είναι εξατομικευμένες ανθρώπινες φιγούρες, πολλές φορές δύσμορφες και άχαρες όπως η ίδια η φύση τους. Οι θεοί ζούνε επί μακρόν μέσα στους αιώνες, δεν είναι όμως αθάνατοι. Οι φυσικές δυνάμεις, οι δυνάμεις της ζωής εμφανίζονται μυθοποιημένες υπό μορφές συμπτωματικές, μιμούμενες τα ελικοστρεφή περιγράμματα του ορατού κόσμου. Σημειώνουμε ότι το ελληνικό πνεύμα αποφεύγει στα δημιουργήματα του τόσο τις ανθρώπινες φιγούρες με τα πολλαπλά μέλη, όσο και τις συμπτωματικές ανθρώπινες μορφές και εμμένει με ηρεμία στις τυπικά ιδεαλιστικές μορφές.
Η κοινότητα των ελληνικών θεοτήτων κατοικεί σε ένα βουνό με ένα θαυμάσιο παλάτι: τον Όλυμπο. Από εκεί κατευθύνει ο Ζευς, ο κυρίαρχος των θεών, όλες τις υποθέσεις της κοινότητας. Αλλά είναι στην πραγματικότητα θεοί ή πρόκειται περί ανθρώπων θεοποιημένων; Η ερώτηση δεν είναι άτοπη, διότι ο Ζευς συναντά πολλές φορές δυσκολίες στην διακυβέρνηση τους εξ αιτίας των συχνών ερίδων που αναφαίνονται ανάμεσα στους υπηκόους του στους οποίους εμφιλοχωρούν η μικροπρέπεια, η κενοδοξία, η δολιότητα, η εξαπάτηση. Και οι δυσκολίες είναι ανυπέρβλητες. Κάθε παρατηρητής, με οσονδήποτε χαλαρή ηθική, θα μπει στον πειρασμό να παρατηρήσει σε αυτήν την άποψη της ολύμπιας ζωής μια αντίθεση έναντι της κλίσης προς το ιδεώδες, που αποδίδεται στο ελληνικό πνεύμα. Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες εξιδανικεύουν τις μορφές και τις ιδιότητες των θεών, κυρίως τις βιολογικές και τις διανοητικές. Από ηθικής απόψεως όμως οι θεοί παριστάνονται σαν να υπόκεινται στις ανθρώπινες αδυναμίες. Υπό την επίδραση των χριστιανικών ιδεών μάλιστα ο κόσμος έφτασε ακόμα να απορεί και να θαυμάζει για το πως οι Έλληνες είχαν εξοικειωθεί, με κάποιες φαντασίες τόσο ανευλαβείς και αναιδείς. Από την μεριά μας δεν βλέπουμε κανένα λόγο απορίας, επειδή η κλίση εξιδανίκευσης στα όρια των τύπων δεν αντιτίθεται καθόλου με την απόδοση στους θεούς διαφόρων αδυναμιών. Για το ελληνικό τρόπο σκέψης τα ελαττώματα που αποδίδονται στους θεούς είναι απλώς συνέπειες της ανθρώπινης φύσης. Όλες οι ιδιότητες οι οποίες συνιστούν τον ανθρώπινο τύπο θεωρούνται ως συναφείς της φύσεως και της υπάρξεως: δεν μπορούν να παραβλεφθούν, ούτε μπορούν να παραποιηθούν ή να αγνοηθούν, υπάρχουν απαραιτήτως, κατά τρόπο αναγκαστικό. Η κενοδοξία, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ήταν για τον ελληνικό τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, ένα τυπικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι ακόμα και τότε όταν πρόκειται περί θεών, αναπόφευκτα η διεργασία εξιδανίκευσης τους διατηρήθηκε σε τυπικά ανθρώπινες μορφές και σε όρια.
