Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Το ότι η «Δυτική» μας Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, όχι σήμερα, μα εδώ και δεκαετίες θεωρείται ότι «χωλαίνει», πως υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ελλείμματα τόσο σ’ αυτή καθαυτή τη λειτουργία της, όσο και στο επίπεδο των πολιτικών ηγεσιών, νομίζω πως δεν αποτελεί διαπίστωση μονάχα όσων έχουν την τάση να τα βλέπουν όλα απαισιόδοξα.
Ήδη στερεύει και η δεξαμενή και εκείνων που έχουν την αντίθετη τάση να τα βλέπουν όλα αισιόδοξα. Ελλείμματα όμως, είναι δυνατό να επισημανθούν και στο επίπεδο των ίδιων των Αξιών και Αρχών που καθορίζουν το ίδιο το νόημα των λέξεων «Κοινοβουλευτική» «Δημοκρατία» , ελλείμματα που προκύπτουν ανάλογα με το πώς αυτές οι Αξίες και Αρχές ερμηνεύονται από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες και ιδίως τις πολιτικές εξουσίες.
Πάντα, βεβαίως, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν επαρκή στοιχεία ώστε η κριτική στην λογική της επίτευξης μιας καλύτερης κατάστασης πραγμάτων να είναι διαρκώς παρούσα, πράγμα που διαρκώς, θα ισχυριστούν κάποιοι, και όχι άδικα ενίοτε, θα επιβεβαιώνει πως ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, με όλη όμως την κουβέντα να γίνεται γύρω από το πώς ο καθείς ορίζει τούτο το «καλό», κι εδώ οι διαφοροποιήσεις είναι σημαντικές.
Η κρίση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, πέραν των πολλών θεωρητικών ερμηνειών που μπορεί να δεχτεί, έχει τούτη την προφανή συνέπεια, στην οποία και θα μείνουμε στο παρόν άρθρο : την ολοένα και σε περισσότερο βαθμό περιθωριοποίηση του λαϊκού παράγοντα, τόσο στο επίπεδο της ουσιαστικής του συμμετοχής τουλάχιστον στα κρίσιμα εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που τον αφορούν, και επομένως, στην ουσιαστική κένωση του περιεχομένου της συνταγματικής αρχής, που αποτελεί και τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο δομείται το ίδιο το αξιακό και λειτουργικό περιεχόμενο της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, δηλαδή, πως ο λαός εγκολπώνεται (συλλογικά) την «κυριαρχία», και αποτελεί τούτη η «λαϊκή κυριαρχία» το «θεμέλιο» του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, αποτελεί δε αυτός ο λαός την «πηγή» όλων των εξουσιών οι οποίες ασκούνται «υπέρ αυτού» «και του Έθνους».
Εδώ, οι κρίσιμες λέξεις που υπογραμμίζονται παραπάνω, και που η καθεμία τους αποτελεί και έναν κρίσιμο πυλώνα του «θεμελίου» του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος, αποτελούν όλες τους, εκείνα τα μαχητά κριτήρια των οποίων η ύπαρξη στην πράξη, δεν είναι καθόλου αυτονόητη, μάλιστα θα μπορούσε να πει κανείς, πως θα χρειάζονταν ισχυρή δόση φαντασίας, ίσως δε και θράσους, να ισχυριστεί πως ο λαός είναι ο «κυρίαρχος» των πραγμάτων, και πως τα πάντα είναι υποταγμένα στο λαϊκό «συμφέρον».
