Η συγκλονιστική εξομολόγηση του Περικλή Κοροβέση

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τον Κοροβέση που πέθανε μια μέρα σαν σήμερα, τον βασάνισαν τόσο, τόσο μα τόσο, που είχε πει: “Τόσο που δεν το θυμάμαι. Έκανα ένα εγκεφαλογράφημα για άλλους λόγους και οι γιατροί βρήκαν στο κεφάλι μου κάποιες μικρές βούλες. Με ρώτησαν τι είναι και τους είπα ότι είναι γκλοπιές.Με τράβαγαν, με χτυπούσαν, με έδεσαν στον πάγκο, τους άκουγα πώς μιλούσαν μεταξύ τους. Όμως αισθανόμουν ότι ανήκω σε έναν κόσμο που δεν έχει σχέση μ’ αυτούς. Αισθανόμουν ότι υπερασπίζω κάτι πολύ υψηλό, τους φίλους μου, όχι ιδέες, όχι κάποιον «ισμό», κάτι αφηρημένο, αλλά συγκεκριμένους ανθρώπους που είμαστε φίλοι και που τόλμησαν από την πρώτη μέρα της Δικτατορίας και βγήκαν στους δρόμους. Έλεγα μέσα μου ότι αυτά τα σκουλήκια δεν θα μου φάνε αυτόν τον κόσμο.”

Δεν συγχώρησε ποτέ. Έλεγε: ‘Σημαίνει ότι τους δίνω το ελεύθερο να το ξανακάνουν”. Και πολύ καλά έλεγε. Καμιά συγχώρεση στα καθάρματα.

“Μερικές φορές, βαθιά τη νύχτα, με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, έρχονται κάποιες στιγμές που η ψυχή μου γεμίζει ουράνια τόξα. Όχι σημαντικά πράγματα. Μικρές στιγμές που τους χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ.Σε σένα κυρ Μανώλη στην Αθηνάς, όταν σου ζήτησα δουλειά. Είπες, “δεν έχω ανάγκη από κάποιο παιδί”. Αλλά με πήρες στη δουλειά σου, γιατί είχα ανάγκη εγώ. Και έτσι μπόρεσα και τέλειωσα το νυχτερινό. Στους δυο μπάτσους την εποχή της χούντας, όταν ρίχναμε προκηρύξεις στον κινηματογράφο Εκράν. Και μας είπαν: “Τί κάνετε, ρε κωλόπαιδα; Πάρτε δρόμο πριν σας γαμήσουμε”.Και μας άφησαν ξέροντας πως θα ξαναρίξουμε προκηρύξεις. Γλιτώσαμε έτσι βασανιστήρια και φυλακίσεις.

Στον περιπτερά, τον κυρ Κώστα, που μου έδινε την Αυγή τυλιγμένη στα Νέα. Μετά από χρόνια έμαθα πως τα γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου που μου έφερνε η μάνα μου στις Φυλακές Αίγινας ήταν δικά του. Αλλά δεν ήθελε να το μάθει κανείς. Ακόμα έχω τη θύμηση μιας γλύκας στην ψυχή και στο στόμα. Και τώρα σε σένα Ίνγκριντ, στο προαστιακό τρένο στη Στοκχόλμη, που με είδες να τουρτουρίζω σε θερμοκρασία είκοσι υπό το μηδέν.Είδες τα ρούχα μου και με λυπήθηκες. Με μάζεψες, με πήγες σπίτι σου, εμένα το λαθρομετανάστη, που εξ ορισμού ήμουν επικίνδυνος. Με τάισες, με έπλυνες, μου έδωσες το κρεβάτι σου. Και με έκανες θρήσκο. Είπα, “εδώ υπάρχει θεός”.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