Ο Τόμας Γκόρντον (ή Θωμάς Γόρδων ή αντιστράτηγος Θωμάς Γόρδας, όπως αναφερόταν στην Ελλάδα, αγγλικά: Thomas Gordon, 1788 – 20 Απριλίου 1841) ήταν Βρετανός (Σκωτσέζος) συνταγματάρχης, μεγαλοκτηματίας και περιηγητής, ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους εθελοντές που ήλθαν στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821.
Γεννήθηκε στο Κέρνες, του Αμπέρντηνσιρ, στη Σκωτία. Ανήκε σε οικογένεια της οποίας ο γενάρχης εντοπίζεται χρονικά τον 17ο αιώνα. Σπούδασε στο Κολλέγιο Ήτον και στο Κολλέγιο Μπρεϊζνόους.
Από το 1808-1810 υπηρέτησε στο «Royal Scots Greys», σύνταγμα ιππικού του βρετανικού στρατού ως δραγώνος και προάχθηκε στο βαθμό του λοχαγού. Κληρονόμησε μεγάλη περιουσία και τον Μάιο του 1810 παραιτήθηκε από την υπηρεσία, για χάρη των ταξιδιών. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους βρέθηκε στα Ιωάννινα όπου φιλοξενήθηκε από τον Αλή Πασά. Μεταξύ του 1810 και του 1812, ταξίδεψε στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, καθώς και την Ανατολία, την Περσία και την Μπαρμπαριά.
Το 1813 διετέλεσε λοχαγός του ρωσικού στρατού, ακολουθώντας τη σκωτική διασπορά στη Ρωσία και φέρεται ότι έκανε αρκετά για τη βελτίωση του ρωσικού ναυτικού. Στις αρχές του 1814 επέστρεψε στή Σκωτία. Το 1815 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παντρεύτηκε την ελληνοαρμένισα Μπάρμπαρα Καν ή Βαρβάρα Σανά (αργότερα βαρόνη de Sedaiges). Την ίδια χρονιά βρέθηκε στο σαράι του Αλή Πασά στα Ιωάννινα και το φθινόπωρο στο Βουκουρέστι. Εκεί γνώρισε τους Αλέξανδρο και Δημήτριο Υψηλάντη.
Η δράση του στην Επαναστατημένη Ελλάδα
Η δράση του στον επαναστατημένο Ελληνικό χώρο ήταν σχετικά βραχεία: δύο ή τρεις μήνες το 1821 και ένα χρόνο περίπου μεταξύ 1826 και 1827. O Γκόρντον, ο οποίος ναύλωσε και εξόπλισε με δικά του έξοδα ένα πλοίο στη Μασσαλία, με το οποίο μετέφερε στην Ελλάδα φιλέλληνες και Έλληνες αγωνιστές έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα τον Αύγουστο του 1821 και έγινε δεκτός από τον Δημήτριο Υψηλάντη έξω από την πόλη της Τρίπολης.
Ήταν ο πρώτος από τους Άγγλους φιλέλληνες που μπήκε στις τάξεις των ελληνικών δυνάμεων. Έλαβε ενεργό μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς αλλά οι απόψεις διίστανται για το αν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της ανθρωποσφαγής, μέρους της, ή τη συνόψισε μεταγενέστερα.
Ο Φίνλεϊ (1861) αναφέρει ότι επέστρεψε στην Τριπολιτσά μαζί με τον Υψηλάντη εννέα ημέρες μετά την άλωση και άντλησε τη μαρτυρία επιζώντων της σφαγής. Ο Gary J. Bass (2008) τον αναφέρει ως παρόντα, το ίδιο και ο Benjamin Lieberman (2013), ενώ ο William S Clair αναφέρει ότι επέστρεψε «λίγο μετά την άλωση». Σύμφωνα με άλλους ιστορικούς στην άλωση απουσίαζε, καθώς έλειπε σε άλλη αποστολή υπό τον Δ. Υψηλάντη. Την απουσία του Gordon από την άλωση αναφέρει και ο φιλέλληνας Persat που ήταν μαζί του σε άλλη αποστολή υπό τον Δ. Υψηλάντη.
Η άποψη της Αγλαΐας Κάσδαγλη είναι σε συμφωνία με την άποψη του David Brewer, ο οποίος αναφέρει ότι «όταν ο Υψηλάντης, ο Γκόρντον και οι άλλοι φιλέλληνες έφυγαν από την Τριπολιτσά, ακριβώς την ώρα που άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις, δεν μπορούσαν να έχουν προβλέψει ότι οι συνομιλίες θα τέλειωναν με μια καιροσκοπική αιφνιδιαστική επίθεση των Ελλήνων. Η πιο πιθανή έκβαση σ’ αυτή τη φάση ήταν να συμφωνηθούν οι όροι της παράδοσης και μετά να αγνοηθούν και να ακολουθήσει σφαγή».
