“Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον ήλιο, χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον άνθρωπο”
Γιώργος Σεφέρης
Το παλιό βιβλίο «Nεοελληνικής Γλώσσας» της πρώτης Γυμνασίου περιείχε ένα θαυμάσιο ποίημα του Κωστή Παλαμά με τίτλο «τα σχολειά χτίστε». Το θυμήθηκα, ξαναδιαβάζοντας, παλιό άρθρο ενός Άγγλου δημοσιογράφου, με τίτλο «γεννημένα στην αιχμαλωσία». Με απασχολεί, βασανιστικά θα έλεγα, το γιατί «αγρίεψαν τα παιδιά μας».
Στο κείμενο αυτό ο ερευνητής στηλιτεύει με θλίψη την συνεχή μείωση των ελεύθερων και ακίνδυνων χώρων για παιδικό παιχνίδι. Ο «ζωτικός παιδικός χώρος», ο παιδικός «βιότοπος», όπως χαρακτηριστικά τον ονομάζει, ελαττώνεται, γεγονός που επηρεάζει δυσμενώς την ψυχική, αλλά και την σωματική υγεία των παιδιών.
Η παχυσαρκία, για παράδειγμα, συνδέεται άμεσα με την μείωση του παιχνιδιού έξω από το σπίτι. Τραγική όμως έλλειψη «παιδικού βιότοπου» παρατηρείται σήμερα και στα σχολεία των ελληνικών πόλεων. Τα περισσότερα σχολεία είναι χτισμένα πάνω στα λίγα τετραγωνικά, που δεν μπόρεσαν να καταπιούν οι αντιπαροχές. Σχολεία περικυκλωμένα από κακόμορφους, τσιμεντένιους όγκους, κοντά σε πολύβοους δρόμους, σχολεία, κακέκτυπες απομιμήσεις της πνευματικά άνυδρης εποχής μας.
Παραθέτω στο σημείο αυτό την έξοχη ποιητική παραίνεση του εθνικού μας ποιητή, που διαβλέπει, αφουγκράζεται «την βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» (Καβάφης) και προσπαθεί να επέμβει, για να αποτρέψει την θλιβερή πορεία.
«Λιτά χτίστε τα, απλόχωρα, μεγάλα
γερά θεμελιωμένα, από της χώρας
ακάθαρτης, πολύβοης, αρρωστιάρας
μακριά μακριά τ’ ανήλιαγα σοκάκια
τα σκολεία χτίστε!
Και τα πορτοπαράθυρα των τοίχων
περίσσεια ανοίχτε, να ‘ρχεται ο κυρ Ήλιος
διαφεντευτής, να χύνεται, να φεύγει
ονειρεμένο πίσω του αργοσέρνοντας το φεγγάρι.
Γιομίζοντας τα να τα ζωντανεύουν
μαϊστράλια και βοριάδες και μελτέμια
με τους κελαηδισμούς και με τους μόσχους
κι ο δάσκαλος, ποιητής και τα βιβλία
να είναι σαν κρίνα…».
(«Πολιτεία και Μοναξιά»)
Άφθαστος, ιδανικός ο ποιητικός λόγος, γι’ αυτό ίσως είναι και ακατόρθωτος, μάταιος. Τα σχολεία είναι-λένε οι περισπούδαστοι-χώροι χαράς και μάθησης. Τα παιδιά είναι σαν τα πουλιά, που ανοίγουν τα φτερά τους στο πέλαγος και τις ανοιχτωσιές. Εγκλωβισμένα τα μικρά, του Δημοτικού, στο θαυμάσιο παιδικό τους δωμάτιο, καταπονημένα από τις ατελείωτες εξωσχολικές δραστηριότητες, έρχονται στο σχολείο, για να τρέξουν, να μιμηθούν τα αθλητικά τους ινδάλματα. (Ας προσέξουμε τις λέξεις παιδί, παιδι-ά και παιχνίδι). Εκεί όμως συναντούν μικρές, αρρωστιάρικες, ανήλιαγες αυλές, στρωμένες με τσιμέντο και οι δάσκαλοι της εφημερίας να εποπτεύον αλαφιασμένοι «μην συμβεί το κακό». Η παρατηρούμενη σήμερα έλλειψη πειθαρχίας, η εριστικότητα, η υπερκινητικότητα των παιδιών, οφείλονται κυρίως στον περιορισμό, στην φυλάκιση του παιδιού στο ελκυστικό δωμάτιό του, με τους υπολογιστές και τα άλλα τεχνολογικά ζαρζαβατικά. Τίποτε όμως δεν το ευχαριστεί περισσότερο από την επαφή με την φύση, εκεί ανθίζει, νιώθει ελεύθερο. Και τα πράγματα επιδεινώνονται λόγω και της περιρρέουσας εγκληματικότητας. Πού να αφήσουν οι γονείς τα παιδιά τους, στις μεγαλουπόλεις, να αφήσουν λίγο το χέρι τους και να παίξουν; Τρέμει το φυλλοκάρδι τους…