Πολύ πριν κάποιος βαλθεί να αποδείξει την αλήθεια, στη πράξη, όλων των παραπάνω παραδοχών που προσδιορίζουν τα «θεμέλια» του Πολιτεύματός μας, θάπρεπε πρωτύτερα να ξεκαθαρίσει, πώς παίζεται το ίδιο το παιχνίδι της εξουσίας εντός των κόλπων της, με τις συνταγματικώς αλλά και εξίσου θεωρητικώς «ανεξαρτησίες» των τριών πυλώνων της, την εκτελεστική, την νομοθετική και την δικαστική εξουσία, με τις δυο τελευταίες ουσιαστικά να είναι καταργημένες, (η δικαστική σε ό,τι αφορά τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της), πλήρως υποταγμένες στην εκτελεστική εξουσία. Κι όμως, πυρήνα του Πολιτεύματός μας, αποτελεί το Κοινοβούλιο, το μόνο του οποίου τα μέλη εκλέγονται από τον λαό, (να υπενθυμίσουμε πως στη Κυβέρνηση δεν είναι υποχρεωτικό να μετέχουν κοινοβουλευτικά πρόσωπα), και που με τη σειρά του, νομιμοποιεί την ύπαρξη των υπολοίπων πυλώνων, ιδίως την εκτελεστική εξουσία.
Κι όμως, ουδείς νομίζω διακατέχεται από την ψευδαίσθηση πως δεν είναι η εκτελεστική εξουσία ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Κι ο λαός πού βρίσκεται στο καθημερινό πολιτικό γίγνεσθαι, στο οποίο συμβαίνουν τόσα σοβαρά πράγματα που όχι μόνο καθορίζουν το παρόν, μα και το μέλλον για πολλές γενιές; Ποιος είπε πως ο λαός ψηφίζει Βουλή (και δι’ αυτής Κυβέρνηση) εξουσιοδοτώντας την να λαμβάνει κρίσιμες για τον λαό και τη χώρα αποφάσεις για χρονικές περιόδους πέραν της θητείας της, ουσιαστικά δεσμεύοντας αν όχι καταργώντας τη βούληση μελλοντικών συνθέσεων της Βουλής και των μελλοντικών Κυβερνήσεων;
Κι όμως. Τέτοιες αποφάσεις, ενίοτε είναι υποχρεωτικό να λαμβάνονται. Ισχυρίζομαι, όχι όμως από τη Βουλή. Μόνο ο λαός, δημοψηφισματικά μπορεί και πρέπει να λαμβάνει κρίσιμες αποφάσεις, ιδίως δε, εκείνες των οποίων οι συνέπειες εκτείνονται σε μεγάλο βάθος χρόνου και πάντως πέραν της θητείας της εκάστοτε Βουλής. Τώρα, η σχετική φιλολογία που κατά καιρούς έχω ακούσει όταν έρχεται το ζήτημα της διεξαγωγής δημοψηφισμάτων για κρίσιμα θέματα όπως ανωτέρω σημειώνω, πως τάχατες είναι καμιά χιλιάδα ανθρώπων σε τούτη τη χώρα, που μπορούν να έχουν «διαύγεια» πνεύματος και κρίση τέτοια ώστε μονάχα αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν τέτοιες κρίσιμες αποφάσεις ή να συμβουλεύουν αρμοδίως ή ατύπως περί αυτών, και πως περίπου σύμπας ο υπόλοιπος λαός, στερείται τέτοιων «προσόντων», και πως το ότι ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια αρκετό του είναι, θα έλεγα ότι αναδύει όχι μονάχα έναν ναρκισσισμό αλλά και μια αντίληψη πραγμάτων που ελέγχεται για το κατά πόσο συνάδει προς τις αξίες και τις αρχές της Δημοκρατίας.
Έτσι, η «λαϊκή κυριαρχία», και η «υπέρ του λαού» ασκούμενη εξουσία, δεν αποτελούν παρά εορταστικές αναφορές που πληθωρικά διατυπώνονται κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων και διαρκούν όσο διαρκούν κι αυτές.
