Ο Βασίλ Λέφσκι (βουλγαρικά: Васил Левски, αρχικά Василъ Лѣвскійπροφέρεται: [vɐˈsiɫ ˈlɛfski], γεννημένος Βασίλ Ιβάνο Κούντσεφ (Васил Иванов Кунчев, 18 Ιουλίου 1837 – 18 Φεβρουαρίου 1873]) ήταν Βούλγαρος επαναστάτης και εθνικός ήρωας της Βουλγαρίας. Ονομασθείς Απόστολος της Ελευθερίας, ο Λέφσκι ιδεολογικοποίησε και έκανε στρατηγικό ένα επαναστατικό κίνημα για την απελευθέρωση της Βουλγαρίας από την Οθωμανική κυριαρχία.
Με την ίδρυση της Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης ο Λέφσκι προσπάθησε να υποκινήσει μια πανεθνική εξέγερση μέσα από ένα δίκτυο μυστικών περιφερειακών επιτροπών.
Γεννημένος στην πόλη του Κάρλοβο από γονείς της μεσαίας τάξης, ο Λέφσκι έγινε Ορθόδοξος μοναχός πριν μεταναστεύσει για να ενταχθεί στις δύο Βουλγαρικές Λεγεώνες στη Σερβία και σε άλλες βουλγαρικές επαναστατικές ομάδες. Στο εξωτερικό απέκτησε το προσωνύμιο Λέφσκι, «Λιονταρίσιος».
Αφού εργάστηκε ως δάσκαλος στα βουλγαρικά εδάφη, διέδωσε τις απόψεις του και ανέπτυξε την έννοια της επαναστατικής του οργάνωσης με βάση τη Βουλγαρία, μια καινοτόμο ιδέα που αντικατέστησε τη στρατηγική του παρελθόντος, που βασιζόταν στο εξωτερικό . Στη Ρουμανία ο Λέφσκι βοήθησε στην ίδρυση της Βουλγαρικής Κεντρικής Επαναστατικής Επιτροπής, που αποτελείτο από Βούλγαρους ομογενείς. Κατά τις περιοδείες του στη Βουλγαρία ο Λέφσκι δημιούργησε ένα ευρύ δίκτυο επαναστατικών επιτροπών. Οι Οθωμανικές αρχές όμως τον συνέλαβαν σε ένα πανδοχείο κοντά στο Λόβετς και τον εκτέλεσαν δι’ απαγχονισμού στη Σόφια.
Ο Λέφσκι έβλεπε πέρα από την πράξη της απελευθέρωσης: οραματίστηκε μια «αγνή και ιερή» Βουλγαρική Δημοκρατία της εθνοτικής και θρησκευτικής ισότητας. Οι ιδέες του έχουν περιγραφεί ως μια πάλη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εμπνευσμένη από την προοδευτική φιλελευθερισμό της Γαλλικής Επανάστασης και των Δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών του 19ου αιώνα.
Η μνήμη του Λέφσκι τιμάται με μνημεία στη Βουλγαρία και τη Σερβία και πολλά εθνικά ιδρύματα φέρουν το όνομά του. Το 2007 ήταν ο κορυφαίος σε πανεθνική τηλεοπτική δημοσκόπηση ως ο μεγαλύτερος Βούλγαρος όλων των εποχών.
Iστορικό υπόβαθρο
Το 1396 η μεσαιωνική Βουλγαρική Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει, υποταχθείσα πλήρως στην Οθωμανική κυριαρχία. Το άνισο Οθωμανικό σύστημα του μιλλέτ (Νόμοι της Σαρία) είχε μετατρέψει τους Βούλγαρους και τους άλλους μη Μουσουλμάνους υπηκόους σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας και οι θρησκευτικές διαφορές είχαν δημιουργήσει ανυπέρβλητο πολιτιστικό ανταγωνισμό. Οι οικονομικές δυσκολίες της αυτοκρατορίας το 19ο αιώνα, που οδήγησαν στην προσωποποίησή της ως «μεγάλου ασθενούς», είχαν ως συνέπεια οι μη Μουσουλμάνοι κάτοικοι του Οθωμανικού κράτους να υποφέρουν περισσότερο από τους Μουσουλμάνους υπηκόους του και οι μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονταν από τους σουλτάνους αντιμετώπιζαν ανυπέρβλητες δυσκολίες.