Εκτός της πίστης στους θεούς υπάρχει και ένας άλλος δεύτερος παράγοντας, ο οποίος παίζει έναν όχι ασήμαντο ρόλο στην ελληνική θρησκευτικότητα και συγκεκριμένα η πίστη στο «μοιραίον» στην «μοίρα». Η ειμαρμένη ή η μοίρα είναι μια απρόσωπη δύναμη που κυριαρχεί «εν παντί» και «επί παντός». Κάθε θνητός έχει την δική του μοίρα. Από την πίστη αυτή δεν συνεπάγεται ωστόσο ότι οι Έλληνες ήσαν υπάρξεις απόλυτα επηρεασμένες από την μοιρολατρία. Στην πραγματικότητα ο Έλληνας ως άτομο φαίνεται ότι δεν αισθανόταν υποκείμενος της μοίρας μέχρι και τις πιο ασήμαντες καθημερινές πράξεις του, ή και σε όλα τα μικρά γεγονότα που μπορούσαν να του συμβούν, και τα οποία τον έμπλεκαν ή στα οποία ήταν αναμεμειγμένος. Η μοίρα φαίνεται περισσότερο ως μια μεγάλη «γραμμή της ζωής», η οποία συνδέει τις πραγματικά ουσιώδεις εκδηλώσεις και τα συμβάντα της ζωής ενός ατόμου. Πρόκειται για ένα εκτενές διάγραμμα, εκτυλισσόμενο σε ένα δεδομένο χρόνο της ατομικής βιογραφίας. Και η «γραμμή» αυτή επέτρεπε, σύμφωνα με την πίστη του Έλληνα ένα ορισμένο παιχνίδι προσέγγισης και διόρθωσης του γεγονότος.
Υπάρχει και ένας τρίτος παράγοντας, που υπεισέρχεται στη σύσταση οποιασδήποτε θρησκείας, εκείνος των δοξασιών των σχετικών με τον θάνατο. Όσον αφορά αυτόν συγκρατούμε ότι οι Έλληνες δεν σκέφτονταν τον θάνατο παρά μόνο με συστολή και ατολμία. Ο θάνατος ήταν για αυτούς το βασίλειο των σκιών, μια ημι-ύπαρξη. Οι Έλληνες τόνιζαν την ζωή στον κλειστό ορίζοντα του κόσμου και στις τυπικές ιδεαλιστικές της μορφές. Η μυθολογική έκφραση αυτής της καταφατικής στάσης ήταν η χρυσή εικόνα του Ολύμπου. Η στάση αυτή όμως είχε και μια άλλη όψη, όχι λιγότερο αληθινή. Η ζωή του Έλληνα συνοδευόταν και από μια αναμφισβήτητη μελαγχολία. Η παρουσία του θανάτου στον κόσμο, σαν ημι-ύπαρξη, σαν μια κινούμενη σκιά, έκανε τους Έλληνες υποκείμενους μιας διαρκούς λύπης. Η θλίψη εκτρέφετο από την σκέψη ότι η ζωή, δεδομένων των δυνατοτήτων του ιδανικού εξωραϊσμού της, δεν είναι αιώνια. Η ελληνική μελαγχολία μοιάζει με εκείνη του εφήβου: είναι σαν μια έμμονη υποτονία της ψυχής, που βασίζεται όμως σε μια απλή αναστροφή της πολύ μεγάλης αγάπης για την ζωή. Η μελαγχολία είναι για τον Έλληνα η αντιστροφή της στάσης ζωής του, και του ισχυρισμού του, ακόμα και τότε όταν με το πνεύμα του δροσισμένο από ένα λυρικό άνεμο, λέει ότι το πιο μεγάλο καλό για τον άνθρωπο θα ήταν να μην είχε γεννηθεί.
