Κυρίες και κύριοι γεια σας, βρισκόμαστε στο σπίτι του γνωστού ηθοποιού και τραγουδιστή, του παιδιού του λαού όπως λέγανε και λένε, όπως καταλάβατε τον μεγάλο Νίκο Ξανθόπουλο παίρνοντας αφορμή από το βιβλίο του ”Αυτοβιογραφία Νίκος Ξανθόπουλος, όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα”. Θα θέλαμε να μας πείτε πως πήρατε την απόφαση να γίνετε ηθοποιός και πως μετά τραγουδιστής;
Άρχισα να μπολιάζομαι με το μικρόβιο του θεάτρου όταν ακόμα πήγαινα στο γυμνάσιο και έπαιζα στις παραστάσεις τις σχολικές 25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου. Έτσι βλέπανε ότι έχω μια έφεση για τα θεατρικά και ο γυμνασιάρχης με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε στη σχολή του εθνικού θεάτρου όπου και τελείωσα τη σχολή και μετά μπήκα σε θιάσους, στο θίασο την Κατερίνας, στον Κατράκη στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο που είχε, έπαιξα στο ”Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού”, έκανα τον Παύλο ένα έργο που ήταν πλημμυρισμένο από τη μουσική και τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Στη σχολή που φοίτησα στο Εθνικό είχα συμμαθητές τον Κακαβά, την Χριστίνα Σίλβα, τον Ιάκωβο τον Ψαρά, μια τάξη πάνω από μένα ήταν η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου η μούσα του Νίκου Κούνδουρου, εκείνη την εποχή δυο τάξεις πάνω από μένα ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ και τρεις τάξεις πάνω από μένα ήταν η Τζένη Καρέζη. Είχα δασκάλους τον Θάνο Κωτσόπουλο, τον Ροντήρη τον μεγάλο σκηνοθέτη, είχα αργότερα τον Μινωτή, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον Χορν, τον Άγγελο Τερζάκη στα θεωρητικά, τον Ζώρρα και τον Σπύρο Μελά. Όσο καιρό πηγαίναμε στη σχολή μας δινόταν η ευκαιρία και παίζαμε σε διάφορα έργα στις παραστάσεις του εθνικού θεάτρου, ήμασταν κομπάρσοι ή λέγαμε δυο-τρεις φράσεις. Είχα παίξει στον Άμλετ, στον ”Βασιλιά και το σκύλο” και βέβαια σε τραγωδίες, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Επίδαυρο, έπαιζα στο χορό της τραγωδίας με την οποία τραγωδία είχα παει και στο εξωτερικό, είχα παει στη Γερμανία, στη Γιουγκοσλαβία. Στη Γερμανία τότε που είχαμε παει το ’55 η Γερμανία ήταν ακόμα γκρεμισμένη, οι τοίχοι των σπιτιών ήταν ακόμα με τα βλήματα, με τα σημάδια απ’ τον πόλεμο, καπνισμένα και γκρεμισμένη σπίτια και κάθε τόσο που πήγαινα έβλεπα τις πόλεις αλλαγμένες, τη χώρα αλλαγμένη και κάθε τόσο και καλύτερη μέχρι που τα τελευταία χρόνια πας και τρελαίνεσαι, τι έχουν φτιάξει.. και εμείς εδώ να φάμε ο ένας τον άλλο.