Όμως, ας εστιάσουμε περισσότερο στην καθ’ ημάς τρέχουσα προεκλογική πραγματικότητα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, προεκλογική περίοδος χωρίς πόλωση δεν είναι νοητή. Μονάχα αν υπήρχε ένας Μεγάλος Συνασπισμός τουλάχιστον των δύο μεγαλύτερων κομμάτων δεν θα είχε νόημα η στρατηγική της πόλωσης. Όμως, για πολλούς λόγους, τέτοιοι συνασπισμοί, είναι δύσκολο να δημιουργηθούν, εκτός και αν υπάρξουν τέτοιες ισχυρές παρεμβάσεις, κυρίως «έξωθεν» που να τους επιβάλλουν σε περιόδους μεγάλων εθνικών κρίσεων (εξωτερικών ή/και εσωτερικών).
Στα πλαίσια αυτής της πόλωσης, οι μονομάχοι της εξουσίας αλλά και τα κόμματα (κυρίως το ΠΑΣΟΚ) που διεκδικούν ένα ρόλο σε περίπτωση που η αυτονομία δεν προκύψει για κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα (Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ), δεν έχουν κανένα πρόβλημα να καταφέρονται εναντίον των δικών τους κυβερνητικών επιλογών για τα έργα και τις ημέρες τους κατά την Μνημονιακή Περίοδο, μιας και τα τρία παραπάνω κόμματα, άσκησαν τότε κυβερνητική εξουσία, και των οποίων πολιτικών οι συνέπειες εκτείνονται μέχρι σήμερα και θα εκτείνονται για πολλές ακόμα δεκαετίες.
Όμως, αναμενόμενο, κανείς δεν είναι υπεύθυνος για την Μνημονιακή Λεηλασία της προηγούμενης δεκαετίας που θα στοιχειώνει τη ζωή των πολιτών μα και της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες.
Κάθε μία από τις Μνημονιακές Κυβερνήσεις, θεωρεί εαυτήν «σωτήρα» για όσα δεινά είχαν επισωρεύσει οι προηγούμενες Κυβερνήσεις αλλά χωρίς δική της ευθύνη. Ουδείς υπεύθυνος σ’ αυτή τη χώρα. Ό,τι μας συμβαίνει φαντάζει σαν έργο εξωτικών, αόρατων δυνάμεων της Ιστορίας και της Φύσης και ενίοτε του ίδιου του λαού. (Την Μνημονιακή Περίοδο, το άθλιο αφήγημα της «ευθύνης» του λαού, που με τις επιλογές του (επειδή δηλαδή ψήφιζε τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις που και σήμερα διεκδικούν την εξουσία!) και τις εκάστοτε πιέσεις του στις εκάστοτε Κυβερνήσεις, ευθύνονταν κι αυτός σε μεγάλο βαθμό για το ότι φτάσαμε στο 2010, είχε γνωρίσει μεγάλη άνθιση με αποκορύφωμα το «όλοι μαζί τα φάγαμε»).
Κάπως με αυτά τα δεδομένα, με ό,τι δηλαδή ίσαμε τη στιγμή αυτή έχουμε πει, οδεύουμε προς τις εκλογές.
Τα πολιτικά κόμματα, από αυτά της εξουσίας ίσαμε τα μικρότερα, ιδού, προσέρχονται ταπεινά μπρος στον «πανίσχυρο» «Κυρίαρχό» τους, τον ελληνικό λαό, ζητώντας την «ψήφο» του προκειμένου να έχουν την τιμή και το μοναδικό προνόμιο να εργαστούν για το δικό του αποκλειστικά συμφέρον, για την δική του αποκλειστικά ευημερία.
Αλλά, είτε κάποιος παίρνει στα σοβαρά όσα λέγουν οι διεκδικητές της λαϊκής ψήφου, είτε όχι, πρέπει να εστιάσουμε για λίγο στην ίδια την «ψήφο».