Η θρησκευτικότητα του ομηρικού Έλληνα συνίσταται στην πίστη ότι ο σκοπός του ανθρώπου εκπληρώνεται στον κόσμο, και όχι πέρα από αυτόν, δηλαδή στον δεδομένο αυτόν κόσμο που είναι και ο χώρος των θεών. Ο ομηρικός άνθρωπος πιστεύει ότι οι θεοί επεμβαίνουν εξ’ αποστάσεως στις υποθέσεις των ανθρώπων. Έχει μια αβασάνιστη πίστη σε μια μοίρα, η οποία μπορεί εύκολα να διορθωθεί με την επέμβαση των θεών. Ο θάνατος δεν παίζει κανέναν ρόλο στην πραγματοποίηση του ανθρώπινου προορισμού, διότι αυτός είναι μια ημι-ύπαρξη, μια σκιά. Ωστόσο το βαθύ αίσθημα του θανάτου υπογραμμίζει και δίνει έναν τόνο πολύ σύνθετο των ελληνικών ζωτικών ισχυρισμών. Στο περιορισμένο χώρο, τον επίγειο, οι άνθρωποι αισθάνονται σύνοικοι με τους θεούς, κατά έναν τρόπο ιεραρχικής οικειότητας με αυτούς. Οι θεοί αναμιγνύονται στους μεταξύ των ανθρώπων αγώνες, προσκεκλημένοι και μη, όχι από φανατισμό ή για να υποστηρίξουν αντιπαλότητες και φιλίες εν όψει κάποιων μεγάλων εσχατολογικών στόχων, αλλά, υποκείμενοι στα πάθος τους για τις έριδες και με ένα προφανές πνεύμα κλίκας. Σε κάθε περίπτωση ο προορισμός του ανθρώπου φτάνει στο αποκορύφωμα του σε αυτή την γήινη ζωή, η οποία πρέπει να εξευγενιστεί και να εξωραϊστεί με την δύναμη του ανθρώπου και των θεών.
Η εμφάνιση του μυστικισμού
Η θρησκευτικότητα του Έλληνα κινείται κατ’ αυτόν τον τρόπο πάντοτε στα όρια που προσδιορίζονται από το ύφος ολοκλήρου της πνευματικής του ζωής. Όμως είναι αλήθεια ότι κάποτε παίρνει φωνή και το ψυχικό του υπόστρωμα ή το πνεύμα που διεισδύει, από αλλού, με έντονες τάσεις προς οτιδήποτε μυστικιστικό. Προς τι συγκεκριμένα; Προς την μαγεία, προς τις σκέψεις που σχετίζονται με τον θάνατο, στην αθανασία, στο είδος της μετά θάνατον ζωής. Προς το σκοτεινό ημισφαίριο της ύπαρξης, προς τις υποχθόνιες θεότητες ή εκείνες της βλάστησης που κυβερνώνται από αόριστες, ασαφείς δυνάμεις της γης και ως εκ τούτου προς μεταφυσικές δυνάμεις που ξεπερνούν κάθε κοσμική μορφή.
Το ελληνικό πνεύμα έχει, εξαιτίας του ύφους του, το χάρισμα να χαλιναγωγεί όλες της τάσεις αυτής της φύσης, να τις μετριάζει και να τις ανέχεται μόνο στο περιθώριο της ζωής. Δεν είναι λιγότερο αληθινό ότι οι τάσεις αυτές επιβίωσαν μέσω των εποχών περνώντας ρυθμικά μέσα απο απρόοπτα σβησίματα και απο απροσδόκητες υποτροπές. Ο Έλληνας είναι ένα πνεύμα των τυπικών κανόνων, αλλά κάπου σε μια γωνία της ψυχής του αφήνει περιθώριο και για ένα σκοτεινό ενδιαφέρον προς το μυστηριώδες που ξεπερνά κάθε κανόνα. Δεν πρόκειται εδώ μόνο περί των διονυσιακών τάσεων, περί της διάδοσης της οργιαστικής μέθης και της ανατριχιαστικής έκστασης, αλλά και περί της περίεργης τάσης προς τα μυστικιστικά