Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Ο τίτλος τέθηκε χωρίς ερωτηματικό. Επισημαίνω ακόμα το «αυτής» : δεν μιλώ για το τέλος της πολιτικής «καθ’ αυτής». Το γεγονός ότι η χώρα μας πλέον ποδηγετείται κυριολεκτικά από εξωπολιτικές δυνάμεις, κύρια τεχνοκράτες, στους πιο κρίσιμους τομείς όπου η ελληνική πολιτική θα μπορούσε να αυτοεπιβεβαιωθεί, όπως είναι ο οικονομικός τομέας που κατ΄ ουσίαν επηρεάζει τη πολιτική σ’ όλους τους υπόλοιπους τομείς δράσης μιας πολιτικής εξουσίας, δεν αφήνει περιθώρια για ψευδαισθήσεις.
Δεν ρωτάμε – διαπιστώνουμε, κάτι που ήταν μάλλον διαπιστωμένο στην αρχή ας πούμε της μνημονιακής πολιτικής, αλλά σήμερα, μπορεί κανείς να μιλά γι΄ αυτή τη κατάσταση ως βεβαιωμένο γεγονός, χωρίς τη προσφυγή σε εικασίες. Μιλάγαμε για «κενό ηγεσίας», για «δημοκρατικό έλλειμμα», αλλά δεν είχαμε ακόμα προσδώσει τελολογικό περιεχόμενο στις διαπιστώσεις μας.
Η λέξη «τέλος» τα λέει όλα. Δεν υπάρχει ένα «κενό» ή ένα «έλλειμμα», διότι το κενό και το έλλειμμα δείχνουν ότι υπάρχει χώρος και χρόνος για αναπλήρωση. Το τέλος σου αφαιρεί και τον χώρο και το χρόνο. Το «γίγνεσθαι» δεν «γίγνεται» πλέον. Και κυρίως, το «Τέλος» δίνει τη χαριστική βολή στην ίδια την ύπαρξη : δεν έχεις πια μια «ύπαρξη» απέναντί σου, έχεις ένα κουφάρι. Ένα κουφάρι που καλείσαι να το θάψεις με όλες τις τιμές, ή αν δεν θες να το αποδώσεις τιμές, οφείλεις να το εξαφανίσεις απ’ το πρόσωπο της γης για λόγους υγείας.
Αλλά το «Τέλος», μιας ύπαρξης, δεν επιφέρει το Τέλος όλων των υπάρξεων. Η αλυσίδα του γίγνεσθαι εξελίσσεται. Το Τέλος, σηματοδοτεί το απόλυτο κενό πια. Λέμε «κάποτε εδώ υπήρχε κάτι που το λέγαμε πολιτική, που το λέγαμε θεσμοί, και τώρα υπάρχει ένα μηδέν : έτσι, έχουμε την πολυτέλεια να χτίσουμε κάτι το εντελώς νέο, ή για να το πούμε διαφορετικά, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να αναμειγνύουμε μέσα στη προηγούμενη βρώμα νέα αρώματα, η ανάμειξη των οποίων απλά παράγει ένα άρωμα πατσουλί. Μπορούμε κάτι το εντελώς νέο να χτίσουμε».
Πώς όμως αυτό το «Τέλος» θα επισημοποιηθεί; Πώς θα βγάλουμε πιστοποιητικό θανάτου; Αυτό μπορούμε να το εκδώσουμε μόνο εμείς. Πώς; Για την ώρα, με το πλέον ισχυρό μας όπλο : την ψήφο μας, αυτή που ίσαμε τα τώρα την απαξιώσαμε εμείς οι ίδιοι, παίζοντας μαζί της. Με τη δύναμη της ψήφου μας, ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ, να στείλουμε στη σύνταξη όχι ό,τι μας πονά, μα ό,τι μας αδικεί κατάφωρα, όχι ό,τι αφαιρεί, μα ό,τι αφαιρεί επιλεκτικά. Είναι βέβαιο όμως ότι θα εκδοθεί αυτό το πιστοποιητικό θανάτου; ΚΑΘΟΛΟΥ ΒΕΒΑΙΟ. Άλλωστε, μπορεί να μας αρέσει να μας κυβερνούν και φαντάσματα. Διότι «ζωντανή πολιτική», «αυτό» που τώρα βιώνουμε, δεν είναι.