Ας σημειωθεί όμως εκ προοιμίου και ας κρατήσουμε καλή σημείωση, πως οι λέξεις, στα «χέρια» των διαμορφωτών της Κοινής Γνώμης, δεν αποτελούν ένα «αθώο» εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ αυτών των «διαμορφωτών» και της «διαμορφούμενης» ή «προς διαμόρφωση» Κοινής Γνώμης. Και τούτο έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, εκεί όπου η «διαμορφούμενη» γνώμη, αυτοπροσδιορίζεται ως «ελεύθερη», με τούτη την «ελευθερία» της να μην αμφισβητείται ούτε από τους «διαμορφωτές» της αλλά ούτε και από την ίδια! Το γνωστό μας «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει, κόκκαλα τσακίζει», ασφαλώς και μπορεί να αποδοθεί ως «οι λέξεις κόκκαλα δεν έχουν και κόκκαλα τσακίζουν», όμως κι εδώ, τούτη η μάλλον κοινά αποδεκτή διατύπωση, αφήνει απ’ έξω μια πολύ σπουδαιότερη δυνητική συνέπεια της γλώσσας και των λέξεων : την ίδια την άλωση της βούλησης και της συνείδησης του ανθρώπου μέσω της προπαγάνδας που πλέον από τεχνική έχει αναχθεί σε ολόκληρη επιστήμη.
Έπειτα από την παραπάνω σύντομη εισαγωγή, ιδού το ερώτημα :
Τι είναι λοιπόν η «ψήφος» του πολίτη; (Η αναφορά μας στις βουλευτικές εκλογές, και γενικότερα στις εκλογές για την ανάδειξη αιρετών αρχόντων)
Είναι μια λέξη.
Και τι είναι μια λέξη;
Ένας ήχος έμφορτος νοήματος ή νοημάτων.
Λέξεις χωρίς νόημα, είναι απλοί ήχοι.
Μια λοιπόν λέξη κατά τα ανωτέρω, ομού μετά των λοιπών λέξεων που συνθέτουν το λεξιλόγιο ενός έθνους, ενός λαού, μιας φυλής, ή μιας ομάδας στην οποία τα μέλη της επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω λέξεων με συγκεκριμένη (ειδική) νοηματοδότηση (π.χ., οι επιστήμες -και άρα οι επιστήμονες- έχουν συνήθως το δικό τους -κατά ειδικό επιστημονικό κλάδο- λεξιλόγιο με τις δικές τους ειδικές νοηματοδοτήσεις των λέξεων) αποτελούν αυτό που καλείται «γλώσσα» (ενός λαού, μιας φυλής, κ.λπ. κατά τα ανωτέρω). (Δεν μου διαφεύγει η εξαιρετική απλοποίηση της παραπάνω προσέγγισης, όμως, θεωρώ πως είναι η πλέον ενδεδειγμένη στην προκείμενη περίπτωση).
Ώστε η «ψήφος», αυτό το «κομμάτι χαρτιού» πάνω στο οποίο δηλώνουμε στις εκλογές τις προτιμήσεις μας ως πολιτών, ποια πρόσωπα και ποιο πολιτικό κόμμα μας εκπροσωπεί «καλύτερα», αλλά επίσης επικυρώνουμε και το προεκλογικό του πρόγραμμα, όχι ως φυσικό «πράγμα», (ένα κομμάτι χαρτιού δηλαδή), αλλά ως μια «λέξη», αποτελεί ένα σύνολο νοημάτων που ενυπάρχουν στη λέξη αυτή και την προσδιορίζουν κατά περίπτωση από τον κάθε πολίτη.
Με την «ψήφο», δεν ρίχνω ένα «χαρτί» στη κάλπη (κατά τα ανωτέρω), αλλά, τοποθετούμαι δι΄ αυτής πάνω σε ένα σύνολο αρχών και αξιών που δίνουν περιεχόμενο στην ατομική, κοινωνική και εθνική ζωή, όπως επίσης χαρακτηρίζουν σημαντικά οργανωτικά ζητήματα της κοινωνίας αλλά και του Κράτους, που όλα μαζί, δίνουν περιεχόμενο και σχήμα σε ό,τι αποκαλούμε Πολίτευμα και Πολιτεία, όπως και αν ειδικότερα τα ονοματοθετούμε.