Αχ: εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι ότι ο καθηγητής σας, σας πήρε απ’ το χέρι και σας πήγε στο εθνικό και μου κάνει εντύπωση γιατί απ’ ότι είχα ακούσει εκείνη την εποχή οι καθηγητές και οι γονείς αν ακούγανε τραγουδιστή, ηθοποιό ΄το βλέπανε κάπως…
Ήμουν πολύ καλός στα έργα που έπαιζα, εκτός από τα έργα που έπαιζα στο σχολείο είχα παίξει και στο έργο του Σαίξπηρ το ”όπως σας αρέσει”, είχα παίξει και στους ”Πέρσες” του Αισχύλου, βλέπανε ότι εκεί θα μπορούσα να αποδώσω, ότι ήμουν πολύ καλός και επειδή δεν είχα τα λεφτά για πανεπιστήμια και τέτοια σκέφτηκε ο γυμνασιάρχης ότι αυτός θα είναι καλός για το θέατρο
ΑΧ; Σας βρήκε μετά όταν γίνατε μεγάλο όνομα;
Ναι, φυσικά, χαιρόταν που με έβλεπε και ερχόταν στο θιάσο της Κατερίνας με την οποία είχα παίξει 14-15 έργα και έβλεπε τις παραστάσεις και καυχιόταν ότι με είχε μαθητή.
ΑΧ; Τι νιώθετε και τότε και τώρα με τον τίτλο που σας είχαν δώσει ”Το παιδί του λαού;” είναι ένας τιμητικός τίτλος
Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι γιατί μερικού χαρτογιακάδες το παίρνουν κι αλλιώς. Είναι εύσημος ο τίτλος και μπορεί να ειπωθεί και λίγο ειρωνικά.
ΑΧ; Αυτοί που το λέγανε δεν το έλεγαν ειρωνικά. Τώρα αν ήταν κάποιοι οι οποίοι το ζηλεύανε και προσπαθούσαν να το πούνε με μια ειρωνεία αυτό είναι άλλο θέμα. Αλλά όταν λέγανε αυτός είναι ο άνθρωπος ο δικός μας δεν νομίζω να ήταν ειρωνεία.
ΑΧ; Πολύ σωστά το σκέφτεσαι. Εγώ έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν χωματόδρομος η γειτονιά μου, φτωχοί άνθρωποι, βασανισμένοι, Μικρασιάτες που ήρθαν και στοιβάχτηκαν σ’ αυτή τη γειτονιά, ριζώσανε και προσπάθησαν να αναστήσουν τα παιδιά τους, να μπορέσουν να κερδίσουν τη ζωή τους. Στις ταινίες μέσα μπαίνανε τα βιώματά μου και οι ελπίδες και τα βάσανα του κοσμάκη αυτού που έβλεπα γύρω μου, των ανθρώπων της γειτονιά μου γιατί ο κόσμος αυτός με ονόμασε έτσι. Εγώ το θεωρώ εύσημο.
ΑΧ; Και εγώ έτσι πιστεύω ότι είναι τίτλος τιμής
Και βέβαια, πολλοί παίζανε εκείνη την εποχή τέτοιες ταινίες δραματικές, της φτωχολογιάς, μελό πολύ, όμως στη συνείδηση του λαού μείνανε εκείνες οι ταινίες που κάναμε τότε το ”Αγάπησα και πόνεσα” που ήταν η πρώτη επιτυχία που είχα κάνει και που μου άλλαξε τη ζωή μου, τι να σου πω εκεί που τα έβλεπα όλα ασπρόμαυρα άρχισα να τα βλέπω έγχρωμα και γέμισε η τσέπη μου λεφτά, και γέμισε η καρδιά μου με την αγάπη του κόσμου, να βλέπεις όπου πας να γίνεται χαμός, μέχρι τις μεγάλες ταινίες που έπαιξα τα επόμενα χρόνια την ”Ξεριζωμένη γενιά”, ”Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου”, επιτυχίες μεγάλες, υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά τα πράγματα όπως ο Γιώργος Λαζαρίδης που ήταν και παραγωγός και σκηνοθέτης και συγγραφέας. Αυτός είχε βγάλει ένα βιβλίο που λεγόταν Φλάς Μπάκ και γράφει μέσα ”οσάκις είχαμε μια ταινία σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη και απέναντι σε άλλο κινηματογράφο έπαιζε ο Ξανθόπουλος θα αποσύρουμε τη δική μας ταινία”, φοβόμασταν γιατί είχαμε δει τι γίνεται με τον Ξανθόπουλο.