Χτίζονταν παλαιότερα καινούργια σχολεία-σήμερα τα κλείνουν λόγω και της δημογραφικής μας πανωλεθρίας- και τα επαινετικά σχόλια αφορούσαν μόνο το κτίριο. Αίθουσες θεατρικής αγωγής, υπολογιστών, όμορφη αρχιτεκτονική, ζωηρά χρώματα… καλά και άγια όλα αυτά. (Αν και «σχολείο ίσον δάσκαλος», υπενθυμίζει ο Παλαμάς). Και ο αύλειος χώρος; Ο μαθητής αυτόν πρώτα θα παρατηρήσει, εκεί θα ξεδιπλώσει τα αθλητικά του ταλέντα, εκεί θα παίξει. Ο συνωστισμός κουράζει, εκνευρίζει, το «τέρπειν και διδάσκειν» του Πλάτωνα, ακυρώνεται. Η μάθηση, χωρίς χαρά και παιχνίδι, μπορεί να γεμίζει τον νου με σκόρπιες πληροφορίες και γνώσεις, αφήνει όμως την ψυχή έρημη, ψυχρή… και αργότερα πάνω στο άγονο, στο αγεώργητο αυτό μέρος φυτρώνουν εγωισμοί, αδικίες, φιλαυτίες. Έχει ειπωθεί πολύ εύστοχα πως «έχουμε ένα πολιτισμό που θεωρεί το παιδί ως ενόχληση». Όταν δεν του παρέχουμε αυτό που πραγματικά του αρμόζει, χώρο για παιχνίδι, ο προηγούμενος αφορισμός επιβεβαιώνεται. «Εάν ένα δέντρο το τσακίσει η καταιγίδα, εάν το δέντρο μαραζώσει, από την έλλειψη του ήλιου, εάν μείνει καχεκτικό από την φτώχεια του εδάφους, ποτέ δεν θα πούμε πως αυτή ήταν η πραγματική του φύση». Τα μεταφορικά αυτά λόγια του παιδοψυχολόγου Κ. Χόρνεϊ περιγράφουν, νομίζω, με σαφήνεια τους προαναφερόμενους προβληματισμούς μας.
Αλλά γενικά σήμερα ο κάτοικος της πόλης ασφυκτιά, πνίγεται. Γεγονός που καταδεικνύει την δίψα του για λίγο ξάστερο ουρανό, είναι οι γιγαντιαίες αποδράσεις την περίοδο των εορτών στις μεγαλουπόλεις. Εγκλωβισμένος ο άνθρωπος στην πόλη και βλέποντας μόνον τα έργα των χειρών του, κυριαρχείται από αλαζονεία. Όσο ζούσε κοντά στην φύση έβλεπε τα «λίαν καλά» έργα του Θεού, τ’ αποθαύμαζε, τα πρόσεχε. Στην πόλη την ακάθαρτη, την αφύσικη, την θορυβώδη, απομακρύνεται από τον Θεό αλλά και από τους ανθρώπους. Γίνεται καχύποπτος, αποξενώνεται, κατρακυλά στην αθεϊα. Κάτι ανάλογο ισχύει και την εθνική συνείδηση. Η κατοχή γης, η ιδιοκτησία, τονώνει το εθνικό αίσθημα. Κομίζει στον ιδιοκτήτη προσωπικό γόητρο, αίσθημα αλληλεγγύης προς την πατρίδα, δεσμούς που κινούν αυτά τα ζωτικά νεύρα της ανθρώπινης υποστάσεως, σε αντίθεση με τις πάλαι ποτέ εργατικές τάξεις των μεγαλουπόλεων, όπου ανθεί η δυσαρέσκεια και η καταπίεση. (Το 1940, στον πόλεμο, πολέμησαν οι Έλληνες σαν λιοντάρια, γιατί υπερασπίζονταν την γη τους, τα καλλιεργημένα με τον τίμιο ιδρώτα υποστατικά τους. Σήμερα τι έχουν να χάσουν;). Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την τωρινή οικονομική φρίκη και το ανύπαρκτο και εχθρικό κράτος, κατανοούμε το γιατί μειώνεται η φιλοπατρία. Και βέβαια το κακό επιδεινώθηκε διότι και η γη, η περιουσία, με τις φοροεπιδρομές, είναι πλέον ασύμφορη.
Κλείνοντας τις θεολογικές και εθνικές γενικεύσεις και επανερχόμενοι στο άρθρο του Άγγλου δημοσιογράφου, επισημαίνουμε τα εξής: στην Βρετανία στοιχεία πρόσφατης έρευνας δείχνουν ότι ένα παιδί κάτω των δώδεκα ετών έχει χώρο για να παίξει, παιδότοπο δηλαδή, 2,3 τ.μ., όσο περίπου ένα τραπέζι. Αν γινόταν η ίδια έρευνα στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη ή και στο Κιλκίς είναι σίγουρο πως το μερίδιο, του κάθε παιδιού, μόλις θα του αρκούσε για να σταθεί όρθιο. «Οι Έλληνες», έλεγε ο Εγγονόπουλος, «έχουν γύρω τους μια σπατάλη φύσεως και ήλιου, γι’ αυτό είναι αδύνατον να περάσουν δίπλα από τη ζωή και να την περιφρονήσουν». Σήμερα αν ζούσε κι έβλεπε πόσο φυλακίσαμε τον ήλιο και την πάντερπνη φύση, πόσο «φυλακίσαμε» τα παιδιά μας, θα μιλούσε για αφροσύνη.
Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς