Η παράταξη των Φιλελεύθερων πήγε στις κάλπες της 1ης Νοεμβρίου 1920 τυπώνοντας 100 χιλιάδες αντίτυπα του χάρτη της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, που είχε δημιουργήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ο αντιβενιζελικός υποψήφιος στη Μεσσηνία Κωνσταντίνος Κουμουνδούρος έσκισε αυτόν χάρτη σε προεκλογική του εκδήλωση, υπό τις επευφημίες των ψηφοφόρων του. «Δεν τα θέλομε», ήταν το βασικό σύνθημα στις συγκεντρώσεις της αντιπολίτευσης. Τόσο έντονο ήταν το κλίμα του εθνικού διχασμού που είχε καλλιεργηθεί από τη σκληρή σύγκρουση του Ελευθέριου Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο το 1915 και οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Καθοριστικό σημείο στην εξέλιξη των γεγονότων ήταν οι εκλογές του 1920, όταν η παράταξη του Ελ. Βενιζέλου ηττήθηκε από τον αντιβενιζελικό συνασπισμό, παρά το γεγονός ότι είχε διπλασιάσει την ελληνική επικράτεια με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Πριν από την ψηφοφορία, η κυβέρνηση του Βενιζέλου πέρασε διάφορους νόμους για να διασφαλίσει την πλειοψηφία της σε κρίσιμες περιφέρειες, όπως η Θράκη, η οποία ενσωματώθηκε με νόμο προτού ολοκληρωθεί τυπικά η προσάρτηση βάσει του διεθνούς δικαίου. Αλλού όμως η κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύτηκε τη νομοθετική της ισχύ.
Ο πολύπειρος βουλευτής Κ. Ζαβιτζιάνος είχε συμβουλεύσει τον Ελ. Βενιζέλο να δημιουργήσει μια ξεχωριστή περιφέρεια με την Αθήνα και τον Πειραιά, ώστε να αποφύγει τον κατακλυσμό από τη φιλοβασιλική πλειοψηφία στη μεγάλη περιφέρεια της Αττικοβοιωτίας.
Ο πρωθυπουργός φαίνεται πως υπέκυψε στις πιέσεις τοπικών πολιτευτών της Βοιωτίας και δεν έσπασε την εκλογική περιφέρεια, με συνέπεια να μην εκλεγεί βουλευτής ούτε ο ίδιος.
Ο χάρτης των αποτελεσμάτων
Το βράδυ της 1ης Νοεμβρίου, τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας προκάλεσαν ψυχρολουσία στο στρατόπεδο των Βενιζελικών. Από τις 369 έδρες κέρδισαν 118, τις 52 στη Θράκη και τις 66 στις άλλες Νέες Χώρες πέραν της Μακεδονίας, παρά το γεγονός ότι είχαν το 50,3% των ψήφων έναντι 49,3% της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Στη Μακεδονία οι αντιβενιζελικοί πήραν τις 69 από τις 74 έδρες βασιζόμενοι στις ψήφους των αλλοεθνών.
Στην Παλιά Ελλάδα η επικράτηση των φιλοβασιλικών ήταν ολοκληρωτική, με δεδομένο κι ότι η αναμέτρηση είχε λάβει τον χαρακτήρα άτυπου δημοψηφίσματος για την επιστροφή του Κωνσταντίνου, ύστερα κι από τον αναπάντεχο θάνατο του υιού του, πρίγκιπα Αλέξανδρου από το δάγκωμα της μαϊμούς.
Η διάκριση Παλιάς Ελλάδας και Νέων Χωρών εκδηλώθηκε στην κάλπη: Οι πληθυσμοί των Νέων Χωρών ταυτίστηκαν με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος υπήρξε και ο ίδιος αλύτρωτος και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της Κρήτης. Η Παλιά Ελλάδα χαρακτηριζόταν από εθνική ομοιογένεια, στήριζε τον στρατηλάτη Κωνσταντίνο και είχε κουραστεί να πολεμά. Στο εσωτερικό της κοινωνίας ο διαχωρισμός αποτυπωνόταν σε πολλές εκφάνσεις της δημόσιας ζωής.