Ο Βουλγαρικός εθνικισμός προέκυψε σταδιακά κατά τα μέσα του 19ου αιώνα με την οικονομική άνοδο των Βούλγαρων εμπόρων και βιοτεχνών, την ανάπτυξη της λαϊκής εκπαίδευσης με Βουλγαρική χρηματοδότηση, τον αγώνα για μια αυτόνομη Βουλγαρική Εκκλησία και τις πολιτικές ενέργειες για το σχηματισμό ενός ξεχωριστού Βουλγαρικού κράτους. Η Πρώτη και η Δεύτερη Σερβική Εξέγερση είχαν θέσει τα θεμέλια μιας αυτόνομης Σερβίας στά τα τέλη της δεκαετίας του 1810 και η Ελλάδα είχε καθιερωθεί ως ανεξάρτητο κράτος το 1832, στον απόηχο της Ελληνικής Επανάστασης. Ωστόσο η υποστήριξη για την απόκτηση της ανεξαρτησίας με ένοπλο αγώνα κατά των Οθωμανών δεν ήταν καθολική. Το επαναστατικό αίσθημα περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των πιο μορφωμένων και των αστικών τμημάτων του πληθυσμού. Υπήρχε λιγότερη υποστήριξη για μια οργανωμένη εξέγερση ανάμεσα στην αγροτιά και τους εμπόρους, που φοβούνταν ότι οθωμανικά αντίποινα θα έθεταν σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα και την εκτεταμένη ιδιοκτησία της αγροτικής γης.
Πρώτα χρόνια, εκπαίδευση και μοναχισμός
Ο Βασίλ Λέφσκι γεννήθηκε ως Βασίλ Ιβάνοφ Kούντσεφ στις 18 Ιουλίου [Π.Η. 6η Ιουλίου] 1837 στην πόλη Κάρλοβο, που ανήκε στην Ευρωπαϊκή επαρχία της Ρούμελης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν συνονόματος του θείου από τη μητέρα του Αρχιμανδρίτη (ανώτερου ηγούμενου) Βασίλειου (Василий, Βασίλιι). Οι γονείς του Λέφσκι, Ιβάν Kούντσεφ και Τζίνα Kούντσεβα(το γένος Kαραϊβάνοβα), προέρχοντανταν από οικογένεια κληρικών και τεχνιτών και ήταν μέλη της αναδυόμενης βουλγαρικής μεσαίας τάξης. Επιφανής αλλά αγωνιστής τοπικός τεχνίτης, ο Ιβάν Kούντσεφ πέθανε το 1844. Ο Λέφσκι είχε δύο νεώτερους αδελφούς, τους Χρίστο και Πέταρ, και μια μεγαλύτερη αδελφή, τη Γιάνα. Μια άλλη αδελφή του, η Μαρία έχασε τη ζωή της ενώ ήταν παιδί.
Ο σύντροφός του επαναστάτης Παναγιότ Χίτοφ περιέγραψε αργότερα τον ενήλικα Λέφσκ ως μέσου ύψους με εύστροφο, νευρώδες παρουσιαστικό – με φωτεινά, γκριζογάλανα μάτια, ξανθά μαλλιά και μικρό μουστάκι. Πρόσθεσε ότι ο Λέφσκι απείχε από το κάπνισμα και το ποτό. Οι αναμνήσεις του Χίτοφ για την εμφάνιση Λέφσκι υποστηρίζονται από τους συγχρόνους του, τον επαναστάτη και συγγραφέα Λιούμπεν Καραβέλοφ και τον καθηγητή Ιβάν Φουρνατζίεφ. Οι μόνες διαφορές είναι ότι ο Καραβέλοφ υποστήριζε ότι ο Λέφσκι ήταν ψηλός αντί μέσου ύψους, ενώ ο Φουρνατζίεφ ανέφερε ότι το μουστάκι και τα μάτια του ήταν ανοικτά καστανά.
Ο Λέφσκι ξεκίνησε το σχολείο στο Κάρλοβο, μελετώντας τη ραπτική ως μαθητευόμενος ενός τοπικού τεχνίτη. Το 1855 ο θείος του Λέφσκι Βασίλειος – αρχιμανδρίτης και απεσταλμένος της Μονής Χιλανδαρίου, τον πήρε στη Στάρα Ζαγόρα, όπου παρακολουθούσε το σχολείο και εργαζόταν ως υπάλληλός του. Στη συνέχεια ο Λέφσκι μπήκε σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης κληρικών. Στις 7 Δεκεμβρίου 1858 έγινε Ορθόδοξος μοναχός στο μοναστήρι του Σόποτ με το θρησκευτικό όνομα Ιγνάτιος (Игнатий, Ιγκνάτιι) και προήχθη το 1859 σε ιεροδιάκονος, γεγονός που αργότερα ενέπνευσε ένα από τα ανεπίσημα ψευδώνυμα του Λέφσκι, Διάκος (Дякона).
