Στην ελληνική μυθολογία ο Θερσίτης (< θέρσος (θάρρος) + ἰταμεύομαι (προκαλώ, γίνομαι θρασύς, αυθαδιάζω), “αυτός που έχει το θάρρος να προκαλεί, ο θρασύς”) ήταν Αιτωλός, γιος του Άγριου και εγγονός του Πορθάονα και του Ευρύτου. Αδέλφια του ήταν ο Ογχηστός, ο Πρόθοος, ο Κελεύτορας, ο Λυκωπέας και ο Μελάνιππος.
Φωτογραφία από: ellinondiktyo
Με τη βοήθειά τους έδιωξε τον θείο του, τον Οινέα, από τον θρόνο της Καλυδώνας όταν εκείνος γέρασε και ήταν πια ανήμπορος.
Το όνομά του κατά μία εκδοχή προέρχεται από τη λέξη θάρρος (θάρσος) που οι Αιολείς πρόφεραν «θέρσος».
Ο μύθος
Ο Θερσίτης είναι κυρίως γνωστός ως ο μόνος ίσως καθαρά «αρνητικός» χαρακτήρας στον Τρωικό Πόλεμο: Μέσα στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν παρασιτικό στοιχείο, ένας δειλός που μόνο έβριζε, φιλονικούσε και προκαλούσε συνεχώς με την αυθάδη συμπεριφορά του. Η κακή ψυχή του ίσως οφειλόταν και στην άσχημη εμφάνισή του: ήταν αλλοίθωρος, κουτσός και στραβοπόδαρος, με ελάχιστα μαλλιά στο κεφάλι του.
Σε ένα περιστατικό, ο Οδυσσέας αγανακτεί ακούγοντας τον Θερσίτη να βρίζει τον Αγαμέμνονα και να παρακινεί τον στρατό σε ανταρσία, γι’ αυτό και τον κτυπά δυνατά με το σκήπτρο του.
Κατά μία παράδοση, που αναφέρεται στην Ιλιάδα, ο Θερσίτης πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, αλλά όταν αντίκρυσε το θηρίο, «εγκατέλειψε την θήραν, την σωτηρίαν θηρώμενος».
Τα Κύκλια Έπη αναφέρουν ότι τελικώς ο Θερσίτης σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα με αφορμή το ακόλουθο περιστατικό: Προς το τέλος του Τρωικού Πολέμου ο Αχιλλέας βρέθηκε αντιμέτωπος με την Πενθεσίλεια, βασίλισσα των Αμαζόνων, που πολεμούσε με το μέρος των Τρώων φορώντας πολεμική μάσκα. Ο Αχιλλέας κατόρθωσε να την τραυματίσει θανάσιμα, οπότε πήγε κοντά της και έβγαλε τη μάσκα της. Η συγκίνηση του ήρωα ήταν τότε καταφανής σε όλους. Η ομορφιά της Πενθεσίλειας τον γέμισε μελαγχολία και όσοι ήταν παρόντες δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι ο Αχιλλέας είχε εκείνη τη στιγμή ερωτευθεί τη γυναίκα που σε λίγο θα πέθαινε. Αλλά ο Θερσίτης, ακόμα και την τραγική αυτή ώρα, αισθάνθηκε την ανάγκη να περιγελάσει τον Αχιλλέα, έμπηξε μάλιστα και το κοντάρι του μέσα στο μάτι της Πενθεσίλειας. Τότε ο ήρωας, έξαλλος από θυμό, σηκώθηκε και τον σκότωσε με γροθιές «εν βρασμώ ψυχής». Για τον λόγο αυτό, ο Αχιλλέας αναγκάσθηκε μετά να ταξιδέψει στη Λέσβο, όπου θυσίασε στον Απόλλωνα, στην Αρτέμιδα και στη Λητώ προκειμένου να εξαγνισθεί από το μίασμα του φόνου. Ο Διομήδης είχε οργισθεί πολύ με τον Αχιλλέα, καθώς ο Θερσίτης ήταν συγγενής του (ο Διομήδης ήταν εγγονός του Οινέα), παρότι είχε ανατρέψει τον σφετερισμό του θρόνου της Καλυδώνας (βλ. Διομήδης). Με αρκετό κόπο κατάφεραν οι πολεμιστές να συμφιλιώσουν τους δύο ήρωες.
Πέρα από τη μυθολογική και φιλολογική θεώρηση αρκετοί σύγχρονοι μελετητές κι αναγνώστες της Ιλιάδας αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Θερσίτη έναν λαϊκό πολεμιστή που εκφράζει τους απλούς μαχητές του στρατοπέδου των Αχαιών. Είναι αυτός, που παρά τις αδυναμίες του, τολμά κι αμφισβητεί το κύρος και την αυθεντία των αριστοκρατών. Το τίμημα βαρύ, λοιδωρείται, ξυλοφορτώνεται αλλά δεν σωπαίνει,αντιμιλά στον Αγαμέμνονα, αλλά αποκαλύπτει τα κίνητρα των ευγενών πολεμιστών που κατάγονται από θεούς: «Θερσίτης δ’ έτι μούνος εθορύβει, ος πολλά τε και άτακτα λέγειν … φιλονείκειν τοις βασιλεύσιν,36-39Δ
Η τοιχογραφία του Πολυγνώτου στη «Λέσχη των Κνιδίων» στους Δελφούς παρίστανε τον Θερσίτη γενειοφόρο, να παίζει κύβους (ζάρια) με τον Παλαμήδη, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (Α 31, 1 κ.ε.).