Οι παλιοελλαδίτες δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούσαν στις νέες χώρες αντιμετώπιζαν τους ντόπιους πληθυσμούς με αίσθημα ανωτερότητας και ενίοτε μα χαρακτηρισμούς όπως «τουρκόσποροι» ή «τουρκογεννημένοι». Οι αλλοεθνείς πληθυσμοί των νέων χωρών εναντιώθηκαν στον βενιζελισμό γιατί τον θεωρούσαν ως έκφραση του ελληνικού εθνικισμού. Έτσι, στις κρίσιμες εκλογές του 1920, εκλέχθηκαν 16 μουσουλμάνοι Τούρκοι και τρεις Σεφαραδίτες Εβραίοι στη Μακεδονία.
Ταξικές διακρίσεις και διχασμός
Το κόστος για την εκτύπωση της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών ως προμετωπίδα του προκλεογικού αγώνα των βενιζελικών, ανέλαβαν οι έλληνες εφοπλιστές του Λονδίνου όπου έγινε και η εκτύπωση.
Οι Φιλελεύθεροι εξέφραζαν κυρίως τη μεσαία και ανώτερη επιχειρηματική τάξη απέναντι στους εισοδηματίες και την πλούσια ολιγαρχία των αντιβενιζελικών αστών. Έμποροι από τη μια και μικροαστοί νοικοκυραίοι από την άλλοι, συμπλήρωναν την εκλογική βάση των δύο παρατάξεων, οι οποίες έρχονταν διαρκώς σε αντιπαράθεση και σε επίπεδο συντεχνιών και επαγγελματικών συλλόγων.
Η ίδρυση της ΓΣΕΕ και οι βελτιώσεις στην εργατική νομοθεσία είχαν δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα του βενιζελισμού στις εργατικές τάξεις. Εξανεμίστηκαν, όμως έως τις εκλογές του 1920 για δύο βασικούς λόγους: τη μείωση του βιοτικού επιπέδου που προκάλεσε ο πόλεμος και τη δυναμική άνοδο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος που απέρριψε οποιαδήποτε συμπόρευση με τους Φιλελεύθερους.
Η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών εξασφάλισε την υποστήριξη των αγροτών στη Θεσσαλία, όπου είχε προηγηθεί το Κιλελέρ. Αντίθετα, οι ακτήμονες και μικροϊδιοκτήτες στην Παλιά Ελλάδα παρέμειναν πιστοί στον Βασιλιά.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος παρουσίασε την ταξική διάκριση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις αναφερόμενος στο κίνημα του 1909 στο Γουδή: «Προ της επανάστασης οι έχοντες σχέσιν με την στήλην των εξόδων (τρόφιμοι) του προϋπολογισμού διήυθηνων κυρίως την Ελλάδα. Ήδη αι τύχαι αυτής διευθύνονται κυρίως παρ΄ εκείνων οίτινες τροφοδοτούν την στήλην των εσόδων του προϋπολογισμού«.
Όπως αποδείχτηκε, η παράταξη των Φιλελευθέρων δεν αξιολόγησε επαρκώς την κοινωνική δομή και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του εκλογικού σώματος, εκτιμώντας ότι ο θρίαμβος της Μεγάλης Ελλάδας ήταν αρκετός να φέρει τη νίκη στις κάλπες. Μετά την ήττα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Πηνελόπης Δέλτα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πει σε στενό του περιβάλλον:
«Δεν κακίζω τον λαό, του ζήτησα θυσίες μεγαλύτερες από τις δυνάμεις του. Εγώ δεν υπολόγισα καλά τις δυνάμεις του, τον παρέσυρα σε έργο πολύ βαρύ. Και φέρω βαρειά ευθύνη, γιατί, ενώ τώρα τρέχει τον κίνδυνο να χάσει τα κερδισμένα αποτελέσματα, οι θυσίες του θα μείνουν».