Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Συχνά έχουμε ακούσει το «too big to fail», πολύ μεγάλο για να αποτύχει.
Βέβαια, ιστορικά μιλώντας, αν αυτό ίσχυε ως κανόνας, τότε, θάπρεπε ακόμα η Ρωμαϊκή ή η Μογγολική Αυτοκρατορία ή η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, να ήταν σήμερα παρούσες, θάπρεπε, παίρνοντας ένα παράδειγμα από τον τομέα των αγορών, επιχειρηματικοί κολοσσοί του παρελθόντος, να ήταν κι αυτοί εδώ παρόντες -αλλά δεν είναι.
Όμως, τα πάντα υπόκεινται στον κανόνα «για τον καθένα υπάρχει ένα τέλος που αποτελεί μια αρχή για κάποιον άλλον που θα τον διαδεχθεί». Είναι επίσης εξίσου αληθές, πως η πτώση των «γιγάντων», συνοδεύεται με ισχυρότατες «δονήσεις» και μεγάλα «τσουνάμια». Αν αυτό ισχύει για μια μεγάλη, παγκόσμιας (ή και λιγότερο παγκόσμιας) εμβέλειας επιχείρηση, η πτώση της οποίας μπορεί να έχει αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες στην διεθνή ή/και παγκόσμια οικονομία, πόσο ισχύει σε περίπτωση που μια Μεγάλη Δύναμη, πόσο μάλλον Υπερδύναμη, καταρρεύσει ως αποτέλεσμα ήττας της σε μια πολεμική σύγκρουση.
Σε μια τέτοια περίπτωση, οι γεωπολιτικές «δονήσεις» θα είναι τεκτονικές, οι οποίες είναι βέβαιο πως θα διεγείρουν άλλες γεωπολιτικές τεκτονικές πλάκες, με απρόβλεπτες συνέπειες και για τους «νικητές», εξαιτίας της διασάλευσης και «μετατόπισης» του σημείου ισορροπίας της ίδιας της Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων, που με τη σειρά της θα σημάνει ίσως και μια μη επιθυμητή ανακατανομή της Παγκόσμιας Ισχύος με την ενεργή συμμετοχή στον σχεδιασμό της Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων (που τρεχόντως έχει ως αιχμή του δόρατός της τους G7 υπό την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ) και μη Δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, που η «Δύση», με τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας αλλά και με την αναφανδόν στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη της Ουκρανίας, ευελπιστεί (ή τουλάχιστον ευελπιστούσε έως ότου διαπίστωσε το δύσκολο του εγχειρήματος) ουσιαστικά στην ανατροπή του ίδιου του Βλαντιμίρ Πούτιν, είτε μέσω μεγάλων και ει δυνατόν ανέλεγκτων κοινωνικών αντιδράσεων στην Ρωσία είτε ακόμα και (γιατί όχι;) με ένα πραξικόπημα εκ μέρους δυσαρεστημένων ή και αντίθετων με τον διεξαγόμενο πόλεμο Ρώσων αξιωματικών, ευελπιστώντας η όποια νέα πολιτική ηγεσία που θα προέκυπτε από την ανατροπή του Πούτιν να είναι πιο συνεργάσιμη και συνεννοήσιμη με την Δύση.
Τώρα, το ότι μπορεί η διάδοχος κατάσταση να μην διέφερε στο ζήτημα του ουκρανικού πολέμου με ό,τι ο Πούτιν πρεσβεύει, ή ίσως να είναι και πιο «εξτρεμιστική», αυτό μάλλον τον απεύχονται εδώ στη Δύση παρά το θεωρούν ως κάτι το απίθανο.
Ο Ουκρανός Πρόεδρος, συχνά πυκνά αναφέρει πως ειρηνευτική λύση με τη Ρωσία που θα συνοδεύεται με παραχώρηση τμήματος της εθνικής επικράτειας της χώρας, (της Κριμαίας μη εξαιρουμένης), αυτό είναι κάτι που δεν συζητείται. Διακηρυγμένος εξάλλου στόχος της Ρωσίας, είναι να αποκοπεί, ει δυνατόν, εντελώς η Ουκρανία από την Μαύρη θάλασσα διακηρύσσοντας πως ό,τι ήδη έχει προσαρτηθεί στην Ρωσία δυνάμει αποφάσεων της κυβερνήσεώς της, ομοίως δεν πρόκειται να επιτρέψει την επαναφορά στην Ουκρανία των κατά τα ανωτέρω προσαρτημένων εδαφών στην Ρωσική Ομοσπονδία.
Με αυτές τις «κόκκινες» γραμμές, είναι φανερό πως δεν υπάρχει και αντικείμενο συζήτησης σε οποιαδήποτε ειρηνευτική συνομιλία, και εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως ένα αγώνας «μέχρις εσχάτων» στον οποίο η διπλωματία δεν έχει κανένα λόγο.