τελετουργικά τα οποία προβάλλουν μια υποτιθέμενη μεταθανάτια ανώτερη ύπαρξη, προς τα τελετουργικά που τον προετοιμάζουν, τον προπαρασκευάζουν όπως λένε, για την αθανασία. Τα χαρίσματα του καθαρού οραματισμού, της θέωσης, της τηλεπάθειας, της ύπνωσης, της καταληψίας και άλλα παραψυχολογικά και μεταφυσικά φαινόμενα ήταν γνωστά, τουλάχιστον εξ’ αιτίας των εντυπωσιακών αποτελεσμάτων τους, εκτός από ορισμένους κύκλους που μυούνταν στην γνώση τους και οι οποίοι διέβλεπαν σε τέτοιου είδους φαινόμενα την δυνατότητα του ανθρώπου να έρθει σε μια επαφή με τις υπερφυσικές δυνάμεις και στον λαό. Τον 6ο π.Χ. αιώνα παρόμοιες σκοτεινές αναζητήσεις πήραν έναν ορμητικό χαρακτήρα στον Ορφισμό. Αλλά αυτές οι άσβεστες τάσεις αναχαιτίσθηκαν και πάλι, και έγιναν κάποιες φορές εντελώς οικείες η αφομοιώθηκαν εντελώς από την ελληνική σκέψη, όπως μας αποδεικνύουν περίλαμπρα ενας Πυθαγόρας, ένας Ηράκλειτος και πάνω από όλους ένας Πλάτων. Χάρη σε αυτή την ικανότητα του το ελληνικό πνεύμα κατάφερε έναν από τους πιο επιβλητικούς θριάμβους του. Συγκεκριμένα, δεν εξάλειψε τα μη ελληνικά μοτίβα, αλλά αντιθέτως τα ενσωμάτωσε σε μια ελληνική αντίληψη. Ο Πλάτων δανείσθηκε απεριόριστα από τους άλλους, αλλά μεταμόρφωσε συνολικά τα όσα πήρα δίνοντας τους την δική του ερμηνεία και θεώρηση. Η στιγμή ήταν μοναδική και για ένα ολύμπιο μεσουράνημα.
Ο Νεοπλατωνισμός
Αργότερα, με την εμφάνιση του Χριστιανισμού στους αιώνες που ακολούθησαν, η ελληνική σκέψη και θρησκευτικότητα ήρθε ξανά σε επαφή με ξένα μοτίβα. Με την έννοια του συγκρητισμού η ελληνική σκέψη και θρησκευτικότητα ανέμειξε και πάλι, σμίγοντας θα ‘λεγε κανείς μέσα στον πυρετό ενός παγκόσμιου αρρεβώνα, διάφορες άλλες διδασκαλίες, τις ασιατικές, παλαιστινιακές και αφρικανικές μυθολογίες, με τις λατρείες και τις διδασκαλίες ορφικού τύπου, οι οποίες επανεμφανίστηκαν στο φως της ημέρας αφού για μια σειρά αιώνων αποτελούσαν την υποχθόνια, κληρονομιά μερικών απόβλητων αιρέσεων. Η διαλλακτική ελληνική φιλοσοφία, ακολούθησε κάποια στιγμή την οδό των συνεννοήσεων και απόκτησε ένα φανταστικό παρουσιαστικό, ξενικό, βαρβαρικό, ταλαίπωρο και ερεθιστικό. Κάθε τι ακραίο προσχώρησε σε αυτήν και όλοι οι μύθοι συνδέθηκαν διαλύοντας από τις ιδιομορφίες μέχρι και τις αβεβαιότητες της, για να δώσουν στην συνέχεια ως αποτέλεσμα τις ποικίλες γνωστικές διδασκαλίες και τελετουργίες. Στο διάστημα αυτής της υπερβολικής σαν σε θερμοκήπιο, άνθησης των συστημάτων του συγκρητισμού, καταγράφεται όμως σε μια δεδομένη στιγμή ακόμα μια τελευταία και μεγαλειώδης ελληνική νίκη. Αυτός ο θρίαμβος είναι ο νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου (205-270 μ.Χ.).
Η σύγχρονη άποψη βλέπει στον Πλωτίνο τον μεγαλοφυή μυστικιστή του ειδωλολατρισμού, ο οποίος συνέβη να έχει μια τεράστια επίδραση και επί του χριστιανικού μυστικισμού, ιδιαιτέρως επάνω στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Υπάρχει όμως μυστικισμός και μυστικισμός. Πρέπει να ξεσυνηθίσουμε να βλέπουμε σε όλους τους μυστικισμούς το ένα και το αυτό βοτάνι. Θεωρώντας ακόμα και επιδερμικώς τα πράγματα, παρατηρούμε ότι στον Πλωτίνο για παράδειγμα, οι μυστικιστικές καταστάσεις εμφανίζονται μόνο σαν ένα στεφάνωμα, ενός έργου αυστηρής σκέψης και πολύ αυστηρής διακριτικής επίγνωσης, η οποία διατηρείται σε πολύ καθαρές ελληνικές μορφές, κάτι που είναι εντελώς εκπληκτικό εάν κάνουμε μια σύγκριση με τις άλλες εμφανίσεις της εποχής εκείνης. Ο Πλωτίνος κατάφερε για πρώτη φορά να ενσωματώσει την φιλοσοφία του Πλάτωνος σε πιο εκτενείς μεταφυσικές έννοιες και νοήματα. Αυτός αναγνωρίζει το Εν σαν μια υπερύπαρξη. Το Εν βρίσκεται πάνω από κάθε ιδιότητα και κατηγορία. Από αυτό το Εν ως θεϊκή αρχή και υπερύπαρξη, προέρχεται το πάν μέσω απορροιών διαδοχικά υποβιβαζόμενων. Από το Εν που βρίσκεται πάνω από κάθε κατηγορία πηγάζει ο Λόγος, ο οποίος αντιστοιχεί στο ενιαίο σύνολο του στις Πλατωνικές Ιδέες. Ο Λόγος είναι ένα μη ακριβές αντίγραφο του Ενός. Μέσω του Λόγου το Εν αρχίζει να διαφοροποιείται με την έννοια του πολλαπλασιασμού. Από τον Λόγο απορρέει με την σειρά του η ψυχή του κόσμου ή ο δημιουργός. Μέσω άλλων παρεκκλίσεων φθάνει κατόπιν στην συγκεκριμένη υλικότητα του κόσμου. Η κοσμογονική διαδικασία θα παριστάνετο λοιπόν ως μια πορεία μοιραίας παρακμής και κατάπτωσης, και οι απόρροιες ως τα όλο και πιο ατελή παιδιά του υπέρτατου Ενός. Τι σκοπό έχει ο άνθρωπος σε αυτό το σύμπαν που φτιάχτηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση μιας γιγάντιας κατιούσας κλίμακας; Ο προορισμός του ανθρώπου θα ήταν να ανέβει εκ νέου το επικλινές της παρακμής, να αναζητήσει την οδό της επιστροφής, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεόν. Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση. Ο άνθρωπος πρέπει να φτάσει πραγματικά στην κατάσταση αυτή, σύμφωνα με την άποψη του Πλωτίνου, όχι μόνο μετά θάνατον αλλά και στην ζωή αυτή μέσω της λεγομένης «καταστάσεως της εκστάσεως».
