Ο Αλέκος Αλεξανδράκης θα μπορούσε να γίνει πολλά πράγματα στην ζωή του. Και οι πιθανότητες λένε πως θα γινόταν ένας εξαιρετικός πλοίαρχος εάν η μοίρα δεν τον έστελνε να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσε η Έλλη Λαμπέτη.
Αυτή η επαφή εξ αποστάσεως με την κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιό στάθηκε αρκετή για να καθορίσει το μέλλον του νεαρού –τότε- Αλεξανδράκη, ο οποίος ακόμη αμφιταλαντευόταν για το… ταξίδι της ζωής του. Από την μια πλευρά της ζυγαριάς βρισκόταν η επιθυμία του να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και να γυρίσει τον κόσμο και από την άλλη η κάψα του να βοηθήσει τους άλλους να ταξιδέψουν παντού μέσα από τις ερμηνείες του στο σανίδι ή την μικρή και την μεγάλη οθόνη.
Λέγεται πως ακόμη και ο σπουδαίος Δημήτρης Χορν εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τις επιδόσεις του 17χρονου νεαρού όταν έδινε εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο, που στοιχημάτιζε ανοιχτά υπέρ του, με το αποτέλεσμα -φυσικά- να τον δικαιώνει!
Αυτή η απρόσμενη για άλλους εξέλιξη, έβαλε στην άκρη τις σπουδές του Αλεξανδράκη στη ναυτιλία, αλλά και την εξέλιξή του στην ξιφασκία (ήταν τόσο καλός που από τα 15 του κιόλας υπήρξε μέλος της Εθνικής ομάδας), προκειμένου να δοθεί ολοκληρωτικά στην υποκριτική που όπως αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ήταν η πιο θυελλώδης και αμφίδρομη σχέση της ζωής του.
Από τα πρώτα πράγματα που παρατηρούσε κανείς σε εκείνον, είτε τον ηθοποιό είτε τον άνθρωπο Αλεξανδράκη, ήταν ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε να επιβάλει την παρουσία του και μέσω αυτής να θέσει το πλαίσιο για τους υπόλοιπους. Η αγωγή του, η φυσική ευγένεια και η καλλιέργειά του, όλα δοσμένα σε σωστές δόσεις, δημιουργούσαν ένα μείγμα ήρεμου δυναμισμού. Τον ορισμό του άντρα που δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Τα πάντα σε εκείνον έδειχναν -και ήταν- απολύτως φυσικά.
Καθόλου παράξενα, είχε μεγάλη επιτυχία στο αντίθετο φύλο, ασκώντας μια πηγαία γοητεία που τελικά τον οδήγησε στο να κάνει τέσσερις γάμους. Με την πρώτη σύζυγό του, Μαρτζ Βάλβη, γνωρίστηκαν στο Σουδάν, με τον γάμο τους να κρατά τρία χρόνια, όσο άντεξε και ο δεύτερος με την Κλοντ Σαμπαντού η οποία είχε ανακηρυχθεί Μις Γαλλία. Η συνάδελφός του Αλίκη Γεωργούλη έγινε γυναίκα του το 1956 και το ζευγάρι έμεινε μαζί ως το 1960, ενώ η επόμενη σύζυγός του ήταν η Ελβετή Βερένα Γκάουερ, με την οποία απέκτησε και δύο παιδιά.
Βέβαια, στο μυαλό των περισσοτέρων μία ήταν η γυναίκα της ζωής του Αλέκου Αλεξανδράκη. Η συμπρωταγωνίστριά του Νόνικα Γαληνέα που παρέμεινε σύντροφός του για 21 ολόκληρα χρόνια, δίχως ωστόσο να παντρευτούν ποτέ.
Η αντίληψη ότι ο Αλέκος Αλεξανδράκης ήταν ένας ζεν πρεμιέ που εξαργύρωνε την φήμη του από την ηθοποιία κατακτώντας το γυναικείο φύλο, εκτός από απλοϊκή είναι και παντελώς στρεβλή, μα και άδικη συνάμα. Σε εκείνους τους δύσκολους και παράξενους καιρούς από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και την Μεταπολίτευση τα πράγματα δεν ήταν απλά για ανθρώπους σαν εκείνον. Κάποιος άλλος στη θέση του θα είχε μείνει στη δόξα, τα χρήματα και τις ωραίες παρουσίες. Αυτός, όμως, ήταν πολλά παραπάνω από ένας «εραστής της οθόνης».
Στην Ελλάδα της Κατοχής, παιδί ακόμα, ήρθε κοντά στο ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ. Έφτασε στο σημείο να ανέβει στο βουνό, όπου έμεινε μέχρι την απελευθέρωση, όταν έμαθε μέσω του ίδιου του δασκάλου του ότι οι Γερμανοί τον έψαχναν… Και μετά το τέλος του πολέμου, η δεδομένη εκείνη την εποχή πολιτική κατάσταση δεν ευνοούσε ανθρώπους σαν αυτόν. Ανθρώπους που δεν κοιτούσαν απλά να κάνουν την δουλειά τους, αλλά είχαν ανησυχίες, διαφωνίες και την φωνή και την τόλμη να τις διατυπώσουν ανοιχτά.