ΑΧ: πάνω σ’ αυτό έχω να σας πω κάτι που μου είπε ένα συγγενικό μου πρόσωπο όταν ήταν Φίνος Φίλμ πάρα πολύ παλιά, σκεφτήκανε λεει κάποια ταινία οι οποία θα τους απέδιδε πάρα πολύ και σκεφτήκανε μια ταινία με τον Μάρλον Μπράντο την εποχή που μεσουρανούσε και λεει πετάχτηκε ξαφνικά ο Ξανθόπουλος και εκεί που κάναμε 800 εισιτήρια ξαφνικά σ’ αυτή την ταινία περιμέναμε 15 φορές παραπάνω απ’ ότι περιμένουν στην εκκλησία ο κόσμος όταν γιορτάζει, μου λεει πάθαμε την πλάκα μας.
Τον ευχαριστώ πολύ το συγγενή σου για τα καλά του λόγια αλλά μάλλον υπερβολές θα είναι αλλά θέλω να ξέρεις ότι υπήρχε κινηματογράφος εκείνη την εποχή που έκανε 30.000 εισιτήρια την εβδομάδα, αν αναλογιστείς τι γίνεται σήμερα που παίζονται εκτός από κανα δυο ταινίες που φτάσανε τις 100.000, ορισμένοι φτάσανε και ένα εκατομμύριο κάθε 1-2 ταινίες, οι άλλες γυρίζονται 10 το χρόνο και δεν φτάνουν 10.000 σε όλη τους τη ζωή οι ταινίες.
Είναι όμως τυχαίο αυτό που λένε ότι ”θα σας δείξουμε ταινία απ’ τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο”. Είναι τυχαίο ότι ακόμα παίζονται ταινίες από τότε;
Ξέρεις γιατί; γιατί οι ταινίες αυτές είχαν ανθρωπιά, είχαν αισθήματα, είχαν ελληνικότητα, μες στις ταινίες περνούσαν οι ιδιότητες του Έλληνα, η αλληλεγγύη, το φιλότιμο, η μικροπονηριά στις ταινίες, η ψιλοσαχλαμάρα, όλη η Ελλάδα. Έχω έναν φίλο που είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο και μου λεει στις ταινίες που κάνατε εκείνη την εποχή περνούσε όλη η Ελλάδα, τα πάντα ο χαρακτήρας του Έλληνα, οι υπερβολές του, με τον χαρακτήρα του τον συναισθηματικό, το χιούμορ του κ.λ.π.
Από τους μεγάλους ηθοποιούς με ποιους είχατε συνεργαστεί;
Με Αυλωνίτη, Βασιλειάδου, Ρίζο, Χατζηχρήστο, Παπαγιαννόπουλο με ορισμένους τα πρώτα χρόνια που έπαιζα κωμωδίες και με άλλους πιο μετά που έπαιζα στις δραματικές ελληνικές ταινίες που κάνανε αυτοί την ανάσα μέσα στην ταινία για να μην είναι όλο δράμα και όλο μέσα στη συγκίνηση και το βούρκωμα, να ανθίζει και ένα χαμογελάκι.
Στη σχολή που ήσασταν του εθνικού θεάτρου πείτε μου ποιοι ήταν οι πιο δύσκολοι σαν καθηγητές;
Ο Ροντήρης ήταν πολύ δύσκολος και απαιτητικός αλλά μεγάλος σκηνοθέτης, άλλος δύσκολος ήταν ο Μινωτής, ήταν δύσκολος αλλά όταν έλειπε ερχόταν η Παξινού και μας έκανε μάθημα η οποία σαν γυναίκα ήταν πιο μαλακιά και προσπαθούσε να μας βοηθήσει.
Ποιες ήταν οι πιο καλές ταινίες απ’ αυτές που έχετε παίξει, αν και όλες ήταν πολύ καλές.