Ασφαλώς, κι αυτό είναι απολύτως κατανοητό, πως, όχι μονάχα ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι, αλλά κανείς Ουκρανός Πρόεδρος, δεν θα ήταν δυνατό να δηλώσει πως μπορεί να πάει σε διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία, αποδεχόμενος ως θέμα διαπραγμάτευσης την πλήρη ή έμμεση (π.χ μέσω αναγνώρισης ενός βαθμού αυτονομίας σε κάποιες περιοχές επί ορισμένων ζητημάτων αλλά πάντα εντός της ουκρανικής επικράτειας) εκχώρηση εδαφών στη Ρωσία.
Αυτό είναι σαφές.
Όμως, πέρα από τις ένθεν κακείθεν ρητορικές, ήτοι, Ρωσίας και ΗΠΑ (μέσω ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης η τελευταία), με τις οποίες η μεν Ρωσία φαίνεται να μην είναι διατεθειμένη να παραδώσει ό,τι ήδη ελέγχει ή θα ελέγξει) επί του πεδίου, η δε «Δύση» αξιώνει εντελώς το αντίθετο, ότι δηλαδή, πρέπει η Ρωσία να εγκαταλείψει όλες τις περιοχές που ελέγχει στην Ουκρανία (και την Κριμαία), κι επειδή ο «ρεαλισμός» των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδίως ο «ρεαλισμός» των ΗΠΑ είναι παροιμιώδης, σε ό,τι αφορά την εξωτερική της πολιτική και την υπεράσπιση των εθνικών της συμφερόντων (που ταυτίζονται εν πολλοίς με ό,τι συμβαίνει σε όλον τον κόσμο), όταν κριθεί «ώριμη» εκ μέρους των ΗΠΑ, η στιγμή να τελειώσει αυτή η «ανωμαλία», και αυτό θα συμβεί όταν κανένα εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ πλέον δεν θα εξυπηρετεί η συνέχιση του πολέμου, πολύ δε περισσότερο η «βιετναμοποίησή» του, πραγματοποιώντας ένα είδος ανάλυσης «κόστους-οφέλους», ίσως πάλι διότι, ό,τι ήθελε να πετύχει το πέτυχε, π.χ., την συσπείρωση της «Δύσης» γύρω από την Αμερικανική Ηγεμονία μέσω της νεκρανάστασης του «εγκεφαλικά νεκρού» ΝΑΤΟ (κατά την δήλωση του Γάλλου Προέδρου λίγα χρόνια πριν), αλλά και την υποκατάσταση του (φτηνού) ρωσικού φυσικού αερίου (και των ρωσικών πετρελαίων φυσικά) με (το ακριβότερο) αμερικάνικο, τότε, όταν αυτή η «ώριμη» στιγμή επέλθει, είναι σχεδόν βέβαιο, πως το Κίεβο θα αρχίσει να δέχεται πιέσεις για να αχθεί σε «διάλογο» και διαπραγματεύσεις με την Ρωσική Ομοσπονδία.
Όμως, μιας και η «Δύση» δεν είναι και τόσο αμέτοχη των ευθυνών για τα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτόν τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, με τις ευθύνες της Ρωσίας επίσης δεδομένες, και με το επίσης δεδομένο πως ουσιαστικά ο πόλεμος αυτός έχει ήδη μετατραπεί σε πόλεμο «δι’ αντιπροσώπου» «Δύσης» – Ρωσίας, έπεται πως είναι αυτή (η «Δύση») που θα λάβει και τις τελικές αποφάσεις αναφορικά με το αν ο πόλεμος λήξει με διπλωματικά μέσα, δηλαδή με διαπραγματεύσεις ή αν θα επιμείνει για μια οριστική λύση επί του πεδίου..
Ήδη σημειώσαμε, πως εδώ το ερώτημα είναι τι πρόκειται να κάνουν οι ΗΠΑ.
Αν όντως θεωρούν πως ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει να έχει οπωσδήποτε ένα διπλωματικό τέλος, δηλαδή με διαπραγματεύσεις, ναι μεν θα απαιτήσουν από τους Ρώσους, να κάνουν κάποια βήματα πίσω, (πάντως η Κριμαία μαζί με έναν εδαφικό διάδρομο κατά μήκος των ακτών της Αζοφικής θάλασσας που θα την συνδέει με τη Ρωσία αλλά και οι περιοχές που με την Συμφωνία του Μινσκ είχαν ήδη αποκτήσει έναν βαθμό αυτονομίας έναντι του Κιέβου, εκτιμώ ότι θα αποτελούν την ρωσική «κόκκινη γραμμή» στο θέμα των υποχωρήσεων), όμως, το ερώτημα είναι όχι απλά πώς θα πείσουν τον Ουκρανό Πρόεδρο να κάνει κι αυτός «ένα βήμα πίσω», διότι εδώ, κάθε «βήμα προς τα πίσω» ισοδυναμεί με ουσιαστική απώλεια ουκρανικών εδαφών, και δεν νομίζω πως θα υπάρξει περίπτωση Ουκρανός Πρόεδρος να υπογράψει Συμφωνία που δεν θα εξασφαλίζει την πλήρη εδαφική ενότητα της Χώρας και την εθνική της κυριαρχία, (με την Κριμαία να επανέρχεται στην Ουκρανία), και, την ίδια στιγμή, να είναι σε θέση να σταθεί στη θέση του για πολύ, ίσως δε και εντός της χώρας του. Επίσης, μια Συμφωνία Ειρήνης με περιεχόμενο δυσμενές κατά τα ανωτέρω για την Ουκρανία, θα έστρεφε και την ουκρανική Κοινή Γνώμη εναντίον της «Δύσης».