Εμπνευσμένος από τις επαναστατικές ιδέες του Γκεόργκι Σάββα Ρακόφσκι, ο Λέφσκι έφυγε για τη Σερβική πρωτεύουσα Βελιγράδι τη άνοιξη του 1862. Εκεί ο Ρακόφσκι είχε συγκροτήσει την Πρώτη Βουλγαρική Λεγεώνα, στρατιωτικό απόσπασμα σχηματίσμένο από Βούλγαρους εθελοντές και επαναστάτες εργάτες που ζητούσαν την ανατροπή της Οθωμανικής κυριαρχίας. Εγκαταλείποντας την ιδιότητά του του μοναχού, ο Λέφσκι στρατολογήθηκε ως εθελοντής. Εκείνη την εποχή οι σχέσεις μεταξύ των Σέρβων και των Οθωμανών επικυριάρχων τους ήταν τεταμένες. Κατά τη διάρκεια της Μάχης του Βελιγραδίου, οπότε οι Τουρκικές δυνάμεις μπήκαν στην πόλη, ο Λέφσκι και η Λεγεώνα διακρίθηκαν στην απώθηση τους. Περαιτέρω στρατιωτικές συγκρούσεις στο Βελιγράδι τελικά επιλύθηκαν διπλωματικά και η Πρώτη Βουλγαρική Λεγεώνα διαλύθηκε υπό την Οθωμανική πίεση στις 12 Σεπτεμβρίου 1862. Το θάρρος του κατά την εκπαίδευση και τις μάχες του χάρισαν το προσωνύμιο Λέφσκι ( «Λιονταρίσιος»). Μετά τη διάλυση της Λεγεώνας ο Λέφσκι εντάχθηκε στο απόσπασμα του Ιλιο Βοϊβόντα κστο Κραγκούγιεβατς αλλά επέστρεψε στο Ρακόφσκι στο Βελιγράδι μετά την ανακάλυψη ότι τα σχέδια του Ιλιο να εισβάλει στη Βουλγαρία είχαν αποτύχει.
Την άνοιξη του 1863 ο Λέφσκι επέστρεψε στα Βουλγαρικά εδάφη μετά από μια σύντομη παραμονή στη Ρουμανία. Ο θείος του Βασίλειος τον κατέδωσε ως επαναστάτη στις Οθωμανικές αρχές και ο Λέφσκι φυλακίστηκε στη Φιλιππούπολη για τρεις μήνες, αλλά αφέθηκε ελεύθερος λόγω τη βοήθειας του γιατρού Ρ. Πετρόφ και του Ρώσου υποπρόξενου Nάιντεν Γκέροφ. Το Πάσχα του 1864 ο Λέφσκι παραιτήθηκε επίσημα από τα θρησκευτικά καθήκοντά του. Από το Μάιο του 1864 μέχρι το Μάρτιο του 1866 εργάστηκε ως δάσκαλος στο Βονιάγκοβο, κοντά στο Κάρλοβο. Εκεί υποστήριξε και έδωσε καταφύγιο σε διωκόμενους Βούλγαροους και οργανωμένες πατριωτικές ομάδες του πληθυσμού. Η δράση του προκάλεσε υποψίες μεταξύ των Οθωμανικών αρχών και αναγκάστηκε να φύγει. Από την άνοιξη του 1866 έως την άνοιξη του 1867 δίδαξε στο Eνίκιοϊ και στο Kόγκας, δύο χωριά της Βόρειας Δοβρουτσάς κοντά στην Τούλτσεα.
Το Νοέμβριο του 1866 ο Λέφσκι επισκέφθηκε το Ρακόφσκι στο Ιάσιο. Δύο επαναστατικές ομάδες με επικεφαλής τον Παναγκιότ Χίτοφ και το Φιλίπ Τότιου είχε συγκεντρώσει την κοινότητα της βουλγαρικής διασποράς στη Ρουμανία, για να εισβάλει τη Βουλγαρία και να οργανώσει αντιοθωμανική αντίσταση. Με σύσταση του Ρακόφσκι ο Βασίλ Λέφσκι επιλέχθηκε ως σημαιοφόρος του αποσπάσματος του Χίτοφ. Τον Απρίλιο του 1867 η ομάδα πέρασε το Δούναβη στο Τουτρακάν, πέρασε την περιοχή Λουντογκόριε και έφτασε στον Αίμο. Μετά από αψιμαχίες η ομάδα κατέφυγα στη Σερβία μέσω του Πίροτ τον Αύγουστο.
