Η μάχη του Γηροκομείου (2 Μαρτίου 1822) ήταν μια σημαντική μάχη, μεταξύ Ελλήνων επαναστατών και Τούρκων, στις αρχές του δεύτερου έτους της Επανάστασης του 21. Η μάχη δόθηκε κοντά στη Μονή Γηροκομείου Αχαΐας, εξ ου και η ονομασία της.
Εκεί οι Έλληνες υπό τη γενική αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και με άλλους οπλαρχηγούς όπως οι Δημήτρης Πλαπούτας και Γενναίος Κολοκοτρώνης, αμύνθηκαν εναντίον συνολικής δύναμης 8.000 Τούρκων υπό τους πασάδες Μεχμέτ Σαλίχ και Γιουσούφ, τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή.
Η μάχη εντάσσεται στην προσπάθεια των Τούρκων να λύσουν τον ασφυκτικό κλοιό των Ελλήνων γύρω από την Πάτρα. Όμως, παρά το επιτυχές αποτέλεσμα της μάχης, η πολιορκία λύθηκε στις 23 Ιουνίου, λόγω διαμαχών ανάμεσα στους Έλληνες.
Το ιστορικό
Στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 1821 ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἐπέστρεψε στὴν Πελοπόννησο ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο κι ἀπὸ τότε, διαρκῶς, εὑρίσκετο σὲ μία κοπιώδη κατάστασιν μὲ στόχο νὰ κινητοποιήσῃ τοὺς Ἕλληνες, νὰ συγκεντρώσῃ στρατεύματα, νὰ ἀντιμετωπίσῃ τοὺς δολιοφθορεῖς, νὰ σταθεροποιήσῃ τὴν πεποίθησιν στὴν ἐπανάστασιν, νὰ ἀντιπαλεύσῃ συκοφαντίες μὰ κυρίως νὰ διώξῃ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο τοὺς Τούρκους.
Πρῶτος του στόχος ἡ Τρίπολις.
Σχεδὸν μόνος του ξεκίνησε τὴν πολιορκία της, στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1821, ἀλλὰ στὸ πέρας αὐτῆς τῆς πολιορκίας, ὅλοι αὐτοὶ ποὺ «μυρίστηκαν» πλιάτσικο καὶ λάφυρα, ἔσπευσαν νὰ …γευθοῦν τὰ κέρδη ἀπὸ τὴν ἅλωσίν της, στὶς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ 1821.
Μὰ παραλλήλως ὅλα τὰ φρούρια, ποὺ ἐξησφάλιζαν γιὰ τοὺς Τούρκους, ἐκ τῆς θαλάσσης, ἀσφαλὴ ἀνεφοδιασμό, ἔπρεπε νὰ πολιορκηθοῦν καὶ νὰ περάσουν στὸν ἔλεγχο τῶν Ἑλλήνων.
Κι ἐνᾦ προετοίμαζε τὴν πολιορκία τῆς Τριπόλεως, δίχως νὰ ἔχῃ ἀκόμη ἀναγνωρισθῆ ἡ στρατηγική του δεινότης, ἐνίσχυε διαρκῶς τὶς πολιορκίες τῶν περιφερειακῶν φρουρίων μὰ καὶ κάθε πολεμικὴ ἐπιχείρησιν.
Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες καὶ τὸ φρούριον τῶν Πατρῶν ἔπρεπε νὰ περάσῃ σὲ ἑλληνικὰ χέρια.
Μάλιστα ἐκεῖ εἰδικῶς, ὑπὸ τὸν Καρατζᾶ, ἔδειχναν νὰ ἐξελίσσονται καλῶς τὰ γεγονότα, ἀλλὰ στὶς 3 Ἀπριλίου τοῦ 1821 ὁ Γιουσοῦφ πασσᾶς τῆς Εὐβοίας, ἐνισχύοντας τοὺς ἐγκλείστους Τούρκους τοὺ φρουρίου τῶν Πατρῶν, ἐπετέθη μαζύ τους καὶ μὲ τὸ ἱππικό του στοὺς Ἕλληνες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπέλθῃ ὁ πανικὸς καὶ ἡ σφαγή.
Ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο ἐλεύθερες πολιτεῖες γονάτισε.
Ὁ Κολοκοτρώνης προετοίμαζε ὅμως, ἰδίως μετὰ τὴν ἅλωσιν τὴν Τριπόλεως, τὴν πολιορκία τῶν Πατρῶν, πολὺ προσεκτικά, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἐδίδετο τὸ ἐλεύθερον νὰ ἀρχιστρατηγεύσῃ ἔως τὶς 25 Ἰανουαρίου τοῦ 1822, ποὺ ἡ πτῶσις τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ προεξοφλοῦσε τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν ὀθωμανικῶν στρατευμάτων ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Ἰωαννίνων καὶ τὴν ἐπίθεσίν τους σὲ κάθε ἑστία ἐπαναστάσεως, στὴν Νότιο καὶ Κεντρικὴ Ἑλλάδα.
Τότε μόνον τοῦ ἐπετράπη νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ ἔργον του, ἐφ΄ ὅσον ὁ κίνδυνος τῆς ἐπιθέσεως τῶν ὀθωμανῶν μεγιστοποιήθηκε καὶ ἡ διατήρησις τῶν ἀπελευθερωμένων περιοχῶν ἦτο ἐπισφαλής.
Στήνοντας προσεκτικὰ τὰ στρατόπεδα γύρω ἀπὸ τὴν Πάτρα πλέον, ὁ Κολοκοτρώνης μποροῦσε νὰ ἐπιβλέπῃ καὶ νὰ ἐλέγχῃ ἀπὸ τὸ Σαραβάλι, κάθε πιθανὴ ἐπίθεσιν τῶν Τούρκων, νὰ τὴν προλαμβάνῃ ἤ νὰ τὴν ἀντιμετωπίζῃ.
Στὶς 26 Φεβρουαρίου, κατόπιν προσωπικῆς του παρεμβάσεως, στὴν μάχη τῆς Χαλανδρίτσας, ἐπέτυχε νὰ τραποὺν σὲ φυγὴ οἱ Τοῦρκοι, ἐνᾦ οἱ Ἕλληνες ἔσφιγγαν ἀκόμη περισσότερο τὸν κλοιὸ γύρω ἀπὸ τὴν Πάτρα.
Στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1822 πλέον τὰ στρατόπεδα τῶν Ἑλλήνων, κατόπιν διαταγῆς τοῦ Κολοκοτρώνη, μετεκινοῦντο πλησιέστερα τοῦ φρουρίου τῶν Πατρῶν.
Διετάχθησαν οἱ ὑπὸ τὸν Ζαΐμη, Πετμεζαῖοι, Λεχουρίτης καὶ Σαρδελιάνης, μὲ ὅλους τοὺς Καλαβρυτινούς, νὰ καταλάβουν τὸ Γηροκομεῖον, ποὺ ἀπεῖχε ἐλάχιστα ἀπὸ τὴν Πάτρα. Ὁ Ζαΐμης παρέμεινε στὸν Ὀμπλόν.
Ταὐτοχρόνως ὅμως δύναμις Τούρκων ἐκινεῖτο ἐπίσης πρὸς τὸ Γηροκομεῖον, προφανῶς γιὰ νὰ καταλάβῃ τὴν θέσιν.
Τότε κάποιος Θανάσης, ἀξιωματικὸς τοῦ φονευθέντος Καρατζᾶ, ἐπρόλαβε καὶ κατέλαβε μὲ ἑξῆντα Πατρινοὺς τὸ Γηροκομεῖο καὶ παραλλήλως ξεκίνησε νὰ πυροβολῇ κατὰ τῶν Τούρκων. Κατέφθασαν στὸ μεταξὺ καὶ οἱ Καλαβρυτινοί, ἀλλὰ ἐπίσης ἐκ τῶν Πατρῶν προσέτρεξαν κι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ ἡ μάχη ἐγενικεύθη.
Μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν πυροβολισμῶν ἔσπευσαν γιὰ βοήθεια στοὺς Πατρινοὺς καὶ τοὺς Καλαβρυτινοὺς ὁ Πλαποῦτας, ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, καὶ ὁ σημαιοφόρος Νικόλαος Καραχάλιος, ὁ ὁποῖος καὶ ἔδωσε τὴν ἀναγκαία τροπὴ στὴν μάχη γιὰ νὰ ἐπικρατήσουν οἱ Ἕλληνες.
Ὁ Καραχάλιος φθάνοντας στὸ σημεῖον τῆς συμπλοκῆς ὅρμησε, κρατώντας τὴν σημαία του καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του. Ἕνα κτύπημα τῶν Τούρκων τὸν ζάλισε κι ἔπεσε. Οἱ Τοῦρκοι ἀλαλάζοντες, πιστεύοντες πὼς τὸν εἶχαν σκοτώση, ὁρμοῦν κατὰ τῶν Ἑλλήνων μὲ περισσότρεορ θάῤῤος, ἀλλὰ στὸ μεταξὺ ὁ Καραχάλιος συνῆλθε, ἀνέλαβε πάλι τὴν σημαία του καὶ ἐξηκολούθησε τὴν ἐπίθεσίν του ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὴν διέκοψε.
Βλέποντας οἱ Τοῦρκοι τὸν Καραχάλιο ὄρθιο, σαστισμένοι ἀρχικῶς, ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν σταδιακῶς, μὰ σιγὰ σιγὰ ἡ ὑποχώρισις ἐγενικεύθη καὶ οἱ Ἕλληνες ξεκίνησαν τὴν καταδίωξιν, ἔως ἔξω τῶν συνοικιῶν τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν, ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἔσπευσαν νὰ ὀχυρωθοῦν.
Ταὐτοχρόνως μὲ τὴν κατάληψιν τοῦ Γηροκομείου ὁ Κολοκοτρώνης μετεκίνησε ἀκόμη πλησιέστερα τῶν Πατρῶν τὰ σώματά του. Οἱ Κουμανιωταῖοι κατέλαβαν τὴν θέσιν Κυνηγοῦ, κοντὰ στὸ Γηροκομεῖον, ὁ Γεώργιος Σέκερης μὲ τοὺς Τριπολίτες του τὸν «ληνὸν τοῦ Σαϊταγᾶ», ὁ Γενναῖος τὸν Παλαιόπυργον, μαζὺ μὲ τὸν Τζαννέτον Χριστόπουλον, ὁ Λόντος μὲ τὸν Δημήτριος Μελετόπουλο τὰ Σελλά, ὁ Κωνσταντῖνος Πετμεζᾶς τὴν Ὀβρεάν, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εὐρσικομένους Κεφαλλῆνες.
Τὸν «ληνὸν τοῦ Ν. Λόντου» κατέλαβαν ὁ Ἀναγνώστης Παπασταθόπουλος μὲ τοὺς Πυργιῶτες του καὶ ὁ Ἰωάννης Πέτας μὲ τοὺς Ζακυνθίους του καὶ τοὺς Χριστόφορο Ζαχαριάδη καὶ Ἀποστόλη Κολοκοτρώνη.
Ὁ Κανέλλος Δηληγιάννης ἐτοποθετήθη στὸ Πουρναρόκαστρον καὶ ὁ Κολοκοτρώνης, μαζὺ μὲ τὸν Πλαπούτα, παρέμειναν στὸ Σαραβάλι.
Ἡ πολιορκία τῶν Πατρῶν ξεκινοῦσε!
Πληροφορίες ἀπό:
«Ἡ Ἐπανάστασις τοῦ ’21», Φωτιάδης Δημήτριος
«Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις», Κόκκινος Διονύσιος