Αλλά πάντα υπάρχει η διαφοροποίηση. Εγώ ξεχωρίζω το ”Αγάπησα και πόνεσα” που ήταν η πρώτη μου ταινία που άλλαξε τη ζωή μου, δεν ήταν απ’ τις πιο καλές, οι ταινίες της πρώτης περιόδου ήταν φτωχές ταινίες γιατί η εταιρεία δεν είχε χρήματα να κάνει ταινία με μέσα πολλά, είχαν τεχνικές ατέλειες αλλά είχαν τον αυθορμητισμό και το συναίσθημα και την ομαδικότητα και τη σύμπνοια και όλοι μαζί ήμασταν μια ομάδα. Αυτές ήταν οι πρώτες ταινίες, το ”Περιφρόνα με γλυκιά μου”, ”Τα ψίχουλα του κόσμου”, ”Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί” αυτής της περιόδου οι ταινίες. Μετά γίνανε και άρχισε να βγάζει λεφτά η εταιρεία και τα λεφτά δεν τα βάζανε στην τσέπη τα παιδιά, ήταν δυο συνέταιροι ο Τεγόπουλος και ο Καράμπελας και τα λεφτά τα επενδύανε μέσα στην εταιρεία και κάνανε μετά ταινίες τεχνικά πιο άρτιες όπως ήταν ”Η Ξεριζωμένη γενιά”, η Οδύσσεια ενός Ξεριζωμένου”, ”Για την τιμή και τον έρωτα” ταινίες κατά το δυνατόν άρτιες τεχνικά, πιο γεμάτες, πιο μεγάλες ταινίες.
Αν ήσουν σήμερα με αυτή την τεράστια τότε επιτυχία δεν θα είχες αποκομίσει περισσότερα χρήματα από τότε; γιατί το λένε και οι τραγουδιστές οι παλιοί ότι αν ήταν σήμερα..
Ξέρεις τι γίνεται, με τους τραγουδιστές που λες τώρα, αν τώρα κάνεις μια επιτυχία είναι πιο διαδεδομένη, πιο εύκολα φτάνει ως το τελευταίο άτομο στην Ελλάδα. Υπάρχουν τα μέσα της προβολής, οι δίσκοι που βγαίνουν, η τηλεόραση που υπάρχει, πολύ εύκολα. Τότε δύσκολα ήταν να προχωρήσεις και η αγορά είχε μικρή πιάτσα δηλ η Αθήνα είχε μαγαζιά, δουλεύανε στα μαγαζιά ενώ τώρα όταν κάνει επιτυχία ένα μαγαζί ή ένα θέατρο βλέπεις το έργο κρατάει χρόνια έρχεται όλη η Ελλάδα και το βλέπει. Και εκείνη την εποχή βγάζαμε αρκετά λεφτά αλλά τώρα ακούω κάτι νούμερα τρελά, όμως όταν τα λεφτά είναι πάρα πολλά από κάπου πρέπει να βγούν και βγαίνουν απ’ την πλάτη του πελάτη που είναι μέσα στο κέντρο.
ΑΧ: Αυτό μου είχε πει ένας τραγουδιστής παλιά που μου λεει ότι δεν είμαι εγώ που παίρνω υψηλό μεροκάματο, μου το δίνει ο κόσμος , αν δεν έρθει ο κόσμος να με καταξιώσει εγώ δεν θα το πάρω διότι αν δεν το πάρω εγώ που φέρνω τον κόσμο θα το πάρει ο μαγαζάτορας…
Ναι και επειδή στη μαρκίζα μέσα είναι τα ονόματα και οι καλλιτέχνες αν δεν φτάσεις στο ψηλότερο σκαλοπάτι να ακουστεί ότι εσύ είσαι το όνομα γίνεται ένας ανταγωνισμός για το ποιός θα φανεί, ποιος είναι πάνω η κεφαλή.
Πείτε μας λίγο για τα παιδικά σας χρόνια.