Στη Σερβία η κυβέρνηση ήταν και πάλι ευνοϊκή προς τις προσδοκίες των Βούλγαρων επαναστατών και τους επέτρεψε να ιδρύσουν στο Βελιγράδι τη Δεύτερη Βουλγαρική Λεγεώνα, οργάνωση παρόμοια με την προκάτοχό της και τους στόχους της. Ο Λέφσκι ήταν εξέχον μέλος της Λεγεώνας, αλλά μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου του 1868 έπασχε από μια στομαχική ασθένεια, που απαιτούσε χειρουργική επέμβαση. Κλινήρης δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην εκπαίδευση της Λεγεώνας. Οταν η Λεγεώνα και πάλι διαλύθηκε κάτω από πολιτική πίεση ο Λέφσκι προσπάθησε να επανασυνδεθεί με τους συμπατριώτες του, αλλά συνελήφθη στο Ζάγετσαρ και φυλακίστηκε για λίγο. Οταν αποφυλακίστηκε πήγε στη Ρουμανία, όπου οι Χατζή Ντιμίταρκαι Στέφαν Καράτζα οργάνωναν επαναστατικά αποσπασμάτα. Για διάφορους λόγους, περιλαμβανομένων των προβλημάτων στο στομάχι του και στρατηγικών διαφορών, ο Λέφσκι δεν συμμετείχε. Το χειμώνα του 1868 γνώρισε τον ποιητή και επαναστάτη Χρίστο Μπότεβ και έζησε μαζί του σε ένα εγκαταλελειμμένο ανεμόμυλο κοντά στο Βουκουρέστι.
Περιοδείες στη Βουλγαρία και έργο στη Ρουμανία
Απορρίπτοντας τη στρατηγική αποσπασμάτων των αποδήμων για την εσωτερική προπαγάνδα, ο Λέφσκι ανέλαβε την πρώτη του περιοδεία στα Βουλγαρικά εδάφη για την εμπλοκή όλων των στρωμάτων της βουλγαρικής κοινωνίας για μια επιτυχημένη επανάσταση. Στις 11 Δεκεμβρίου 1868 ταξίδεψε με ατμόπλοιο από το Τούρνου Μαγκουρέλε (στο Δούναβη) στην Κωνσταντινούπολη, την αφετηρία ενός ταξιδιού του που κράτησε μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 1869, όταν επέστρεψε στη Ρουμανία. Κατά τη διερευνητική και αναγνωριστική αυτή αποστολή του ο Λέφσκι θεωρείται ότι επισκέφθηκε τη Φιλιππούπολη, την Περούστιτσα, το Κάρλοβο, το Σόποτ, το Καζανλούκ, το Σλίβεν, το Tίρνοβο, το Λόβετς, το Πλέβεν και τη Νικόπολη, δημιουργώντας δεσμούς με τους κατά τόπους πατριώτες.
Μετά από δίμηνη παραμονή στο Βουκουρέστι ο Βασίλ Λέφσκι επέστρεψε στη Βουλγαρία για δεύτερη περιοδεία, που διήρκεσε από 1 Μαίου ως 26 Αυγούστου 1869. Σε αυτή την περιοδεία μετέφερε προκηρύξεις τυπωμένες στη Ρουμανία από την πολιτική προσωπικότητα Ιβάν Kασάμποφ, που νομιμοποιούσαν το Λέφσκι ως εκπρόσωπος μιας Βουλγαρικής προσωρινής κυβέρνησης. Ο Βασίλ Λέφσκι ταξίδεψε στη Νικόπολη, το Πλέβεν, το Κάρλοβο, τη Φιλιππούπολη, το Πάζαρτζικ, την Περούστιτσα, τη Στάρα Ζαγόρα, το Τσίρπαν, το Σλίβεν,το Λόβετς, το Τίρνοβο, το Γκάμπροβο, το Σεβλίεβο και την Τριάβνα. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ο Λέφσκι ίδρυσε την πρώτη από τις μυστικές επιτροπές του κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας, αλλά αυτές οι υποθέσεις βασίζονται σε αβέβαια στοιχεία.
Από τα τέλη Αυγούστου 1869 έως το Μάιο του επόμενου έτους ο Λέφσκι δραστηριοποιήθηκε στη ρουμανική πρωτεύουσα Βουκουρέστι. Ήταν σε επαφή με τον επαναστάτη συγγραφέα και δημοσιογράφο Λιούμπεν Καραβέλοφ, του οποίου η συμμετοχή στην ίδρυση του Βουλγαρικού Φιλολογικού Συλλόγου ο Λέφσκι ενέκρινε γραπτώς. Οι δημοσιεύσεις του Καραβέλοφ συγκεντρώθηκαν μια σειρά από οπαδούς και επέφεραν την ίδρυση της Βουλγαρικής Επαναστατικής Κεντρικής Επιτροπής, μια κεντρική επαναστατική οργάνωση της διασποράς, που περιλάμβανε το Λέφσκι ως ιδρυτικό μέλος και συντάκτη νόμων. Διαφωνώντας για το σχεδιασμό, ο Λέφσκι αναχώρησε από το Βουκουρέστι την άνοιξη του 1870 και άρχισε να θέτει σε ενέργεια το σχέδιό του του εσωτερικού επαναστατικού δικτύου.