Συμμετείχε στην A’ Μαραθώνια πορεία, ακολουθώντας τα βήματα του Γρηγόρη Λαμπράκη, ενώ μετά την δολοφονία του συνυπέγραψε την Ιδρυτική Διακήρυξη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Νωρίτερα, το 1961 δηλώνει δημόσια ότι θα ήθελε να περάσει τις γιορτές παρέα με τον Μανόλη Γλέζο, την περίοδο που εκείνος βρισκόταν ακόμη στην φυλακή, προκαλώντας για άλλη μια φορά τα συντηρητικά ανακλαστικά της άρχουσας τάξης.
Την ίδια χρονιά αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει την πρώτη ταινία του. Λογικά θα περίμενε κανείς κάτι ανάλαφρο, πιο «πιασάρικο», μια ρομαντική κομεντί ίσως, που θα στόχευε σε πολλά εισιτήρια στις αίθουσες. Στο εύκολο χρήμα… Ο Αλεξανδράκης, όμως, προτιμά με το φιλμ «Συνοικία το όνειρο» να περιγράψει ένα κομμάτι της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Μιας ρημαγμένης και σκισμένης στα δύο χώρας, γεμάτης από πολίτες β΄κατηγορίας, περιθωριοποιημένους φτωχοδιάβολους που με μόνο εφόδιο την ελπίδα προσπαθούν να μην συμβιβαστούν με την τραγικότητα της πραγματικότητας που βιώνουν.
Η ταινία δεν ήταν καλοδεχούμενη, για να το θέσουμε κομψά. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δόβα απαγορεύει την διανομή της, ενώ εκείνη του Καραμανλή που θα ακολουθήσει θα κάνει μισό βήμα πίσω και θα επιτρέψει να βγει στις αίθουσες μια λογοκριμένη (πετσοκομμένη είναι ο πιο σωστός χαρακτηρισμός) εκδοχή της, που προβλήθηκε μόνο στα αστικά κέντρα. Η επίσημη αιτιολογία (ή πρόφαση, αν προτιμάτε) ήταν ότι εκείνη την περίοδο η χώρα επιχειρούσε να προσελκύσει επενδυτές από το εξωτερικό και η εικόνα που μετέφερε το φιλμ (γεμάτο με σκηνές εξαθλίωσης) λειτουργούσε αποτρεπτικά.
Έχοντας ρισκάρει τα πάντα ο Αλεξανδράκης θα δει τις οικονομίες (τις δικές του αλλά και άλλων συντελεστών) να εξαφανίζονται, αλλά τουλάχιστον λέει μέσα στα 95 λεπτά της διάρκειάς της (με συμπρωταγωνιστές τον Μάνο Κατράκη και την Αλίκη Γεωργούλη και σε μουσική του Μίκυ Θεοδωράκη) αυτά που ήθελε να πει και να αφήσει ως προσωπική παρακαταθήκη του.
Την περίοδο της Χούντας τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο δυσχερή για τον Έλληνα ηθοποιό που θα δει τις επαγγελματικές πόρτες από παραγωγούς και θιασάρχες να κλείνουν η μία πίσω από την άλλη. Ελάχιστοι τολμούν να δώσουν δουλειά σε ένα «μαύρο πρόβατο» και κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συμβεί εάν ο Φίνος και η Κατερίνα Ανδρεάδη δεν «έσπαγαν» το εμπάργκο των Συνταγματαρχών, δίνοντάς του ρόλους στα έργα τους.
Συνολικά πρωταγωνίστησε σε περισσότερες 75 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ενσαρκώνοντας σχεδόν κάθε είδος ρόλου. Ασφαλώς η εικόνα του γόη (είτε σε δράμα είτε σε κωμωδία) δίπλα σε γυναίκες όπως η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη, η Νόνικα Γαληνέα, η Ζωή Λάσκαρη, η Μαίρη Χρονοπούλου ή η Μάρω Κοντού είναι εκείνη που έμεινε χαραγμένη στις μνήμες των θεατών, αλλά την ίδια ώρα ο Αλεξανδράκης ερμήνευε μερικούς από τους πλέον απαιτητικούς ρόλους στο θεατρικό σανίδι, ενώ επιτυχημένη αποδείχτηκε και κάθε παρουσία του στην μικρή οθόνη από τη στιγμή που η τηλεόραση μπήκε στη ζωή των Ελλήνων.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε διδάσκοντας στο Εργαστήρι Διαμαντόπουλου. Στους μαθητές του είχε να πει πολλά, πέρα από τα μυστικά της δραματικής τέχνης. Ο ίδιος πάντα απέφευγε λεπτομέρειες και αποκαλύψεις σχετικά με την προσωπική ζωή του, αν και γνώριζε την δίψα όλων για πικάντικες ιστορίες.
Αυτό που οι άλλοι δυσκολεύονταν να αντιληφθούν ήταν ότι ο Αλεξανδράκης δεν μιλούσε για τίποτα από όλα αυτά επειδή ήταν πράγματα τα οποία ο ίδιος δεν τα κυνήγησε ποτέ. Απλά βρέθηκαν στον δρόμο του, έγιναν οι συνοδοιπόροι του για μικρότερα ή πιο μεγάλα κομμάτια της προσωπικής διαδρομής του. Έγιναν οι σύντροφοί του. Και αυτούς, για όσο ήταν μαζί, δεν τους πρόδωσε ποτέ.