Ήταν δύσκολα γιατί δύσκολη ήταν και η εποχή, ήταν κατοχές, πείνες, εμείς εδώ στις γειτονιές της Αθήνας που δεν είχαμε δικά μας χωράφια, που δεν είχαμε πώς να ζήσουμε περάσαμε ταλαιπωρία μεγάλη, έφυγε ο κόσμος στα χωριά για να ζήσουνε. Εμείς εδώ είχαμε παει έξω απ’ την Πάτρα στα Αραχωβίτικα, εγώ είχα βαφτιστεί στο Δρέπανο, πήγε ο πατέρας μου εκεί σε κάποιους φίλους που είχε και πατριώτες του και δούλευα στην Πάτρα πιτσιρίκος, εκείνη την εποχή ο πατέρας μου βγήκε στο βουνό και πέρασε στο Μόρνο και πήγε με τους αντάρτες και εμάς μας πιάσανε οι καραμπινιέροι και μας πήγανε στο λιμάνι της Πάτρας, σε ένα κτίριο, τις προάλλες που είχα παει έψαχνα να δω ποιο κτίριο είναι γιατί θυμάμαι ότι απ’ το παράθυρο της καραμπινιερίας έβλεπα τη θάλασσα, το λιμάνι, μας πήγανε εκεί, δέρνανε τη μάνα μου να τους πει που είναι ο άντρας της γιατί η μάνα μου έλεγε ότι είναι στην Αθήνα ότι δεν είχε παει στο βουνό. Τελικά μας πιάσανε και μας πήγαν στο Γηροκομειό στην Εγλυκάδα που ακριβώς ήταν του Λυμπερόπουλου η φυλακή και ακριβώς έκανα 8 μήνες φυλακή στην Εγλυκάδα. Προς στιγμήν θέλανε να με πάνε στις φυλακές ανηλίκων στου Μαργαρίτη αλλά έκλαιγε η μάνα μου, φώναζε και με κράτησαν εκεί. Δεν είχε και που να με αφήσει, εκείνη ήταν φυλακισμένη και εγώ ήμουν βοηθός φυλακισμένου.
Σ’ αυτή την ηλικία όμως με φυλακισμένη μητέρα ήταν πολύ πιο δύσκολα για ένα παιδί.
Ναι βέβαια, δεν είχαμε και κανένα, ήμασταν ξένοι. Μετά αναλάβανε οι Γερμανοί, ζοριστήκανε τα πράγματα, ήμουν εκεί στη φυλακή όταν καίγανε τα Καλάβρυτα γιατί βλέπαμε στην Αχάϊα Κλάους να ανεβαίνουν αυτοκίνητα προς το βουνό και μετά μάθαμε την άλλη μέρα ότι κάψανε τα Καλάβρυτα. Εμπειρίες, βάσανα, προβλήματα εκείνης της εποχής γι’ αυτό σε κάποιο σημείο του βιβλίου λεω ”ήταν μια εποχή που η αγωνία και η έννοια μας ήταν πως θα επιζήσουμε”..
Όταν κάνατε την πρώτη σας επιτυχία πως νιώσατε; είπατε ποιος είμαι εγώ, ξεχάσατε τις δυσκολίες που περάσατε διότι όταν κάποιος ξαφνικά ανεβαίνει πολύ κάπου χάνει την ισορροπία.
Εμένα η επιτυχία με βρήκε αργά. Είχα μεστώσει, είχε πήξει το μυαλό μου, δεν ήμουν το παιδάκι που θα έπαιρναν τα μυαλά του αέρα. Ύστερα ήταν και η φιλοσοφία μου τέτοια, εγώ απ’ τα παιδικά μου χρόνια ήμουν με ένα βιβλίο στο χέρι, άνθρωπος που διάβαζε, φιλοσόφησε τα πράγματα και καταστάλαξε, δεν ήμουν για να πάρουν τα μυαλά μου αέρα και γι’ αυτό δεν έκανα και παλαβομάρες στη ζωή μου, ήμουν ένας μετρημένος άνθρωπος και αυτό φάνηκε και στη διαδρομή μου μετά. Εκείνη την εποχή λίγο με βλέπανε οι καλλιτέχνες οι οποίοι είναι άμυαλοι και κοιτάνε πώς να περάσουν καλά, εμένα που ήμουν νοικοκυρόπαιδο με βλέπανε λίγο πλάγια αλλά το αποτέλεσμα είναι που μετράει.