Δημιουργία της Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης
Παρά την ανεπαρκή τεκμηρίωση των δραστηριοτήτων του Λέφσκι για το 1870, είναι γνωστό ότι πέρασε ενάμιση χρόνο για τη εγκαθιστώντας ένα ευρύ δίκτυο μυστικών επιτροπών σε πόλεις της Βουλγαρίας και χωριά. Το δίκτυο, η Εσωτερική Επαναστατική Οργάνωση, επικεντρώθηκε γύρω από την Κεντρική Επιτροπή του Λόβετς, που ονομαζόταν επίσης «BΕΕΟ της Βουλγαρίας» ή «προσωρινή κυβέρνηση». Ο στόχος των επιτροπών ήταν η προετοιμασία για μια συντονισμένη εξέγερση. Το δίκτυο των επιτροπών ήταν πυκνότερο στις κεντρικές βουλγαρικές περιοχές, ιδιαίτερα γύρω από τη Σόφια, τη Φιλιππούπολη και τη Στάρα Ζαγόρα. Επαναστατικές επιτροπές επίσης ιδρύθηκαν σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας, της Δοβρουτσάς και της Στράντζα και γύρω από τα πιο περιφερειακά αστικά κέντρα Κιουστεντίλ, Βράτσα και Βίντιν. Οι επιτροπές της ΕΕΟ αγόραζαν εξοπλισμό και οργάνωναν αποσπάσματα εθελοντών. Σύμφωνα με μια μελέτη η οργάνωση είχε μόλις πάνω από 1.000 μέλη στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Τα περισσότερα μέλη της ήταν διανοούμενοι και έμποροι, αν και εκπροσωπούντο όλα τα στρώματα της βουλγαρικής κοινωνίας.
Τα άτομα γίνονταν μέλη της ΕΕΟ μυστικά : το τελετουργικό της μύησης περιελάμβανε επίσημο όρκο πίστης στο Ευαγγέλιο ή σε ένα χριστιανικό σταυρό, ένα όπλο και ένα μαχαίρι. Η προδοσία τιμωρείτο με θάνατο και μυστική αστυνομία παρακολουθούσε τις δραστηριότητες του κάθε μέλους. Μέσω παράνομων δικτύων έμπιστων ανθρώπων διατηρούντο σχέσεις με την επαναστατική κοινότητα της διασποράς. Η εσωτερική αλληλογραφία χρησιμοποιούσε κρυπτογράφηση, συνθηματικά σημάδια και ψευδώνυμα. Παρά το γεγονός ότι Λέφσκι ήταν ο ίδιος επικεφαλής της οργάνωσης, μοιραζόταν τις διοικητικές ευθύνες με βοηθούς, όπως ο μοναχός που έγινε επαναστάτης Mατέι Πρεομπραζένσκι, ο παράτολμος Ντίμιταρ Ομπστι και ο νεαρός Άγγελ Κάντσεφ.
Αμφισβητούμενες και ημιθρυλικές ανέκδοτες ιστορίες υπάρχουν γύρω από τη δημιουργία της Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης του Λέφσκι. Καταδιωκόμενος από τις Οθωμανικές αρχές, που προσέφεραν 500 τουρκικές λίρες για το θάνατο και 1000 για τη σύλληψή του, ο Λέφσκι προσέφευγε σε μεταμφιέσεις για να αποφύγει τη σύλληψη κατά τις περιοδείες του. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι είχε βάψει μαλλιά του και φορούσε διάσφορες εθνικές ενδυμασίες. Το φθινόπωρο του 1871 ο Λέφσκι και ο Άγγελ Κάντσεφ δημοσίευσαν τηνΚαθοδήγηση των Εργατών για την Απελευθέρωση του Βουλγαρικού Λαού, ένα σχέδιο καταστατικού της ΒΕΕΟ, που περιείχε ιδεολογικά, οργανωτικά και ποινικά τμήματα. Απεστάλη στις τοπικές επιτροπές και στην κοινότητα της διασποράς για συζήτηση. Η πολιτική και οργανωτική εμπειρία που είχε αποκτήσει ο Λέφσκι είναι εμφανής στην αλληλογραφία του, που χρονολογείται στο 1871-1872. Εκείνη την εποχή οι απόψεις του για την επανάσταση είχαν σαφώς ωριμάσει.
Καθώς η ΕΕΟ επεκτεινόταν, συντόνιζε τις δραστηριότητές της περισσότερο με την εδρεύουσα στο Βουκουρέστι ΒΕΕΟ. Με πρωτοβουλία του Λέφσκι συγκλήθηκε μια γενική συνέλευση από τις 29 Απριλίου ως τις 4 Μαΐου 1872. Στη συνέλευση, οι σύνεδροι ενέκριναν ένα πρόγραμμα και ένα καταστατικό, εξέλεξαν το Λιούμπεν Καραβέλοφ ως ηγέτη της οργάνωσης και εξουσιοδότησαν το Λέφσκι ως το μόνο νόμιμο αντιπρόσωπο του εκτελεστικό σώματος της BΕΕΟ στα βουλγαρικά εδάφη. Μετά τη συμμετοχή στη συνέλευση ο Λέφσκι επέστρεψε στη Βουλγαρία και αναδιοργάνωσε εσωτερική δομή της ΕΕΟ σύμφωνα με τις συστάσεις της BΕΕΟ. Έτσι η Κεντρική Επιτροπή του Λόβετς περιορίστηκε σε μόνιμη τοπική επιτροπή και ιδρύθηκαν τα πρώτα περιφερειακά επαναστατικά κέντρα . Η έλλειψη πόρων, ωστόσο, επέφερε κρίση στην οργάνωση και όλο και μεγαλύτερη αμφισβήτηση των μονοπρώσωπων αποφάσεων του Λέφσκι για σημαντικά στρατηγικά και τακτικά θέματα.
Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα ο βοηθός του Λέφσκι Ντίμιταρ Ομπστι λήστεψε μια Οθωμανική ταχυδρομική αποστολή στη διάβαση Aραμπακονάκ στις 22 Σεπτεμβρίου 1872, χωρίς την έγκριση του Λέφσκι ή της ηγεσίας του κινήματος. Ενώ η ληστεία ήταν επιτυχής και προμήθευσε στην ΕΕΟ 125.000 γρόσια, ο Ομπστι και οι άλλοι δράστες γρήγορα συνελήφθησαν. Η προκαταρκτική έρευνα και μελέτη αποκάλυψε το μέγεθος της επαναστατικής οργάνωσης και τις στενές σχέσεις της με τη ΒΕΕΟ. Ο Ομπστι και οι άλλοι κρατούμενοι ομολόγησαν τα πάντα και αποκάλυψαν τον ηγετικό ρόλο του Λέφσκι.
Συνειδητοποιώντας ότι κινδύνευε ο Λέφσκι αποφάσισε να καταφύγει στη Ρουμανία, για να συναντήσει τον Καραβέλοφ και να συζητήσουν αυτά τα γεγονότα. Πρώτα, όμως, έπρεπε να συλλέξει σημαντικά έγγραφα από το αρχείο της επιτροπής στο Λόβετς, που θα αποτελούσαν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία σε περίπτωση που κατάσχονταν από τους Οθωμανούς. Έμεινε στο πανδοχείο του γειτονικού χωριού Κάκρινα, όπου αιφνιδιάστηκε και συνελήφθη το πρωί της 27 Δεκεμβρίου 1872. Σύμφωνα με τα γραπτά του Λιούμπεν Καραβέλοφ η πιο αποδεκτή εκδοχή είναι ότι ένας ιερέας ονόματι Κράστιο Νικηφόροφ κατέδωσε το Λέφσκι στην αστυνομία. Η θεωρία αυτή έχει αμφισβητηθεί από τους ερευνητές Ιβάν Παντσόφσκι και Βασίλ Μπογιάνοφ λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Αφού μεταφέρθηκε αρχικά στο Τίρνοβο για ανάκριση, ο Λέφσκι εστάλη στη Σόφια στις 4 Ιανουαρίου. Εκεί οδηγήθηκε σε δίκη. Ενώ αναγνώρισε την ταυτότητά του δεν αποκάλυψε τους συνεργούς του ή λεπτομέρειες σχετικά με την οργάνωση του, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη. Οι Οθωμανικές αρχές καταδίκασαν το Λέφσκι σε θάνατο δι ‘απαγχονισμού.
Η ποινή εκτελέστηκε στις 18 Φεβρουαρίου [Π.Η. 6 Φεβρουαρίου] 1873 στη Σόφια, όπου βρίσκεται σήμερα το Μνημείο του. Η θέση του τάφου του Λέφσκι είναι αβέβαιη, αλλά τη δεκαετία του 1980 ο συγγραφέας Νικολάι Χαίτοφ υποστήριξε ως τόπο ταφής του Λέφσκι την Εκκλησία της Αγίας Πέτκας των Σαμαράδων, που η Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών θεώρησε πιθανή αν και αναπόδεικτη.
Ο θάνατος του Λέφσκι ενέτεινε την κρίση στο Βουλγαρικό επαναστατικό κίνημα και οι περισσότερες επιτροπές της ΕΕΟ σύντομα διαλύθηκαν Παρ ‘όλα αυτά, πέντε χρόνια μετά απαγχονισμό του ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1877-1878 εξασφάλισε την απελευθέρωση της Βουλγαρίας από την Οθωμανική κυριαρχία στον απόηχο της Εξέγερσης του Απριλίου του 1876. Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου της 3 Μαρτίου 1878 ίδρυσε το βουλγαρικό κράτος ως αυτόνομο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας υπό την de jure Οθωμανική επικυριαρχία.
