Η Μονή βρίσκεται στις δυτικές παρυφές του Υμηττού, λίγο πιο πάνω από τον οικισμό Παπάγου και πλησίον του αντιστοίχου Δημοτικού Κοιμητηρίου.
Εποχή ανεγέρσεως Καθολικού : Υστεροβυζαντινή ή πιθανότερα Μεταβυζαντινή εποχή (15-17ος αιώνας μ.Χ.).
Η Μονή είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο και υπάγεται εκκλησιαστικά στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Η σημερινή γυναικεία αδελφότητα απαριθμεί 15 μοναχές.
Ο Δήμήτριος Καμπούρογλου έγραφε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα για το εν λόγω μοναστήρι: «…Περί της Μονής ταύτης …ουδέν σχεδόν μέχρι τούδε γνωρίζομεν. Ο βίος και αι τύχαι αυτής εισίν όλως άγνωστοι. Ο ναός μαρτυρεί ακμήν, τα περί αυτόν ερείπια καταστροφάς.».
Για την χρονολογία ανεγέρσεως της Ιεράς Μονής υπήρξε έντονη διχογνωμία μεταξύ των διακεκριμένων αρχαιολόγων του 20ου αιώνος μ.Χ. εξαιτίας της πλήρους ανυπαρξίας γραπτών πηγών για αυτήν.
Παλαιότερα θεωρείτο ότι ανηγέρθη τους πρώτους Μεταβυζαντινούς χρόνους (σύμφωνα με τους Μ. Χατζηδάκη, Αν. Ορλάνδο και K. Krautheimer ), ενώ σήμερα (κατά τους Γ. Σωτηρίου και Χαρ. Μπούρα) οι εκτιμήσεις τείνουν να τοποθετήσουν την ανέγερση του Καθολικού στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, κάπου μεταξύ του 15-17ου αιώνος μ.Χ..
Αξιοσημείωτη παραμένει η εκτίμηση του μακαρίτη ακαδημαϊκού κ. Ι. Θεοδωρακόπουλου σύμφωνα με την οποία, στην θέση του Καθολικού προϋπήρχε αρχαίος Ναός της θεάς Αρτέμιδος και αργότερα παλαιοχριστιανικός ναός της Παναγίας (5ου αιώνος μΧ.).
Αντίθετα την ανέγερση του Ναού την ανάγει περί τον 12ο αιώνα μ.Χ., του νάρθηκα στον 13-14ο αιώνα μ.Χ., ενώ τα λοιπά κτίσματα της Μονής στον 16ο αιώνα μ.Χ..
Παλαιότερα ήταν τόσο έντονη η πεποίθηση ότι η Ιερά Μονή ανήκει στα βυζαντινά μνημεία, που ολόκληρο το οικοδομικό συγκρότημα κηρύχθηκε «προέχον βυζαντινό μνημείο» με αντίστοιχο Βασιλικό Διάταγμα του 1921 μ.Χ..
Όμως, το γεγονός ότι τα λοιπά κτίσματα του Μοναστηριού – τράπεζα, εστία, οψοφυλάκιο πύργος-, καθώς και οι διασωθείσες αγιογραφίες εσωτερικά του Ναού είναι Μεταβυζαντινής περιόδου, ώθησαν τους σύγχρονους αρχαιολόγους να κατατάξουν και το Καθολικό στα Μεταβυζαντινά Μνημεία.
Όσον αφορά την σημαντική ομοιότητα του Καθολικού με αρκετούς Αθηναϊκού ναούς της Βυζαντινής περιόδου, ο καθηγητής κ. Χ. Μπούρας την απέδωσε στο γεγονός ότι ο κτήτορας ακολούθησε ηθελημένα μεσοβυζαντινά πρότυπα (αθηναϊκός τρούλλος, πολλαπλότητα των στεγών κ.λπ) κατά την ανέγερσή του
Αν ισχύει αυτή η θεωρία, η ανδρώα τότε Μονή πρέπει να ανηγέρθη περί τον 16ο αιώνα μ.Χ., δεδομένης της μεγάλης ανθίσεως που γνώριζε ο μοναχισμός στην Αττική την εποχή εκείνη.
Πάντως τις πρώτες σποραδικές γραπτές μαρτυρίες εν είδη απλής αναφοράς για το Μοναστήρι συναντούμε σε πηγές του 17ου αιώνος μ.Χ..
Είναι η εποχή που η Ιερά Μονή αρχίζει βαθμηδόν να παρακμάζει, ενώ κατά τον 18ο αιώνα μ.Χ. (από το 1.702 μ.Χ. και εντεύθεν) προσαρτήθηκε στην Ιερά Μονή Πετράκη ως μετόχι της. Αργότερα και για ένα χρονικό διάστημα και μετά η Ιερά Μονή φέρεται να σταμάτησε να λειτουργεί.
Η επαναλειτουργία της Μονής ως γυναικείο ησυχαστήριο συνέβη μόλις κατά το έτος 1.942 μ.Χ., για να μετατραπεί τελικά σε κοινοβιακή Ιερά Μονή περίπου τριάντα χρόνια αργότερα (1971 μ.Χ.). Η γυναικεία αδελφότητα που εγκαταστάθηκε τότε, ανακαίνισε πλήρως το Μοναστηριακό συγκρότημα, αναγείροντας παράλληλα ατυχώς νέες ακαλαίσθητες κατασκευές, προς εξυπηρέτηση των αναγκών τους.