Πέραν όμως των ανωτέρω, η ίδια η γλώσσα και οι λέξεις, είναι κατάφορτες μιας ιστορικότητας, που διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα, η οποία εκτελεί το κρίσιμο έργο της καταγραφής της αντοχής, της αλλοίωσης, της αλλοτρίωσης, του θανάτου, του εμπλουτισμού, της μετάλλαξης των νοημάτων των λέξεων και άρα της γλώσσας στην οποία ανήκουν, και εκείθεν, εφόσον η ιστορική εξέλιξη της γλώσσας και των λέξεών της επισημανθεί και ερμηνευτεί από το έθνος, τον λαό, τη φυλή που «λαλεί» την γλώσσα του, αλλά και η «διαχείριση» αυτών των μεταβολών είναι αποτελεσματική σε επίπεδο Κράτους, κοινωνίας μα και απλών ανθρώπων, τότε, ο κίνδυνος της ασυνεννοησίας μεταξύ ανθρώπων του ίδιου έθνους, λαού κ.λπ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ελαχιστοποιείται, επίσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Όμως, υπάρχει κάτι ακόμα σημαντικό που πρέπει να σημειώσουμε. Με τη ψήφο του ο πολίτης, κατ’ ουσίαν, μεταβιβάζει κυριαρχικά του δικαιώματα, που διαφορετικά θα έπρεπε να ασκήσει ο ίδιος, σε αντιπροσώπους του, οι οποίοι με τη σειρά τους, με τη δική τους ψήφο στο Κοινοβούλιο, θα κληθούν να λάβουν σημαντικές και ενίοτε καθοριστικές αποφάσεις για τον λαό, τη χώρα και ίσως το ίδιο το δημοκρατικό Πολίτευμα, και επομένως, ό,τι παραπάνω υπογραμμίστηκαν ως περιεχόμενο και χαρακτηριστικά της ψήφου του απλού πολίτη, ισχύουν και για τον εκπρόσωπό του, και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό.
Είναι η ποιότητα της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών από τη μια, και το συνεπές των πολιτικών αποφάσεων τούτων των θεσμών προς ό,τι εξουσιοδοτήθηκαν να πράξουν, που προσδιορίζουν και την υγιή ή παρακμιακή κατάσταση και λειτουργία του Πολιτικού μας Συστήματος εν γένει.
Πού βρισκόμαστε σήμερα;
Δεν ερωτώ ασφαλώς το πολιτικό προσωπικό, το οποίο βεβαίως και διαθέτει τις δικές του απόψεις για τα έργα και τις ημέρες του, ερωτώ τον απλό πολίτη που πρέπει διαρκώς να θέτει το ερώτημα αυτό. Ένα ερώτημα σημαντικό, διότι αν δεν ξέρεις που βρίσκεσαι, (για να παραφράσουμε ελαφρώς ένα απόσπασμα από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του Λιούις Κάρολ), δεν έχει νόημα και το πού πηγαίνεις (έστω εκών άκων) και πολύ περισσότερο, που «θέλεις» να πας. Διότι αυτό το «θέλω», δεν θεμελιώνεται ως επιδίωξη και ως αντίληψη πάνω στην άγνοια του πού βρίσκεσαι σήμερα, και γιατί βρίσκεσαι εκεί που βρίσκεσαι. Οφείλουμε ως πολίτες, να έχουμε ξεκαθαρισμένα στο μυαλό μας, πολύ περισσότερο από τις απαντήσεις (κυρίως εκείνες που «υιοθετεί» από τρίτους και τα ΜΜΕ) στα ποικίλα ζητήματα που αφορούν την Κοινωνία και την χώρα, τουλάχιστον τα ερωτήματα, που προηγούνται των απαντήσεων, ώστε να μην παρατηρείται το φαινόμενο, να διαθέτουμε «απαντήσεις», που όμως δεν γνωρίζουμε και πολύ χειρότερο, δεν μας απασχολούν τα ερωτήματα που εγείρουν αυτές τις απαντήσεις, το περιεχόμενο των ερωτημάτων αυτών και ποιοι τα θέτουν.
