Ο Γιόζεφ Μένγκελε (16 Μαρτίου 1911, Γκίντσμπουργκ, Γερμανία – 7 Φεβρουαρίου 1979, Βερτιόγκα, Βραζιλία) ήταν Γερμανός γιατρός του στρατοπέδου εξόντωσης Άουσβιτς Μπίρκεναου και διαβόητος ιδίως για τα πειράματα που έκανε με ανθρώπους, τα οποία οδηγούσαν συνήθως στον θάνατό τους.
Έμεινε στην ιστορία ως ο «Άγγελος του Θανάτου του Άουσβιτς» (Todesengel von Auschwitz).
Ήταν ο μεγαλύτερος γιος σουηβικής οικογένειας βιομηχάνων. Σπούδασε ανθρωπολογία και ιατρική – με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γενετική – στο Μόναχο, τη Βόννη και τη Βιέννη. Ένας συμμαθητής του, ο Γιούλιους Ντίνσμπαχ, περιέγραψε τον Μένγκελε, μετά το 1945, ως εξής: «Δεν ήθελε απλώς να είναι επιτυχημένος, αλλά να ξεχωρίζει από την μάζα. Το πάθος του ήταν να γίνει διάσημος. Μου είπε μια φορά ότι κάποτε το όνομά του θα βρίσκεται σε λεξικό.»
Αφού τελείωσε τις σπουδές του, εργάστηκε στο Ινστιτούτο Κληρονομικότητας και Φυλετικής Υγιεινής στο Πανεπιστήμιο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε της Φρανκφούρτης. Διευθυντής του Ινστιτούτου ήταν ο καθηγητής Ότμαρ φον Φέρσουερ. Το Ινστιτούτο αυτό ήταν όργανο της φυλετικής πολιτικής του Τρίτου Ράιχ. Εκεί συντάσσονταν οι πραγματογνωμοσύνες για τις υποχρεωτικές στειρώσεις ή και γινόταν η αρχειοθέτηση των Σίντι και Ρομά για την κατοπινή εκτόπισή τους.
Το 1935 συνέγραψε τη διδακτορική του διατριβή για τη φυλετική μορφολογία του πρόσθιου τμήματος της κάτω σιαγόνας τεσσάρων φυλετικών ομάδων, με τίτλο «Rassenmorphologische Untersuchung des vorderen Unterkieferabschnitts bei vier rassischen Gruppen», η οποία δημοσιεύτηκε το 1937. Το 1938 δημοσίευσε ιατρική διατριβή με τίτλο «Εξέταση του φαινομένου της λαγωχειλίας σε συγγενείς» («Sippenuntersuchungen bei Lippen-Kiefer-Gaumenspalte»). Η τρίτη του δημοσίευση έφερε τον τίτλο «Περί της κληρονομικότητας των συριγγίων» («Zur Vererbung der Ohrfisteln»).
Το 1931 προσχώρησε στην παραστρατιωτική οργάνωση Stahlhelm, η οποία το 1934 ενώθηκε με τα SA(Sturmabteilung). Λίγο αργότερα εγκατέλειψε τα SA (η οργάνωση SA ή Sturmabteilung ήταν παραστρατιωτική οργάνωση του Εθνικοσοσιαλιστικόυ Γερμανικόυ Εργατικόυ Κόμμα (NSDAP) για λόγους υγείας. Το 1937 προσχώρησε στο Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP), και το 1938 στα SS. Αφού το 1940 στρατολογήθηκε από τη Βέρμαχτ, δήλωσε εθελοντής για τα Ένοπλα SS (Waffen SS).
Στο Άουσβιτς
Αφού τραυματίστηκε το 1943 στο ανατολικό μέτωπο, επέστρεψε στο Βερολίνο. Στις 30 Μαΐου 1943 διορίστηκε γιατρός του στρατοπέδου εξόντωσης Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου, αντικαθιστώντας τον προκάτοχό του, ο οποίος παραιτήθηκε για λόγους υγείας.
Στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου έκανε κυρίως πειράματα με διδύμους και μικρόσωμους, οι οποίοι αποτελούσαν για αυτόν την υποδειγματική έκφραση της «ανωμαλίας». Επίσης, παιδιά αθιγγανικής καταγωγής κινούσαν το ενδιαφέρον του, αφού προσπαθούσε μέσω συγκριτικών πειραμάτων μεταξύ αυτών και άλλων κρατουμένων παιδιών να θεμελιώσει τις φυλετικές του θεωρίες. Φρόντιζε οι ιατρικά απαραίτητες εγχειρήσεις να πραγματοποιούνται συνήθως από βοηθούς του, ενώ ο ίδιος αφοσιωνόταν στα πειράματα του με τους κρατουμένους και τις κατοπινές νεκροψίες.
