Ο Γεώργιος Κονδύλης (14 Αυγούστου 1879 – 31 Ιανουαρίου 1936) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας μετά από δύο πραξικοπήματα, αντιβασιλέας, πολλές φορές βουλευτής και υπουργός.
Γεννήθηκε στον Προυσό Ευρυτανίας. Σε ηλικία 17 ετών κατατάχθηκε εθελοντής στο στρατό (πυροβολικό) και συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση του 1896. Το 1900 ήταν υποψήφιος για τη Σχολή Υπαξιωματικών, όμως τον απέρριψαν λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του. Αργότερα, έχοντας το βαθμό του λοχία στο στράτευμα, υπήρξε οπλαρχηγός με δική του αντάρτικη ομάδα στο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) στην περιοχή Καστοριάς και Μοριχόβου.
Το 1909, επιλοχίας πλέον, συμμετείχε στο Κίνημα στο Γουδί. Το 1910 στάλθηκε σε ειδική αποστολή ως δάσκαλος στο χωριό Οργάς της Ανατολικής Θράκης, οπότε και προήχθη σε ανθυπολοχαγό. Κατόπιν, ως υπολοχαγός στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα της υπό τον υποστράτηγο Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη 5ης Μεραρχίας. Διακριθείς στους πολέμους αυτούς προήχθη σε λοχαγό.
Το 1915 λόγω των σημαντικών ικανοτήτων του αλλά και της φιλοβενιζελικής του τότε στάσης τοποθετήθηκε αξιωματικός του Επιτελείου της 6ης Μεραρχίας, παρότι δεν προερχόταν από τη Σχολή Ευελπίδων.
Στρατιωτική δράση
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου (1916-1918). Ειδικότερα, το 1916 με την έκρηξη του Κινήματος της Θεσσαλονίκης, συμμετέχοντας σ΄ αυτό προήχθη σε ταγματάρχη και τέθηκε επικεφαλής των ταγμάτων του λεγόμενου Στρατού Εθνικής Αμύνης. Κατηγορήθηκε γιά εκτελέσεις στην Χαλκιδική κάποιων που δεν ήθελαν να στρατευθούν στό κίνημα .
Αναλαμβάνοντας στη συνέχεια διοικητής του συντάγματος Σερρών,συμμετείχε στη μάχη του Σκρα όπου διακριθείς προήχθη κατ΄ εκλογή σε αντισυνταγματάρχη, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του συντάγματος Καλαμών. Συμμετέχοντας στην εκστρατεία στην Ουκρανία (1919) ως διοικητής συντάγματος της 13ης Μεραρχίας, προήχθη σε συνταγματάρχη. Με το άδοξο τέλος της τελευταίας στάλθηκε στις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία (1919-1920), όπου έδρασε κυρίως στην περιοχή Σαλιχλή.
Απέδρασε από την Τουρκία ντυμένος σαν απλός φαντάρος, με τη βοήθεια του Αριστείδη Βέττου του Ζήκου από την Κεραμίτσα Θεσπρωτίας, ο οποίος ήταν ταχυδρόμος των Ελλήνων στρατιωτών, φοβούμενος απόπειρα δολοφονίας από την ελληνική κυβέρνηση. Όταν έφτασε σώος στην πατρίδα, υποσχέθηκε στον ταχυδρόμο ότι όταν έρθει στα πράγματα θα τον βοηθήσει, όπως και έγινε, αφού τον διόρισε στα ΤΤΤ, τον μετέπειτα ΟΤΕ.
Μετά τις εκλογές του 1920 (1 Νοεμβρίου), εγκατέλειψε τη μονάδα του και εγκαταστάθηκε αυτοβούλως στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου άσκησε οξύτατη αντιπολίτευση στην τότε νέα φιλοβασιλική ελληνική κυβέρνηση. Με το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 επανήλθε στο στρατό και τοποθετήθηκε διοικητής της Μεραρχίας Κρήτης της Στρατιάς Έβρου, την οποία και αναδιοργάνωσε. Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου (1923) βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου και ανέλαβε ο ίδιος την καταστολή του, και στη συνέχεια έφτασε στην Αττική όπου και κατόρθωσε παρά τον Κιθαιρώνα να εξαναγκάσει τα επαναστατικά εκεί στρατεύματα να παραιτηθούν των ενεργειών τους. Για την ταχύτατη αυτή δράση του αποκαλείτο «Κεραυνός».
Κατόπιν παραίτησής του, αποστρατεύθηκε τον ίδιο χρόνο με το βαθμό του υποστρατήγου. Ως αξιωματικός αναδείχθηκε, κυρίως, για το θάρρος που επέδειξε στις μάχες, την εν γένει αποφασιστικότητα, αλλά και για τις στρατηγικές του ικανότητες.
Πολιτική δράση – 1η Πρωθυπουργία
Αμέσως μετά την αποστράτευσή του το Νοέμβριο του 1923, ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε βουλευτής Ροδόπης στη Δ΄ Εθνοσυνέλευση, όπου και ηγήθηκε του μικρού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος, με το οποίο και επιτέθηκε με δριμύτητα κατά των κυβερνήσεων Ελευθερίου Βενιζέλου και Γεωργίου Καφαντάρη, θεωρώντας τις τελείως ξένες προς τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Στις 12 Μαρτίου του 1924 επί κυβερνήσεως Αλέξανδρου Παπαναστασίου ανέλαβε επί τρίμηνο υπουργός των Στρατιωτικών. Στις 7 Οκτωβρίου του 1924 επί κυβερνήσεως Ανδρέα Μιχαλακόπουλου ορκίσθηκε υπουργός των Εσωτερικών, θέση από την οποία και παραιτήθηκε λίγο πριν τη δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου (Ιούνιος 1925). Τάχθηκε όμως αμέσως κατά της δικτατορίας, παρασύροντας στρατιωτικές φρουρές σε ένοπλη εξέγερση, και την ανέτρεψε στις 21 Αυγούστου του 1926, συλλαμβάνοντας στις Σπέτσες τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Θεόδωρο Πάγκαλο και άλλους οπαδούς του. Κατόπιν ορκίσθηκε Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Στρατιωτικών και των Ναυτικών.
Πρώτο του έργο ήταν να επαναφέρει στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και να προκηρύξει εκλογές για τις 7 Νοεμβρίου του 1926. Οι εκλογές αυτές, από τις οποίες απείχε ο ίδιος και το κόμμα του, διενεργήθηκαν άψογα και αδιάβλητα. Όταν στις 4 Δεκεμβρίου σχηματίσθηκε η Οικουμενική Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, ο Κονδύλης παρέδωσε την εξουσία.
Αργότερα, στις εκλογές του Αυγούστου 1928 εξελέγη βουλευτής Καβάλας, οπότε και μετονόμασε το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο είχε ιδρύσει, σε Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1932 το κόμμα του συνεργάσθηκε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και εκλέχθηκε βουλευτής Τρικάλων. Όταν το Λαϊκό Κόμμα αναγνώρισε την Αβασίλευτη Δημοκρατία, συνεργάσθηκε με αυτό αναλαμβάνοντας έτσι στην πρώτη κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη το υπουργείο Στρατιωτικών, στο οποίο και παρέμεινε μέχρι τις 16 Ιανουαρίου του 1933, όταν ανατράπηκε η κυβέρνηση Τσαλδάρη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 συνεργάσθηκε με το Λαϊκό Κόμμα, και στη νέα κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη που αναδείχθηκε μετά και την καταστολή του Κινήματος της 6ης Μαρτίου 1933, ανέλαβε αρχικά το υπουργείο Στρατιωτικών (10 Μαρτίου 1933), και λίγο αργότερα στις 5 Απριλίου την αντιπροεδρία της Κυβέρνησης.