Επαναστατικές θεωρία και ιδέες
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 ο Λέφσκι ανέπτυξε μια επαναστατική θεωρία που έβλεπε το Βουλγαρικό κίνημα ως μια ένοπλη εξέγερση όλων των Βουλγάρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εξέγερση επρόκειτο να παρασκευαστεί, να ελεγχθεί και να συντονισθεί εσωτερικά από μια κεντρική επαναστατική οργάνωση, που θα περιλάμβανε τοπικές επαναστατικές επιτροπές σε όλα τα μέρη της Βουλγαρίας και θα λειτουργούσε ανεξάρτητα από τυχόν ξένες παράγοντες. Η θεωρία του Λέφσκι προέκυψε από τις επανειλημμένες αποτυχίες να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά οι ιδέες του Ρακόφσκι, όπως η χρήση ένοπλων αποσπασμάτων (чети, τσέτι) με βάση το εξωτερικό, για να προκληθεί γενική εξέγερση. Η ιδέα Λέφσκι για μια εντελώς ανεξάρτητη επανάσταση δεν είχε την έγκριση του συνόλου του πληθυσμού και, στην πραγματικότητα, ήταν ο μόνος εξέχων Βούλγαρος επαναστάτης που την υποστήριζε. Αντ ‘αυτού, πολλοί θεωρούσαν ως πιο εφικτή λύση μια παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων.
Ο Λέφσκι οραματιζόταν τη Βουλγαρία ως δημοκρατικό κράτος, κατά καιρούς βρίσκοντας κοινό τόπο με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη και ενστερνιζόμενος σε μεγάλο βαθμό τις φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και της Δυτικής Κοινωνίας της εποχής του.
Είπε «Θα είμαστε ελεύθεροι σε πλήρη ελευθερία, όπου ζει ο Βούλγαρος : στη Βουλγαρία, στη Θράκη, στη Μακεδονία. Οι άνθρωποι κάθε εθνικότητας που ζουν σε αυτό τον παράδεισό μας, θα έχουν ίσα δικαιώματα με το Βούλγαρο σε όλα. Θα έχουμε μια σημαία που να λέει «Καθαρή και ιερά δημοκρατία» … είναι καιρός, με μια και μόνο πράξη, να πετύχουμε αυτό που είχαν επιδιώξει οι Γάλλοι αδελφοί μας … »
Ο Λέφσκι υποστήριζε ότι όλες οι θρησκευτικές και εθνοτικές ομάδες σε μια ελεύθερη Βουλγαρία – Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι ή άλλοι – θα πρέπει να απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα. Επαναλάμβανε ότι οι Βούλγαροι επαναστάτες πολέμησαν εναντίον της κυβέρνησης του σουλτάνου, όχι εναντίον του τουρκικού λαού και της θρησκείας του: «Δεν καταδιώκουμε τον τουρκικό λαό, ούτε την πίστη του, αλλά τον αυτοκράτορα και τους νόμους του (με μια λέξη την τουρκική κυβέρνηση), το οποίο έχει κυβερνήσει όχι μόνο εμάς αλλά και τον ίδιο τον Τούρκο με βάρβαρο τρόπο. »
Ο Λέφσκι ήταν προετοιμασμένος να θυσιάσει τη ζωή του για την επανάσταση και να θέσει τη Βουλγαρία και το Βουλγαρικό λαό πάνω από τα προσωπικά του συμφέροντα: « Αν κερδίσω, θα κερδίσω για το σύνολο του λαού. Αν χάσω, θα χάσω μόνο τον εαυτό μου». Σε μια απελευθερωμένη Βουλγαρία δεν οραματιζόταν τον εαυτό του ως εθνικό ηγέτη ή υψηλόβαθμο αξιωματούχο : «Εμείς λαχταρούν να δουν μια ελεύθερη πατρίδα και [τότε] θα μπορούσε κάποιος ακόμη και να με διατάξει μου να βόσκω τις πάπιες, δεν είναι έτσι; »
Σύμφωνα με το πνεύμα του Γκαριμπάλντι, ο Λέφσκι σχεδίαζε να βοηθήσει άλλους καταπιεσμένους λαούς του κόσμου στην απελευθέρωσή τους από τη στιγμή που θα επανιδρυόταν η Βουλγαρία. Υποστήριζε επίσης «αυστηρό και ανελλιπή οικονομικό έλεγχο» στην επαναστατική οργάνωσή του και δεν ανεχόταν τη διαφθορά.
Μνήμη
Σε πόλεις και χωριά σε όλη τη Βουλγαρία η συνεισφορά του Λέφσκι στο απελευθερωτικό κίνημα τιμάται με πολυάριθμα μνημεία, και πολλοί δρόμοι φέρουν το όνομά του. Μνημεία για το Λέφσκι υπάρχουν και έξω από τη Βουλγαρία, στο Βελιγράδι και Ντιμίτροβγκραντ της Σερβίας, στο Πάρτσανι της Υπερδνειστερίας της Μολδαβίας, στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, στο Παρίσι της Γαλλίας, στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ και το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Εχουν γίνει τρία μουσεία αφιερωμένα στο Λέφσκι : στο Κάρλοβο στο Λόβετς και στο Κάκρινα. Το Μνημείο Βασίλ Λέφσκι στη Σόφια ανεγέρθηκε στο χώρο της εκτέλεσής του.
