Το Δώρο του Πάσχα είναι ένα χρηματικό βοήθημα, που δίνεται από τον εργοδότη προς τον εργαζόμενο, ενόψει των εορτών του Πάσχα.
Συνίσταται σε μισό μισθό ή 15 ημερομίσθια, κατ’ ανώτατο όριο και καταβάλλεται από τον εργοδότη έως τη Μεγάλη Τετάρτη. Συμβάλλει στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και συντελεί στην αύξηση της εμπορικής κίνησης. Ήταν το μισό του λεγόμενου 14ου μισθού (το άλλο μισό είναι το επίδομα αδείας).
Η πρώτη αναφορά για το δώρο του Πάσχα γίνεται σ’ ένα έγγραφο που απευθύνουν προς το Μινιστέριο (Υπουργείο) της Οικονομίας οι εργάτες του Τυπογραφείου της Διοίκησης (Εφημερίδα της Κυβέρνησης θα λέγαμε σήμερα) την 1η Απριλίου 1822, μεσούσης της Ελληνικής Επανάστασης.
Οι εργαζόμενοι ζητούν ολίγα γρόσια «επειδή και κατ’ αυτάς έφτασαν αι του Πάσχα εορτάσιμοι ημέραι και θέλομεν ν’ αγοράσωμεν άλλος παπούτσια, άλλος τζουράπια και άλλος άλλο τι, δια τούτο παρακαλούμεν το Μινιστέριον να μας δώση ολίγα γρόσια δια ν’ απεράσωμεν ταύτας τας εορτασίμους ημέρας, αναπληρούντες τας χρείας μας». Την αίτηση υπέγραφε εκ μέρους των εργαζομένων ο αρχιτυπογράφος Κωνσταντίνος Τόμπρας.
Μετά την απελευθέρωση άρχισε σταδιακά να γίνεται συνήθεια οι εργοδότες να δίνουν δώρα σε είδος ή σε χρήμα προς τους υπαλλήλους τους κατά τις εορτές του Πάσχα. Με τον αναγκαστικό νόμο 866 του 1946 (τότε δεν υπήρχε Βουλή), καθιερώθηκαν οι έκτακτες ενισχύσεις, όπως ονομάστηκαν τα δώρα, οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στο μισθό. Με αυτή τη νομοθετική ρύθμιση δινόταν το δικαίωμα στους αρμόδιους υπουργούς να καθορίζουν τους μισθούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι έκτακτες ενισχύσεις των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Οι νόμοι 1777 και 1901 του 1951 επικύρωσαν την προηγούμενη νομοθετική πρωτοβουλία και όριζαν ότι «οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας δύνανται δια κοινών αποφάσεων να προσδιορίζουν εκτάκτως οικονομικάς ενισχύσεις κατά τις εορτές Χριστουγέννων και Πάσχα εις χρήμα ή εις είδος».
Το καθεστώς αυτό θα ισχύσει έως το 1980, οπότε με το νόμο 1082 ρυθμίζεται οριστικά και για πάντα το ύψος και ο χρόνος καταβολής των δώρων εορτών και αδείας. Με τον ίδιο νόμο, το δώρο μετονομάζεται σε επίδομα. Με το νόμο 2084 του 1992 («νόμος Σιούφα») το επίδομα του Πάσχα (όπως και τα επιδόματα Χριστουγέννων και αδείας) άρχισε να μην υπολογίζεται στις συντάξεις του ΙΚΑ.
Στις 6 Αυγούστου 2009, εν μέσω ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προτείνει στην κυβέρνηση Καραμανλή την κατάργηση των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων, όπως και του επιδόματος της καλοκαιρινής άδειας. Στις 3 Μαρτίου 2010, η κυβέρνηση Παπανδρέου ανακοινώνει νέο πακέτο μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, στο οποίο περιλαμβάνεται και η περικοπή κατά 30% των επιδομάτων Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας στο Δημόσιο.
Μετά την είσοδο της χώρας στον αστερισμό των μνημονίων, ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοινώνει στις 2 Μαΐου 2010 την αντικατάσταση του 13ου και 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων με επίδομα 500 ευρώ, σε όλους όσοι οι αποδοχές φτάνουν μέχρι 3.000 ευρώ και πλήρη κατάργηση των δύο μισθών, για μεγαλύτερες αποδοχές. Για τους συνταξιούχους το επίδομα είναι 800 ευρώ για συντάξεις έως 2.500 ευρώ.
Στις 7 Νοεμβρίου 2012, με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016, που ψήφισε η υπό τον Αντώνη Σαμαρά κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ κατάργησε ολοσχερώς τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας για τους δημόσιους υπάλληλους και όλους τους συνταξιούχους.