Απαραίτητη προϋπόθεση των εκστατικών καταστάσεων αποτελεί φυσικά η ηθική τελείωση, η σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου από κάθε υλική ατέλεια, δηλαδή η τελείωση που αποκτάται μέσω της ασκητικής ζωής. Για τον Πλωτίνο αποτελούσε όνειδος το ότι είχε σώμα και ο μεγαλύτερος πόθος του ήταν η «έκστασις». Στην μυστικιστική κατάσταση της ένωσης του ανθρώπου με τον Θεό ο άνθρωπος έφτανε μόνο με την βαθμιαία άνοδο του από τον υλικό κόσμο σε εκείνον των Ιδεών και από εκεί στην ύπαρξη του Ενός. Αυτός είναι ο πρώτος μεταφυσικός μυστικισμός με ελληνο-ευρωπαϊκό χαρακτήρα. Για να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό το πράγμα πρέπει απαραιτήτως να συγκρίνουμε τον μυστικισμό του Πλωτίνου με τις μορφές του ασιατικού μυστικισμού και κυρίως του ινδικού. Στην διδασκαλία του βραχμανισμού η ένωση του ανθρώπου με την θεϊκή αρχή, με την απρόσωπη φύση, είναι δεδομένη εξ’ αρχής: ο άνθρωπος δεν πρέπει παρά μόνο να πραγματοποιήσει στο πλάνο της συνείδησης, μέσω της αληθινής γνώσεως, – μια πράξη, eo ipso δεδομένη ως πράξη θεμελιώδη της υπάρξεως. Σύμφωνα με την βραχμανική αντίληψη ο άνθρωπος καλείται να παραμερίσει, να εξαλείψει μόνο, την αυταπάτη ότι δεν είναι ένα με τον Θεό. Η μυστικιστική διαδικασία δεν εκπροσωπεί εδώ ένα ουσιώδες επιστέγασμα σε μια κατάσταση, ατελή από μόνη της, του ανθρώπου, αλλά συνίσταται μόνον στην εξάλειψη ενός παράγοντος ο οποίος εμποδίζει την όψη μιας δεδομένης καταστάσεως. Ο άνθρωπος είναι σεσωσμένος εκ των προτέρων, όντας ένα με τον Θεό. Αυτός δεν πρέπει να κάνει τίποτα άλλο παρά μόνο να θέσει σε εφαρμογή την σωτηρία του.
Φυσικά η εξάλειψη της αυταπάτης, που καλύπτει την αρχική θεμελιώδη κατάσταση, συνεπάγεται μακροχρόνια εξάσκηση και εσωτερική κάθαρση. Η κατάσταση της ταύτισης με τον Θεό, είναι μια de facto κατάσταση και ταυτοχρόνως θεμελιώδης, και μπορεί να γίνει και στο επίπεδο της συνειδήσεως μια διαρκής κατάσταση, τουλάχιστον για τους ασκητές οι οποίοι επέτυχαν να διαλύσουν τον ιστό της αυταπάτης. Στην φιλοσοφία του Πλωτίνου ο άνθρωπος δεν ταυτίζεται με τον Θεό, αλλά είναι μια απομίμηση αλλοτριωμένη, εξωτερική, περιγραμματική, κάτι το υποβιβασμένο. Η κατάσταση ενώσεως με τον Θεό δεν είναι συνεπώς κάτι δεδομένο εκ των προτέρων, αλλά προφανώς ένα συμπλήρωμα επιπρόσθετο σε μια δεδομένη κατάσταση, ένα αποτέλεσμα οφειλόμενο στην στροφή του ανθρώπου προς το εσωτερικό του, ή στην αίσθηση μιας ουσιαστικής υπαρξιακής μεταβολής ως κατόρθωμα κάποιων ανθρωπίνων προσπαθειών οι οποίες κινητοποιούν και μετασχηματίζουν την ίδια την φύση του ανθρώπου. Η έκσταση της ενώσεως, όντας μια υπέρβαση τόσο της ουσίας όσο και της διανόησης του ανθρώπου, δεν μπορεί να είναι κάτι μόνιμο. Η έκσταση είναι μόνο μια ευτυχισμένη στιγμή του αγγίγματος, μια εξαιρετική κατάσταση, οριακή, σπάνια κατορθωτή από τους θνητούς! Ο Πλωτίνος μαρτυρεί ότι αυτός ο ίδιος δεν έζησε την έκσταση παρά μόνο τέσσερις φορές στην ζωή του. Η σπανιότητα ή η διαλειπτικότητα του πυρετού της μυστικιστικής έκστασης βρίσκεται στον Πλωτίνο σε άμεση σύνδεση με την αντίληψη του περί του διαστήματος που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό, περί της κοπιώδους ανόδου, που πρέπει να βαδίσει έως της μοναδικής αρχής. Η απόσταση όμως που τέθηκε μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν είναι στον Πλωτίνο παρά μόνον μια παράπλευρη όψη της ελληνικής αντίληψης περί της πραγματικότητας των Ιδεών: οι Ιδέες δεν είναι απλώς αυταπάτες όπως στους ινδούς βραχμάνους. Για τους Έλληνες οι Ιδέες είναι κοσμικοί παράγοντες εφοδιασμένοι με τον πιο σαφή υπαρξιακό τόνο! Οι Ιδέες υπάρχουν, είτε στον ουρανό είτε σε συγκεκριμένα πράγματα. Από αυτό συνεπάγεται ότι ο Έλληνας, ακόμα και τότε όταν φθάνει στην συνείδηση μιας μοναδικής αρχής, υπεράνω κατηγορημάτων, δεν μπορεί να αποφασίσει να βυθισθεί σε αυτήν την μοναδική αρχή των Ιδεών, όπως τα ορειχάλκινα αγάλματα σε βαριά ύδατα. Ο πόθος του να δει παντού τις μορφές, τους «τύπους», ένα δομικό χαρακτηριστικό του ελληνικού πνεύματος, έκανε αδύνατη μια παρόμοια ολοκληρωτική βύθιση, εξαφάνιση, των Ιδεών. Έτσι ο μυστικισμός του Πλωτίνου μακριά από του να ταυτιστεί με τον ασιατικό παρουσιάζεται διαρθρωμένος στο μέτρο του ελληνικού ύφους και των κατηγορηματικών προσδιορισμών, τους οποίους προϋποθέτει αυτό το ύφος.
Ο αληθινός Έλληνας δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το συναίσθημα των όμηρο-πλατωνικών μορφών. Θα ζήσει σε έναν περιορισμένο ορίζοντα κατοικημένο από πλαστικούς και στατικούς ιδεαλιστικούς τύπους, ενώ όταν συμβεί να φθάσει μέχρι μια μυστικιστική θεώρηση από την ένωση του ανθρώπου με την θεϊκή αρχή, ο αληθινός Έλληνας θα κατανοήσει την μυστικιστική κατάσταση μόνον σαν μια εξαιρετική κατάσταση, σαν τον υψηλό και δύσκολο καρπό της ανθρώπινης ζωής, σαν μια κατάσταση στην οποία ξεπερνά για μια στιγμή τον ίδιο τον εαυτό του.
Στον Πλωτίνο βρίσκουμε ένα από τα πιο συχνά σύμβολα του μυστικισμού: το σύμβολο του φωτός. Στην κατάσταση της έκστασης ο Πλωτίνος αισθάνεται τον εαυτό του στην φαεινότητα ενός μεταφυσικού φωτός. Ο Πλωτίνος λέει: «Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το φως, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε λέει: ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα «από πού», επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου». Το φως σαν σύμβολο της εκστατικής καταστάσεως, το φως που γίνεται αισθητό από τον θνητό σαν μια ουράνια μέθη, είναι βασικά ένα κυρίαρχο σύμβολο στον μυστικισμό της Μεσογείου. Αλλά αυτό το σύμβολο δεν χρησιμοποιείται με την ίδια επιμονή στον βραχμανικό μυστικισμό ούτε στον βουδιστικό. Εκεί η έκσταση περιορίζεται συχνότερα μέσω του συμβόλου της εσωτερικής ησυχίας, της σιωπής, της παύσεως της ζωής, του κενού, του αποφατικού.
Ο μυστικισμός είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε για πλήρη περιγραφή. Ο μυστικισμός θεωρείται σαν διδασκαλία της κατάστασης της ένωσης με τον Θεό, της ταύτισης του ανθρώπου με το απόλυτο. Θεωρήθηκε ότι στις μυστικιστικές καταστάσεις γίνεται λόγος για μια πραγματική ένωση ή για μια πραγματική επαφή με το απόλυτο. Ο μυστικισμός έπρεπε να είναι πάντοτε κατά τρόπον απαραίτητο ένας, σε πείσμα των γλωσσικών διαφορών με τις οποίες είναι ενδεδυμένος. Αντίθετα από αυτή την άποψη, στηριζόμενοι στην ιστορία του πνεύματος όπως και σε μια πιο προσεκτική εξέταση των τρόπων, εμείς αποδεικνύουμε ότι δεν υπάρχει ένας ομοιόμορφος μυστικισμός αλλά μια σειρά από μυστικισμούς, μια εντυπωσιακή ποικιλομορφία του πνεύματος.
Δύο είναι οι αιτίες αυτών των ποικιλιών του μυστικισμού. Η πρώτη, σε πείσμα όλων των αξιώσεων που δηλώνονται σαφώς και κατηγορηματικώς, είναι ότι ο μυστικισμός δεν παρουσίασε ποτέ μια πραγματική ένωση του ανθρώπου με το απόλυτο, και η δεύτερη ότι όπως και οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση του δημιουργικού ανθρωπίνου προσώπου, ο μυστικισμός παρουσιάζεται αναπόφευκτα και πάντοτε δομημένος, κατά τρόπο στιλιστικό. Μετριάζοντας όμως το θεϊκό κύρος του μυστικισμού, δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να αυξάνουμε το ανθρώπινο κύρος του.
Βιβλιογραφία
Ζανμέρ Χ., Διόνυσος, Ιστορία της βακχικής λατρείας, Πάτρα 1981.
Μάρρει Γκ., Τα πέντε στάδια της Ελληνικής Θρησκείας, (μετάφραση στα Ελληνικά υπό Ε. Παπαδοπούλου), Ιάμβλιχος, Αθήνα 1996.
Μπάρκερτ Βάλτερ, Μυστηριακές Λατρείες της Αρχαιότητος, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1994.
Όττο Βάλτερ, Διόνυσος, Μύθος και Λατρεία, εκδ. Εικοστού πρώτου, Αθήνα 1991.
Κ. Καλογερόπουλος, Σκανδιναβική Μυθολογία, Ιάμβλιχος, Αθήνα 1996.
Χάρισον Τζ. Ε., Θέμις, Μελέτη της κοινωνικής προέλευσης της Ελληνικής θρησκείας, η γέννηση της αρχαιοελληνικής θρησκείας, (τίτλος πρωτοτύπου: Themis, A study of the Social Origins of Greek Religion, πρώτη έκδοση Cambridge 1927, μετάφραση στα ελληνικά υπό Ελένης Παπαδοπούλου), εκδόσεις Ιάμβλιχος, Αθήνα 1996.
Briem O.E., Les Sociétés Secrètes de Mystères, Paris 1951.
Cornford F.M., Greek Religious Thought from Homer to the Age of Alexander, 1939.
Dodds E.R., The Greeks and the Irrational, Berkeley, California, 1956.
Eliade M., Traite d’histoire des religions, Paris 1949.
Frazer J., The Golden Bough, A Study in Comparative Religion I-II, London 1890, 1911-36.
Grant F.C., Hellenistic religions: The age of syncretism, New York 1953.
Grant R., From Augustus to Constantine, Collin, 1971.
Jaeger W., The theology of the early Greek philosophers, Oxford 1947.
Kerenyi K., The gods of the Greeks, ed., Thames and Hutson, New York 1992.
Nilsson M.P., A History of Greek Religion, Oxford 1949, 2nd ed. Oxford, At the Clarendon Press, 1967.
Wili W., The History of the spirit in Antiquity, ed. Eranos Year Book, New York 1960, μετάφραση στα ελληνικά από τις εκδ. Ιάμβλιχος.
© 2003 Κ.Τσοπάνης
http://archive.gr/?p=78