Πολλοί φορείς στη Βουλγαρία έχουν ονομαστεί προς τιμή του Βασίλ Λέφσκι : η ποδοσφαιρική ομάδα Λέφσκι Σόφιας, η Εθνική Ακαδημία Αθλητισμού Βασίλ Λέφσκι και το Εθνικό Στρατιωτικό Πανεπιστήμιο Βασίλ Λέφσκι. Το εθνικό στάδιο της Βουλγαρίας φέρει το όνομα Εθνικό Στάδιο Βασίλ Λέφσκι. Το χαρτονόμισμα των 1000 βουλγαρικων λέβα, σε κυκλοφορία μεταξύ 1994 και 1999, έφερε πορτρέτο του Λέφσκι στη μπροστινή όψη του και το μνημείο του στη Σόφια στην πίσω του. Η πόλη του Λέφσκι και έξι χωριά σε όλη τη χώρα έχουν επίσης ονομαστεί προς τιμή του.
Η ζωή του Βασίλ Λέφσκι έχει ευρεία παρουσία στη βουλγαρική λογοτεχνία και το λαϊκό πολιτισμό. Ο ποιητής και επαναστάτης Χρίστο Μπότεβ αφιέρωσε το τελευταίο του έργο στο Λέφσκι, «Ο απαγχονισμός του Βασίλ Λέφσκι». Το ποίημα, μια ελεγεία, πιθανώς γραμμένο στα τέλη του 1875. Ο πεζογράφος και ποιητής Ιβάν Βάζοφ αφιέρωσε μια ωδή στον επαναστάτη. Με τον ομώνυμο τίτλο «Λέφσκι» δημοσιεύτηκε ως τμήμα του κύκλου Επος των Λησμονημένων. Ο Λέφσκι έχει επίσης εμπνεύσει έργα των συγγραφέων Χρίστο Σμύρνενσκι και ο Νικολάι Χάιτοφ, μεταξύ άλλων. Τραγούδια αφιερωμένα στο Λέφσκι μπορούν να βρεθούν επίσης στη λαϊκή παράδοση των Σκοπίων. Το Φεβρουάριο του 2007, μια πανεθνική δημοσκόπηση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της τηλεοπτικής εκπομπής Великите българи( «Οι Μεγάλοι Βούλγαροι»), έβγαλε το Βασίλ Λέφσκι το μεγαλύτερο Βούλγαρο όλων των εποχών.
Έχουν γίνει κινήσεις για την αγιοποίηση του Βασίλ Λέφσκι ως άγιου της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο ο ιστορικός Στέφαν Τσουρέσκι τόνισε ότι ενώ η μεταμοναστική ζωή του Λέφσκι ήταν αυτή ενός μάρτυρα, ήταν ασυμβίβαστη με την Ορθόδοξη έννοια της αγιότητας. Ο Τσουρέσκι κάνει αναφορά στην αλληλογραφία του Λέφσκι, που δείχνει ότι ο Λέφσκι απειλούσε πλούσιους Βούλγαρους (чорбаджии, τσορμπατζί) και προδότες με θάνατο, επιδοκίμαζε την κλοπή από τους πλούσιους για πραγματικά επαναστατικούς σκοπούς και εθελοντικά παραιτήθηκε από τη θρησκευτική του ιδιότητα για να αφοσιωθεί στον κοσμικό αγώνα για την απελευθέρωση.
Ο απαγχονισμός του Βασίλ Λέφσκι τιμάται κάθε χρόνο σε ολόκληρη τη Βουλγαρία στις 18 Φεβρουαρίου. Αν και δεν έχει καθοριστεί η θέση του τάφου του Λέφσκι, ορισμένα από τα μαλλιά του εκτίθενται στο Εθνικό Μουσείο Στρατιωτικής Ιστορίας.
Οταν ο Λέφσκι εγκατέλειψε το μοναχισμό το 1863, έκοψε τα μαλλιά του, που τα φύλαξε η μητέρα του και αργότερα η αδελφή του Γιάνα. Προσωπικά αντικείμενα του Λέφσκι – όπως ο ασημένιος χριστιανικός σταυρός του, το χάλκινο κύπελλο του νερού, το περίστροφό του του 1869 από την Αυστρουγγαρία και τα δεσμά από τη φυλάκισή του στη Σόφια – εκτίθενται επίσης στο Μουσείο Στρατιωτικής Ιστορίας, ενώ το σπαθί Λέφσκι μπορεί να δει κανείς στο περιφερειακό μουσείο του Λόβετς.