Ουσιαστικά, με βάση το τρέχον Κοινοβουλευτικό μας σύστημα που θέλει τον πολίτη έξω από τη διαδικασία λήψης κρίσιμων αποφάσεων για το παρόν μα και το μέλλον της χώρας, το όποιο «έλλειμμα Δημοκρατίας» και «Πολιτικής Ηγεσίας» διαπιστώνεται, αφορά κυρίως τους αιρετούς άρχοντες. Όμως και στο επίπεδο των απλών πολιτών, μπορούν να επισημανθούν τέτοια «ελλείμματα ευθύνης», όταν η ψήφος τους μετατρέπεται σε μια απόφαση που κρίνεται στη λογική της ρίψης ενός νομίσματος που ανάλογα με την όψη που θα φέρει θα κρίνει και κατά πού θα οδηγηθεί η ψήφος, ή όταν η ψήφος δεν εκπροσωπεί καμία συνειδητή επιλογή του ψηφοφόρου, ή όταν θεμελιώνεται πάνω στην αδιαφορία και την άγνοια, καταστάσεις, που ενίοτε προκύπτουν ως τέτοιες και με τη συμβολή του ίδιου του Διαπλεκόμενου Συστήματος Εξουσίας, το οποίο ενδεχομένως και να μην θέλει άλλου είδους «ποιότητα» πολιτική συμμετοχή εκ μέρους των πολιτών.
Σε όλα τα πολιτικά συστήματα, την πρώτη και καθοριστική ευθύνη την έχουν τα άτομα που στελεχώνουν τους Πολιτειακούς Θεσμούς και κυρίως την Βουλή και την Κυβέρνηση και οι οποίοι λαμβάνουν αποφάσεις.
Στη Κοινοβουλευτική μας Δημοκρατία, στη Βουλή, οι βουλευτές και βουλευτίνες, θα πρέπει να δώσουν μάχη ανάμεσα στην διατήρηση της ελευθερίας της συνείδησής τους ώστε να υπηρετούν τον λαό και την Δημοκρατία με βάση αυτή, και στις δυνάμεις εκείνες που επιδιώκουν την χειραγώγηση των ελευθέρων συνειδήσεων ώστε να υποστηρίζουν κομματικές και πολιτικές επιλογές, όταν οι τελευταίες συγκρούονται με την ελεύθερη συνείδησή τους στις περιπτώσεις που καλούνται να παράσχουν τη στήριξή τους σε πολιτικές που δεν εγκρίνουν. Ασφαλώς και τέτοιου είδους διλήμματα, δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε μια Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Όμως υπάρχουν, κι αυτό από μόνο του λέει πολλά. Εδώ εμφανίζεται, στις κρίσιμες στιγμές που δοκιμάζεται η ελεύθερη βούληση και η κατά συνείδηση απόφαση, η «κομματική πειθαρχία». Μάλιστα σ’ αυτό το αίτημα «πειθαρχίας», αίτημα κατάδηλα αντισυνταγματικό, για να μείνουμε στη νομική του διάσταση, παριστάμεθα συχνά μάρτυρες όταν ακούμε, διαβάζουμε ή βλέπουμε, πολιτικές ηγεσίες να την επικαλούνται και να απειλούν με διαγραφές όσους βουλευτές τολμήσουν να εκφραστούν και κυρίως ψηφίσουν κατά συνείδηση, και να το πράττουν (δηλαδή να προχωρούν στη διαγραφή) στην περίπτωση των «απειθάρχων», που τόλμησαν δηλαδή να μην παραβιάσουν την συνταγματική απαίτηση να αποφασίζουν κατά συνείδηση. Αρκετές φορές έχω τοποθετηθεί στο παρελθόν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, θεωρώντας πως αυτή η αξίωση των πολιτικών ηγεσιών για κομματική πειθαρχία, αποτελεί λόγο αρνήσεως του Προεδρείου της Βουλής να δεχτεί την διεξαγωγή συζητήσεων και ψηφοφοριών υπό καθεστώς ανελευθερίας της βούλησης και της συνείδησης των βουλευτών, και ακόμα παραπέρα, όταν νομοθετήματα τελικώς ψηφίζονται με τέτοιες μεθοδεύσεις, είναι η Δικαιοσύνη που σε πρώτη ευκαιρία θα έπρεπε να κηρύσσει τα ούτω ψηφισθέντα νομοσχέδια ως αντισυνταγματικά ακριβώς εξαιτίας τής, δια της (πολιτικής) απειλής ή/και του (πολιτικού) εκβιασμού, έλλειψης τής ελευθέρας βούλησης. Αυτό ισχύει στον μέγιστο βαθμό στην περίπτωση της ψήφισης ΟΛΩΝ των Μημονιακών νόμων (και του PSI), μάλιστα εδώ, οι πιέσεις πάνω στην ελεύθερη βούληση και συνείδηση των βουλευτών, ασκήθηκε και από εξω-εθνικούς θεσμικούς παράγοντες, κατά τρόπο κυνικό και σκανδαλώδη.