Όταν το 1935 εκδηλώθηκε το βενιζελικό Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 υπό του Βενιζέλου και του Πλαστήρα, ο Κονδύλης συνέβαλε στην άμεση καταστολή και συντριβή του, μετά τις οποίες ακολούθησαν σειρές δικών από έκτακτα στρατοδικεία. Μετά τις εκλογές της Ε’ Εθνοσυνέλευσης (9 Ιουνίου 1935), όπου το κόμμα του κατέλαβε 33 έδρες στη Βουλή, πεπεισμένος ότι η κρατούσα τότε πολιτική κατάσταση δεν παρείχε ασφάλεια και ηρεμία, και δεν ανταποκρινόταν στα αισθήματα του ελληνικού λαού, τάχθηκε με δηλώσεις του υπέρ της επαναφοράς της Βασιλείας, σχεδιασμός που τον εξυπηρετούσε και πολιτικώς. Έτσι, στις 5 Ιουλίου του 1935 μέσα στη Βουλή εκφώνησε τον ιστορικό λόγο του υπέρ της Βασιλείας. Το λόγο αυτό η κυβέρνηση δέχθηκε θετικά και υποσχέθηκε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
2η Πρωθυπουργία
Παρά ταύτα, οι διάφορες κωλυσιεργίες και αναβολές προσδιορισμού του δημοψηφίσματος, καθώς και οι φόβοι εκδήλωσης τυχόν νέων κινημάτων, οδηγούν τους αρχηγούς των τριών όπλων, υποστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο (διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού στην Αθήνα), υποναύαρχο Δημήτριο Οικονόμου (αρχηγό ΓΕΝ) και υποστράτηγο Αεροπορίας Γεώργιο Ρέππα (αρχηγό ΓΕΑ), υπό τον Γ. Κονδύλη, στον πραξικοπηματικό εξαναγκασμό του Παναγή Τσαλδάρη σε άμεση παραίτηση με την επίδοση τελεσιγραφικού διαβήματος, μπλοκάροντας στις 10 Οκτωβρίου 1935 καθ’ οδόν το όχημα που τον μετέφερε από την οικία του στο κέντρο, επί της λεωφόρου Κηφισίας, στο ύψος περίπου του Γηροκομείου. Έτσι το ίδιο βράδυ ο Κονδύλης ορκίζεται στη Βουλή Πρόεδρος της Κυβέρνησης και σχηματίζει την Κυβέρνηση Κονδύλη του 1935 με αντιπρόεδρο τον Ιωάννη Θεοτόκη, και καταργεί με ψήφισμα στη Βουλή την Αβασίλευτη Δημοκρατία υπέρ της Βασιλευομένης. Η δε Βουλή αναθέτει την Αντιβασιλεία στον Γ. Κονδύλη μέχρι τον ερχομό του Γεωργίου Β΄ στην Ελλάδα.
Με το Δημοψήφισμα του 1935 που ακολούθησε, επανήλθε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Λίγες όμως ημέρες αργότερα ο Κονδύλης διαφώνησε με τον βασιλιά για το θέμα της παροχής αμνηστίας των κινηματιών της 1ης Μαρτίου 1935, στο οποίο αντιτασσόταν ο πρώτος πεισματικά, όμως ο βασιλιάς επέμενε στη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων παρατάξεων που θα εξασφάλιζε αρχικώς το θρόνο του. Συνέπεια αυτού ήταν ο βασιλιάς να τον αναγκάσει σε παραίτηση στις 30 Νοεμβρίου 1935.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 1936, στις 12:30 το μεσημέρι, απο συγκοπή καρδιάς, σε ηλικία 57 ετών.
Ύστερα απο απαίτηση του βασιλιά Γεώργιου Β’ να του αποδοθούν δημόσιες τιμές, το σώμα του ταριχεύτηκε απο γιατρούς και νοσοκόμους του Ερυθρού Σταυρού. Μετά την ταρίχευση, ο γλύπτης Γεώργιος Δημητριάδης πήρε το γύψινο εκμαγείο του για την κατασκευή προτομής.
Το σώμα του τοποθετήθηκε σε μεγάλο φέρετρο με γυάλινο καπάκι και πλήθος κόσμος συνέρρευσε στην οικία του του για να τον αποχαιρετήσει. Την 1η Φεβρουαρίου, η σορός του μεταφέρθηκε στη Μητρόπολη Αθηνών, και τέθηκε σε δημόσιο προσκύνημα. Το απόγευμα της 2ας Φεβρουαρίου, η σορός του μεταφέρθηκε με το τρένο στα Τρίκαλα, για να ταφεί δίπλα στον τάφο της μητέρας του, όπως ήταν η επιθυμία του.