Η επιστροφή στην Αγγλία
Μετά την άλωση διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη σφαγή αυτή. Καθώς αγνοήθηκε, αποσύρθηκε από τη στρατιωτική υπηρεσία. Το Νοέμβριο του 1821 πέρασε στη Ζάκυνθο και από εκεί επέστρεψε στη Σκωτία. Τον Νοέμβριο του 1822 η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση της Ερμιόνης απέστειλε επιστολή ζητώντας του να επιστρέψει. Αρνήθηκε, αλλά εντάχθηκε στην ελληνική επιτροπή του Λονδίνου (που σχηματίστηκε στις 3 Μαρτίου του 1823) και συνέβαλε με χρήματα και στρατιωτικές προμήθειες.
Αρνήθηκε την πρόσκληση της επιτροπής να πάει στην Ελλάδα, επειδή ήταν εναντίον των Πελοποννήσιων οι οποίοι ήταν μέλη της κυβέρνησης και «τους θεωρούσε κοινούς ληστές» αλλά ως μέλος της επιτροπής υποστήριξε σθεναρά τον διορισμό του Μπάιρον. Σύμφωνα με τον ιστορικό της τέχνης Άλμπερτ Μπόιμ, «Οι φιλέλληνες συνειδητά παρέβλεπαν ορισμένες από τις αντιφατικές ιστορίες για τις φρικαλεότητες των Ελλήνων, γιατί δεν είχαν πουθενά αλλού να καταθέσουν τις φιλελεύθερες παρορμήσεις τους».
Εκτός του Γκόρντον ήταν πολλοί εκείνοι που βοήθησαν με χρήματα και υλικά. Επίσης, η Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου βοήθησε την Ελλάδα με τη σύναψη δύο δανείων το 1824 (£800,000) και το 1825 (£2,000,000). Με τη σύναψη του πρώτου δανείου η ελληνική αντιπροσωπεία και πάλι ανεπιτυχώς ζήτησε από τον Γκόρντον να επιστρέψει. Το 1826 οι Έλληνες βουλευτές στο Λονδίνο τον έπεισαν να επιστρέψει για την προώθηση της ενότητας και της στρατιωτικής πειθαρχίας. Έφτασε στο Ναύπλιο τον Μάιο του 1826 και διαπίστωσε ότι οι διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες είχαν σβήσει ακόμη και την εχθρότητα κατά των Τούρκων. Ο ίδιος είχε καλή υποδοχή και έφτασε εγκαίρως για να αποτρέψει τη διάλυση του τακτικού σώματος.
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα 11 Μαΐου του 1826, έχοντας μαζί του το τελευταίο ποσό, ήτοι 14.000 βρετανικές λίρες, από το δεύτερο δάνειο, για το οποίο διατήρησε τον απόλυτο έλεγχο διαχείρισής του. Η αποστολή που του είχε ανατεθεί ήταν να συνεργαστεί με τον Φαβιέρο για τον σχηματισμό τακτικού στρατού και να προετοιμάσει την άφιξη του Λόρδου Κόχραν. Κατά την αναχώρησή του ζήτησε να διατηρήσει την αποκλειστικότητα ως προς τη διαχείριση του χρηματικού αυτού ποσού.
Ο Μακρυγιάννης του ζήτησε να αναλάβει την αρχηγία του στρατού, αλλά Γκόρντον του εξήγησε πως η Ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο, επειδή οι σχέσεις της μαζί του δεν ήταν αρμονικές. Τελικά με τη μεσολάβηση του Μακρυγιάννη προς τον Πρόεδρο της Διοικητικής Επιτροπής Ανδρέα Ζαΐμη, έγινε δεκτό να αναλάβει την αρχηγία ο Γκόρντον.
Έλαβε μέρος στις εχθροπραξίες του 1827 στην Καστέλλα του Πειραιά καλύπτοντας τη δαπάνη συγκρότησης των εκστρατευτικών σωμάτων. Συγκεκριμένα με το κύριο σώμα στρατού μετά από καθυστέρηση λόγω θυελλωδών ανέμων πέτυχε την κατάληψη του λόφου της Καστέλλας, χωρίς όμως να πετύχει την πρόελασή του προς την Ακρόπολη.
Ο Γκόρντον παραιτήθηκε από το αξίωμά του αγανακτισμένος όταν η αλβανική φρουρά που βρισκόταν στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα δέχθηκε επίθεση από ομάδα ενόπλων Ελλήνων κατά τη σύλληψη και μεταφορά της σε ασφαλές μέρος. Περιορίστηκε στο έργο της επιμελητείας μέχρι τον Ιούλιο του 1827, οπότε γύρισε στη Σκωτία.
Στην Καποδιστριακή περίοδο
Επανήλθε στην Ελλάδα το 1828. Από το 1828 έως 1831, διενήρησε τις ανασκαφές στον Ναό της Ήρας, κοντά στο Άργος.
Ο Γκόρντον έλαβε μέρος στην αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια. Τον Ιανουάριο του 1831 με τη γολέτα του Γκόρντον, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη βρετανική Ζάκυνθο. Αμέσως μετά τα γεγονότα αυτά, ο Γκόρντον επέστρεψε στη Σκωτία, όπου τελείωσε το βιβλίο του «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» το 1833.
Στην Οθωνική περίοδο
Μετά την εγκαθίδρυση της μοναρχίας στην Ελλάδα ο Γκόρντον ήλθε και πάλι στην Ελλάδα το 1833 και εντάχθηκε στον ελληνικό στρατό. Αργότερα διορίστηκε πρόεδρος του Στρατοδικείου. Λόγω της κακής του υγείας, παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 1839 και επέστρεψε στη Σκωτία. Μία σύντομη επίσκεψη του στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 1840.
Απεβίωσε στο Καιρνές στις 20 Απριλίου του 1841, από νεφρική ανεπάρκεια. Δεν ήταν παντρεμένος, είχε όμως αποκτήσει έναν γιο με μια κοπέλα από τα κτήματά του, τον οποίο και όρισε κληρονόμο. Εγγονός του ήταν ο Τσαρλς Γκόρντον, αξιωματικός του Βρετανικού στρατού.
Το προσωπικό του αρχείο δωρήθηκε από την δισέγγονή του, Marjory Gordon, στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου του Αμπερντήν και το σχετικό με την Ελλάδα τμήμα του περιέχει πλέον των 800 επιστολές, έγγραφα, περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, χάρτες και εγκυκλίους, όπως επίσης και σχέδια μαχών της ελληνικής επανάστασης.
Ιστορικό έργο και αποτίμηση αυτού
«Το έργον είνε σπουδαίον και το επόνεσα», έγραφε τον Νοέμβριο του 1903 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στον Γιάννη Βλαχογιάννη για το βιβλίο του Γκόρντον.
Από τη «μεταφραστική πένα του κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη», σύμφωνα με τις παρουσιάσεις του Αρχείου του Βλαχογιάννη: «Ο κατακείμενος στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (περισσότερο από εκατό χρόνια) ιστορικός μεταφραστής Παπαδιαμάντης εγείρεται πια όχι με τον εντελώς άγνωστο Σπηλιάδη και τον σχεδόν άγνωστο Γόρδωνα, αλλά με τον διπλομεταφρασμένο ήδη Φίνλεϋ».
Από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, λοιπόν, εκτός του έργου του Γκόρντον, υπάρχει και η μετάφραση στο έργο του Τζορτζ Φίνλεϋ, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Τόμοι Α’-Β’, μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, φιλολογική επιμέλεια: Άγγελος Μαντάς, έκδοση: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, ISBN 978-960-6757-06-8 & ISBN 978-960-6757-12-9: «Ένας φάκελος χαμένος από τις αρχές του 20ού αιώνα, καταχωνιασμένος στους δαιδάλους των Γενικών Αρχείων του Κράτους, περιείχε τη μετάφραση που ο Βλαχογιάννης είχε παραγγείλει στον Σκιαθίτη λόγιο και δεν αξιώθηκε κανείς απ’ τους δυο τους να τη δει τυπωμένη…»
Η Ιστορία τῆς Ελληνικῆς Επανάστασης του στρατηγού Γκόρντον χαρακτηρίζεται ως ένα από τα εγκυρότερα και σοβαρότερα έργα για την ελληνική επανάσταση διαθέτοντας σημαντικό σε έκταση υλικό και παρέχοντας ολοκληρωμένη, μετριοπαθή και αντικειμενική εικόνα, λόγω και της συμμετοχής του ίδιου σε προσωπικό επίπεδο. Το βιβλίο του έτυχε εξαρχής της γενικής αποδοχής και επηρέασε καταλυτικά ιστορικούς όπως οι Σπυρίδων Τρικούπης και Τζορτζ Φίνλεϊ.
Κριτική
Από την πλειονότητα των ιστορικών ο Γκόρντον θεωρείται ότι επέδειξε φιλελληνική δράση στηρίζοντας από τους πρώτους την επανάσταση του 1821. Κατ’άλλους υπήρξε πράκτορας των Βρετανών, πλην όμως οι συγκεκριμένες κατηγορίες φαίνεται να μην τεκμηριώνονται πουθενά. Ο Ντάγκλας Ντέικιν τον χαρακτηρίζει τουρκόφιλο.
Οι υποψίες για κατασκοπεία υπέρ της Βρετανίας κυκλοφορούσαν μεταξύ των Ελλήνων από την εποχή της Επανάστασης. Κατά τον Ν. Σπηλιάδη αυτός ήταν ο λόγος που ο Γκόρντον έφυγε από την Ελλάδα μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς.
Τιμητικές διακρίσεις
Στον Τόμας Γκόρντον απονεμήθηκαν διάφορες τιμητικές διακρίσεις. Το 1839, κατά τη συνταξιοδότησή του, ορίστηκε από τον βασιλιά Όθωνα, υποστράτηγος ε.α. και τιμήθηκε με τον «Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος». Κατείχε ήδη τον «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος» (Ελλάδας) και ήταν επίσης «Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ» (Ρωσίας).
Ήταν επίσης μέλος, στη Μεγάλη Βρετανία, σε διάφορες εταιρείες:τη «Βασιλική Εταιρεία» (Royal Society, 1821), την «Κοινωνία Αρχαιοδιφών της Σκωτίας» (Society of Antiquaries of Scotland, 1828), τη «Βασιλική Ασιατική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας» (Royal Asiatic Society of Great Britain and Ireland, 1834).
Στην Ελλάδα ήταν μέλος στην Εταιρεία Φυσικής Ιστορίας (1837) στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και στην Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία(1840).
Οικία Γκόρντον στο Άργος
Στο Άργος ο Γκόρντον έκτισε την οικία του, το 1829. Από το όνομά του, μερικά χρόνια αργότερα, η συνοικία (γειτονιά) ονομαζόταν πλέον «συνοικία Γόρδωνος», αντί της προηγούμενης ονομασίας «συνοικία Αρβανιτιά», που είχε επί τουρκοκρατίας. Η οικία Γκόρντον, στην οδό Γόρδωνος 14, ανακηρύχθηκε διατηρητέα, ενώ το 1987 το οίκημα το αγόρασε η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών προκειμένου να δημιουργήσει βιβλιοθήκη, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων στο ισόγειο και κατάλυμα για τους αρχαιολόγους και τους ερευνητές. Το κτίριο στη συνέχεια αναπαλαιώθηκε.
Εργογραφία
– Thomas Gordon, «History of the Greek revolution», Τόμος 1, 1832, (αγγλικά) και Θωμά Γόρδωνος, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως και των ένεκα των προσπαθειών των φιλοπατρίδων Ελλήνων προς απελευθέρωσιν της πατρίδος αυτών εκ του Οθωμανικού ζυγού προκυψασών μαχών και στρατειών». Υπό του φιλέλληνος υποστρατήγου Θωμά Γόρδωνος, Μέλους της εν Λονδίνω Βασιλικής Φιλολογικής Εταιρίας και ενθέρμου βοηθού του Ελληνικού αγώνος. Μεταφρασθείσα μεν υπό Σ. Ι. Κασιμάτη. Φυλλάδιον Πρώτον, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ. Βάφα, Αθήνησι 1849, (ελληνικά). Επίσης: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Φυλλάδιον Πρώτον (ελληνικά).
– Thomas Gordon, «History of the Greek revolution», Τόμος 2, 1832, (αγγλικά).
– Thomas Gordon, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», (3 τόμοι) μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, φιλολογική επιμέλεια: Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, συνεπιμελητές: Άγγελος Μαντάς, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εισαγωγή: Αγλαΐα Κάσδαγλη, πρόλογος: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, έκδοση: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), Αθήνα 2015, ISBN 978-960-250-547-2, επίσης: Θωμάς Γόρδων, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως».
– Μεταξύ των σημαντικών για την Επανάσταση κειμένων που άφησε ο Γκόρντον είναι και μια αναφορά του που υπέβαλε στις Αγγλικές αρχές της Ζακύνθου περί τον Νοέμβριο του 1821, ενώ βρισκόταν εκεί βαριά ασθενής. Την αναφορά δημοσίευσε ο Σουηδός Sture Linner στο «W.H. Humphreys first Journal of the Greek War of Independence», July 1821 – February 1822, Stockholm, 1967, σ. 74-78.