Για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τις νεκροψίες με στόχο τη διαπίστωση των αποτελεσμάτων των πειραμάτων του, σκότωνε τα θύματα με ενέσεις φαινόλης. Οι πράξεις του αυτές, συμπεριλαμβανομένων των φόνων, ήταν μέρος μελετών για τη συγγραφή εργασίας επί υφηγεσία, η οποία, όμως, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Όπως και οι άλλοι γιατροί του Άουσβιτς, έτσι και ο Μένγκελε έλαβε μέρος αμέτρητες φορές στη διαλογή των νέων κρατουμένων, βάσει της οποίας διαχωρίζονταν οι νεοαφιχθέντες ικανοί για εργασία από τους αδύναμους, γέρους και ασθενείς, οι οποίοι κατόπιν οδηγούνταν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων, όπου έβρισκαν τον θάνατο.
Φυγή στη Νότια Αμερική και θάνατος
Στις 17 Ιανουαρίου 1945, λίγο πριν φτάσει ο Κόκκινος Στρατός στο Άουσβιτς, ο Μένγκελε κατέφυγε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γκρος-Ρόζεν, όπου για λίγο διάστημα συνέχισε τους φόνους του.
Αφού εγκατέλειψε και το Γκρος-Ρόζεν, κρύφτηκε στις 6 Φεβρουαρίου σε μια μονάδα της Βέρμαχτ, η οποία λίγο αργότερα παραδόθηκε στους Αμερικανούς και κρατήθηκε σε στρατόπεδο κοντά στο Σαουεντστάιν. Τρεις μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, αφού οι Αμερικανοί δεν γνώριζαν ακόμη για τον «Άγγελο του Θανάτου» από το Άουσβιτς. Το φθινόπωρο του 1945 έφτασε στο Ροζενχάιμ της Βαυαρίας, όπου κρύφτηκε σε ένα απόμερο αγρόκτημα. Το διάστημα εκείνο χρησιμοποιούσε το όνομα Φριτς Χόλμαν.
Τον Απρίλιο του 1949 κατέφυγε ως Χέλμουτ Γκρέγκορ στη Γένοβα, από όπου στις 20 Ιουνίου 1949 ταξίδεψε στο Μπουένος Άιρες με το ατμόπλοιο North King. Με τη βοήθεια άλλων εγκληματιών πολέμου που είχαν καταφύγει εκεί και με πλαστά χαρτιά του Ερυθρού Σταυρού, έζησε εκεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950. Με πλαστή ταυτότητα ταξίδεψε τουλάχιστον μια φορά ακόμη στη Γερμανία. Όταν άκουσε ότι ήταν καταζητούμενος, κατέφυγε στην Παραγουάη. Μετά την απαγωγή του Άντολφ Άιχμαν, κρύφτηκε στο Σάο Πάολο, όπου στο τέλος της ζωής του ζούσε υπό σχετικά φτωχικές συνθήκες.
Πέθανε στις 7 Φεβρουαρίου 1979 στη Βερτιόγκα, κατά τη διάρκεια διακοπών που έκανε: κολυμπώντας, έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και πνίγηκε.
Ο τάφος του ανακαλύφθηκε το 1985 από Γερμανούς, Αμερικανούς και Ισραηλινούς ερευνητές. Εντός δύο εβδομάδων επικυρώθηκε η ταυτότητα του πτώματος, μετά δε και από εξέταση DNA το 1992, υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα ότι επρόκειτο για τον Μένγκελε.
Το 2004 δημοσιεύτηκαν στη Βραζιλία επιστολές και το ημερολόγιο του Μένγκελε. Τα έγγραφα αυτά φανερώνουν τις σκέψεις και τις συνθήκες ζωής του γιατρού των SS στο τελευταίο μέρος της ζωής του. Βάσει αυτών, ο Μένγκελε δεν μετάνιωσε ποτέ για τις πράξεις του ως γιατρού του Άουσβιτς. Εκτός αυτού εξακολουθεί να υποστηρίζει τις «διαφορές μεταξύ των φυλών».
Το 1972 σκεφτόταν να επιστρέψει στη Γερμανία. («Πώς είναι όμως σήμερα η πατρίδα μου; Είναι ακόμη πατρίδα μου; Δεν θα με δεχτεί σαν εχθρό;»). Τα 85 έγγραφα βρίσκονταν από το 1985 στα αρχεία της βραζιλιάνικης ομοσπονδιακής αστυνομίας, αφού πριν είχαν βρεθεί σε διαμερίσματα φίλων και γνωστών του Μένγκελε.