Νομομαθής, πανεπιστημιακός δάσκαλος και πολιτικός, που διατέλεσε για μικρό διάστημα και πρωθυπουργός.
Γεννήθηκε το 1876 στην Αθήνα και σπούδασε νομικά στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Μονάχου. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1900 και άρχισε να δικηγορεί. Το 1904 ανακηρύχθηκε υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου δίδαξε επί τετραετία.
Πολιτεύτηκε για πρώτη φορά μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1909 με το κόμμα των Φιλελευθέρων και εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας το 1910 και το 1912. Το 1911 διορίσθηκε μέλος της Επιτροπής για τη σύνταξη του Αστικού Κώδικα και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωσή του.
Από τις 9 Νοεμβρίου 1913 έως τις 9 Νοεμβρίου 1914 διατέλεσε Υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η λήξη της θητείας του σήμανε και την αποχώρησή του από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, λόγω διαφωνίας.
Το 1917 επανήλθε στην πολιτική και διετέλεσε για δύο μήνες Υπουργός Ναυτικών στην αντιβενιζελική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Το 1924, μαζί με άλλους πολιτικούς, ίδρυσε το Ενωτικό Προοδευτικό Κόμμα, το πρόγραμμα του οποίου διακρινόταν για τη μετριοπάθειά του. Το 1926 ανακηρύχθηκε κοινός υποψήφιος των βενιζελικών και αντιβενιζελικών κομμάτων που αντιπολιτεύονταν τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Όταν, όμως, τα κόμματα αποφάσισαν να απόσχουν από τις εκλογές, η υποψηφιότητα Δεμερτζή δεν είχε κανένα νόημα και αποσύρθηκε.
Στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, τις πρώτες μετά την ανατροπή του δικτάτορα Πάγκαλου, εξελέγη βουλευτής Αθηνών με την αντιβενιζελική παράταξη. Η Βουλή που προέκυψε διαλύθηκε μετά διετία και ο Δεμερτζής αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολιτική και να επανέλθει στα ακαδημαϊκά του καθήκοντα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τακτικός καθηγητής του Οικογενειακού Δικαίου.
Μετά την παλινόρθωση της Βασιλείας τον Νοέμβριο του 1935 και την παραίτηση της κυβέρνησης Κονδύλη κλήθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ να σχηματίσει υπηρεσιακή κυβέρνηση (30 Νοεμβρίου 1935). Την αποτελούσαν, κυρίως, συντηρητικοί πολιτικοί, με εντολή τη διενέργεια εκλογών. Το σπουδαιότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε η κυβέρνησή του ήταν το ζήτημα της γενικής αμνηστίας σε όσους συμμετείχαν στο βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Ο Δεμερτζής υιοθέτησε συμβιβαστική λύση. Αμνήστευσε τους καταδικασθέντες πολιτικούς, ενώ στους στρατιωτικούς απένειμε χάρη για να αποκλεισθεί η επαναφορά τους στο στράτευμα.
Η υπό τον Κωνσταντίνο Δεμερτζή κυβέρνηση διεξήγαγε άψογες εκλογές στις 26ης Ιανουαρίου 1936, οι οποίες δεν έδωσαν αυτοδυναμία σε κανένα κόμμα. Οι διαβουλεύσεις που ακολούθησαν δεν είχαν αποτέλεσμα, λόγω των έντονων διαφωνιών βενιζελικών και αντιβενιζελικών, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας. Προ του αδιεξόδου, ο βασιλιάς διατήρησε τον Δεμερτζή στην πρωθυπουργία έως τον ξαφνικό θάνατό του, το πρωί της Δευτέρας του Πάσχα, 13 Απριλίου 1936, από καρδιακό επεισόδιο.
Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του και Υπουργός Στρατιωτικών Ιωάννης Μεταξάς. Πρώτο μέλημα του βετεράνου στρατιωτικού, μετά την ατυχή απόφαση της Βουλής να του παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης, η κατάλυση της Δημοκρατίας στις 4 Αυγούστου 1936 και η επιβολή της τετράχρονης δικτατορίας.
Ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα στη χώρα μας. Εξαίρετος άνθρωπος, τίμιος, ειλικρινής, ευφυέστατος, πολιτισμένος στο έπακρο και σπουδαίος επιστήμονας.
Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν τα βιβλία: «Περί της ευθύνης του κράτους εκ των παρανόμων πράξεων και παραλήψεων των υπαλλήλων του» και «Σύστημα Αστικού Δικαίου: Οικογενειακό Δίκαιο».
Ο Δεμερτζής αναμίχθηκε και στη δημοσιογραφία. Εκτός της πλούσιας αρθρογραφίας του στον ημερήσιο τύπο, εξέδωσε και δική του εφημερίδα, τον «Ημερήσιο Τηλέγραφο».