Εξάλλου, στο επίπεδο του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, το «Τέλος» δεν σημαίνει «Τίποτα». Παραπάνω είπα : ««κάποτε εδώ υπήρχε κάτι που το λέγαμε πολιτική, που το λέγαμε θεσμοί, και τώρα υπάρχει ένα μηδέν…». Το μηδέν, είναι τα φαντάσματα που ξεπήδησαν απ’ το κουφάρι, είναι ο μηδενισμός. Τούτη τη κυριαρχία του μηδενισμού πρέπει πια ν΄ αντιπαλέψουμε. Σε πρακτικούς όρους, ποιοι εκπροσωπούν τον μηδενισμό; Η απάντηση είναι απλή : όσοι παράγουν ένα μεγάλο μηδενικό! Όλους αυτούς που έχουν «μεταλλάξει» σε ψευδαίσθηση και σε μύθο πραγματικότητες που είχαν κατακτηθεί με αγώνες και ποταμούς αίματος στο παρελθόν, για να μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία, για σεβασμό, για πρόοδο, διότι τούτη η μετάλλαξη είναι ένα μεγάλο μηδενικό. Όλους αυτούς, πρέπει να τους στείλουμε σπίτι τους. Με το μόνο όπλο που μας έχει απομείνει : τη ψήφο και την διαρκή έκφραση δυσαρέσκειας με όλους τους δημοκρατικά επιτρεπτούς τρόπους, όσο κι αν πια η δημοκρατία εξόφθαλμα και προκλητικά έχει καταστήσει τη δημοκρατία μέσο καταγγελίας ληστών, κλεπτών και της διαπλοκής, αλλά ίσαμε εκεί. Όταν πρέπει τούτη η δημοκρατία να επιβάλλει κυρώσεις στους ΙΣΧΥΡΟΥΣ ΚΑΤΑΧΡΑΣΤΕΣ εκεί αποδεικνύεται μια άτολμη δημοκρατία, που σε κάθε τέτοια περίσταση, βγάζει στο πάλκο αυτή την απαίσια χορωδία που συνεχώς άδει τον εθνικό ύμνο της κάθε ασθενούς δημοκρατίας : «ό,τι έγινε – έγινε!»…. Α! είναι και τα κάποια ηχηρά ονόματα που πετάγονται στη σέντρα. Μα τόχω ξαναγράψει : όταν η τάξη της μεγαλοδιαπλοκής και μεγαλοδιαφθοράς φτάνει από πλευράς κοινωνικής πίεσης στο μη περαιτέρω, τότε η θυσία μερικών ηχηρών ονομάτων, είναι επιβεβλημένη για τι διάσωση συνολικά της τάξεώς τους…. Μην ανησυχείτε όμως : δεν πρόκειται να αναληφθεί εναντίον τους κανένας αγώνας που ηχητικά και μόνο θα ήταν απαράδεκτος στην εποχή μας, όπως π.χ., αγώνας κατά της τάξης της μεγαλοδιαπλοκής και μεγαλοδιαφθοράς, δηλαδή, αγώνας με ταξικά χαρακτηριστικά… Τέτοιες εκφράσεις είναι παλιομοδίτικες…. Λοιπόν, ας ψάξουμε να βρούμε τη σωστή έκφραση, που όμως, θα έχει το ίδιο περιεχόμενο με τη παλαιομοδίτικη!
Και για να ξεκαθαρίζω τη δική μου τουλάχιστο θέση, σε τούτο το μηδενισμό, οι δυό κυρίαρχες πολιτικές ιδεολογίες, στη πράξη χρεοκόπησαν και οι δυό. Η «πραγματικότητα» της κυριαρχίας των (αυτορυθμιζόμενων) Αγορών είναι βέβαιο ότι σύντομα θα συναντηθεί με τη «πραγματικότητα» του Κράτους – Υπερπρογραμματιστή, στο «σπίτι» του τελευταίου : στο κοιμητήριό του. Αναφέρομαι στη πράξη, διότι στη θεωρία, εκεί, δεν υπάρχει τόσο μεγάλο πρόβλημα, και μάλιστα, ίσως κάποιος προσεκτικός μελετητής, να βρει όχι μόνο συγκλίσεις που ο πολύς κόσμος αγνοεί, μα και να διαπιστώσει πόσο η πράξη απέχει απ’ όσα τα «κλασικά» κείμενα που αποτελούν και τις σημαίες τους διδάσκουν και υποστηρίζουν, πράγμα που επίσης ο πολύς κόσμος αγνοεί. Π.χ., όσο ανιστόρητο και άδικο είναι να χρεώνει κανείς τον καπιταλισμό –και ιδίως αυτόν που ζούμε σήμερα- στον Adam Smith, τόσο ανιστόρητο και άδικο είναι να εξισώνεις τον σταλινισμό και όσα αίσχη διαπράχθηκαν στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, με τον Marx. Αλλά αυτό, είναι ένα άλλο κεφάλαιο… Βέβαια, αυτό το «χρεοκόπησαν» χρειάζεται μια διευκρίνιση. Ο κρατισμός σήμερα δεν υφίσταται ως επιλογή, είναι νεκρός -τόπαμε. Αντίθετα, ο νεοφιλευθερισμός καλπάζει ξέφρενα. Μόνο που αυτή η υπερδιέγερση, δεν προοιωνίζει τίποτα το καλό, αντίθετα, φθείρει, κουράζει, και επιφέρει μια ώρα νωρίτερα την ανάγκη για έναν καλό ύπνο για ξεκούραση ή τον θάνατο, αν εν τω μεταξύ έχεις καταπονήσει πολύ τον οργανισμό. Αλλά, ο ύπνος και ο θάνατος, όπως περιγράφει ο Ησίοδος, είναι δίδυμα αδέρφια…
(Το ανωτέρω κείμενο αποτελεί αυτούσια αντιγραφή άρθρου μου γραμμένου -και δημοσιευμένου- στις 21/2/2013. Δέκα χρόνια περίπου πίσω. Δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να αλλάξω ούτε μια πρόταση, ούτε μια λέξη)