Πηγαίνοντας προς την κάλπη, εμείς οι «ψηφοφόροι», αν πρόκειται να τιμήσουμε το ιστορικό βάρος της «ψήφου» μας και την κρισιμότητα που θα έχει για εμάς τους ίδιους, τα παιδιά και τα εγγόνια μας και τη χώρα μας, είναι φανερό, πως τούτο το «φορτίο» βασανίζει τη σκέψη και τη συνείδησή μας.
Τούτο το «ιστορικό βάρος», μας θυμίζει πόσοι αγώνες, πόσες θυσίες και πόσο αίμα απαιτήθηκε, για να έχουμε σήμερα το ακριβό προνόμιο, να μπορούμε να καθορίζουμε τη ζωή μας και το μέλλον μας. Μονάχα όμως αν έχουμε αντίληψη του ιστορικού βάρους της ψήφου μας. Ιδέες και ιδεολογίες αντιπάλεψαν άλλες ιδέες που ήθελαν τον άνθρωπο απλό «υπήκοο» του όποιου «Ηγεμόνα» που αποφασίζει τα πάντα γι’ αυτόν (τον «υπήκοο») χωρίς αυτόν. Όμως, δεν αρκεί ο «πολίτης» να διαθέτει «ελευθερία» της ψήφου. Μια «ελευθερία» θεμελιωμένη στην αδιαφορία και στην άγνοια των συνεπειών των επιλογών μας, είναι μια «ελευθερία» ουσιαστικά δέσμια των παραπάνω χαρακτηριστικών, είναι μια ανελευθερία υπό το κάλυμμα της ελευθερίας. Ένα παιχνίδι χαμένο για τον «Κυρίαρχο Λαό», ένα παιχνίδι κερδισμένο ήδη πριν το όποιο εκλογικό αποτέλεσμα, από εκείνες τις Δυνάμεις που επενδύουν πάνω σε τούτη την αδιαφορία και άγνοια. Διότι αυτές οι Δυνάμεις, τουλάχιστον και ενδιαφέρον και γνώση έχουν για ότι αφορά τα συμφέροντά τους. Μετά τις εκλογές, τούτος ο «Κυρίαρχος Λαός», διασπάται στα εξ ων συντίθεται, και ο καθένας και η καθεμιά, θα κλειστούν στο σπίτι τους δίνοντας τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης, σε ένα πολιτικό σύστημα, που πάντα έχει «δημοσιονομικά σφιξίματα» με τους πολλούς και που πάντα είναι γαλαντόμο με ορισμένα λίγα συμφέροντα -δεν το λέω εγώ : αρκεί να διαβάσετε τα οποιαδήποτε πρακτικά της Βουλής στα σημεία εκείνα που ξιφουλκούν -ο ένας εναντίον του άλλου- κατά της διαπλοκής.