Το παζλ ασφαλώς, θα απαιτήσει εκ μέρους των ΗΠΑ πολύ ιδιαίτερους χειρισμούς, αν και όταν θεωρήσει ότι ήρθε η ώρα των διαπραγματεύσεων για να λήξει ο πόλεμος. Φανερά ή παρασκηνιακά, θεωρώ πως σε κάθε περίπτωση, πρώτα θα πρέπει να διερευνήσει τις πραγματικές προθέσεις της Ρωσίας και εν ανάγκη έστω και μυστικά να έχει προσυμφωνηθεί μαζί της περίπου πώς θα είναι μια τελική συμφωνία, έστω και αν δημοσίως θα ανταλλάσσονται «βαριές κουβέντες», και ακολούθως, το Κίεβο να πιεσθεί να αποδεχτεί κάποια τετελεσμένα, πιθανώς με κάποιο αντίδωρο του τύπου να ενταχθεί γρήγορα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμα δε και στο ΝΑΤΟ εφόσον υπάρξει νομική δέσμευση για το τι τύπου νατοϊκά όπλα μπορούν να εγκατασταθούν στην Ουκρανία. Όπως επίσης, πάντα δυνάμει σχετικών διπλωματικών διεργασιών, μπορεί η σχετική πρωτοβουλία να προέλθει από «τρίτους» (π.χ. Κίνα ή Τουρκία ή άλλον), μια «πρωτοβουλία» που οι ΗΠΑ θα αποδεχτούν εφόσον προτείνουν ό,τι θα πρότεινε και η ίδια.
Εν κατακλείδι : το ζήτημα, για μένα, είναι τούτο : αν οδηγηθούμε σε διαπραγματεύσεις, αναγκαστικές μάλιστα για το Κίεβο, με τις ρωσικές δυνάμεις να βρίσκονται εντός της Ουκρανίας κατέχοντας διάφορα τμήματά της, αλλά και με την Δύση αποφασισμένη να δοθεί ένα «πάση θυσία» τέλος στον πόλεμο αυτό, προτάσσοντας το «παγκόσμιο» συμφέρον έναντι του οιουδήποτε «εθνικού» συμφέροντος, (για το πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει η σχετική ρητορική, αυτό το γνωρίζουμε με βάση την κοινή μας πείρα από άλλες περιπτώσεις), τότε, το ερώτημα είναι ποιος Ουκρανός Πρόεδρος (μάλιστα δεν είναι καθόλου ανάγκη να είναι ο Ζελένσκι) θα υπογράψει τον τεμαχισμό της ουκρανικής επικράτειας, και κυρίως, ποια θα είναι μετέπειτα προσωπική πολιτική του τύχη. Από την άποψη της ουκρανικής ηγεσίας, μάλλον δύο είναι οι επιθυμητές εξελίξεις : ή ο «μέχρις εσχάτων» πόλεμος, ή η όσο μεγαλύτερη επιμήκυνσή του με την ελπίδα πως η Ρωσία κάποια στιγμή θα εξαντληθεί και θα αποχωρήσει ηττημένη. Όμως, εδώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε δύο πράγματα που ήδη τα θίξαμε : 1ον, για την Ρωσία ισχύει το «too big to fail» (πολύ μεγάλη για να αποτύχει) και 2ον, αποτελεί την μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του κόσμου, και με ένα εξαιρετικά εξελιγμένο συμβατικό οπλοστάσιο, έστω και αν μέχρι σήμερα δεν έκανε πλήρη χρήση του. Αυτό το γνωρίζει και η Δύση, το γνωρίζει ασφαλώς και η Ουκρανία. Η τελευταία, οφείλει πάντως να λαμβάνει υπόψη της και το κατά πόσο η Δύση (οι ΗΠΑ δηλαδή), είναι διατεθειμένη να διαιωνίσει έναν πόλεμο ακριβώς στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πάντα παρόντα σε τέτοιες καταστάσεις τον κίνδυνο ανέλεγκτων εξελίξεων που θα απειλήσουν και αυτή την ίδια την ασφάλεια της Ένωσης.
Ίδωμεν!