ΑΧ: Πιστεύω ότι εκείνη την εποχή θα υπήρχαν και πολλές γυναίκες που θα σας είχαν πλησιάσει αλλά κατορθώσατε να είστε νοικοκύρης, οικογενειάρχης. Πως κατορθώσατε και ξεφύγατε απ’ τους πειρασμούς;
Την εποχή που ήμουν παλικαράκι υπήρχαν κοπέλες στη ζωή μου αλλά όταν γνώρισα μεγάλη επιτυχία και ήταν πολλές κοπελιές που μου στέλνανε γράμματα ή ερχόντουσαν να με δουν ένιωθα ότι έχω την υποχρέωση να είμαι εντάξει σαν άτομο, να μην κοροϊδεύω τις κοπέλες.
Μετά μεταπηδήσατε στο τραγούδι. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε στο χώρο του τραγουδιού;
Εγώ έπαιζα στον κινηματογράφο και από ένα σημείο και πέρα έπαιζα μόνο στον κινηματογράφο, σταμάτησα να παίζω στο θέατρο γιατί είμαι αγχώδης, στεναχωριέμαι εύκολα. Έβλεπα τους ηθοποιούς που παίζαμε μαζί να αγωνίζονται να βγάλουν τις σκηνές που έχουν υποχρέωση για να προλάβουν να πάνε το απόγευμα στην απογευματινή παράσταση του θεάτρου , ιδρώνανε, χάνανε τα λόγια τους και εμένα μου κοβόταν τα πόδια και αυτό το πράγμα δεν θα μπορούσα να το κάνω, να παίζω σε δυο ταμπλό, εγώ αφοσιώθηκα μόνο στην κινηματογράφο και μετά όταν ο κινηματογράφος έπεσε δεν είχα βάσεις να γυρίσω στο θέατρο και στράφηκα στο τραγούδι γιατί από ένα σημείο και πέρα όταν βγήκε η τηλεόραση μας πήρε το νερό απ’ το αυλάκι μας, ο κινηματογράφος άρχισε να φθίνει..
Νομίζω ότι τώρα αρχίζει και ανεβαίνει.
Πραγματικά, μετά τις ταινίες του παλιού κινηματογράφου γίνανε κάτι απόπειρες οι δημιουργοί να παρουσιάσουν στις ταινίες τα προσωπικά τους θέματα, τις προσωπικές τους αγωνίες, δεν ήταν αγωνίες του συνόλου των ανθρώπων ή ενός μεγάλου μέρους του συνόλου των ανθρώπων και έτσι δεν είχαν απήχηση στον κόσμο και ο κόσμος δεν πήγαινε στους κινηματογράφους και οι ταινίες δεν κάνανε εισιτήρια γιατί δεν είχαν κοινό. Τώρα όμως οι ταινίες έχουν τη δομή και το περιεχόμενο των παλιών εκείνων ταινιών που κάναμε εμείς μόνο από μια νέα οπτική και με μια τεχνική αρτιότητα γυρίζονται οι ταινίες γι’ αυτό κάνουν του κόσμου τα εισιτήρια τώρα. Τώρα το καταλάβανε μετά από τόσα χρόνια.
Με ποιους είχατε συνεργαστεί στο χώρο του τραγουδιού; πιστεύω είχατε κάνει μεγάλες συνεργασίες.
Εγώ σου είπα απ’ την αρχή την ταινία που είχα κάνει την πρώτη επιτυχία που ήταν το ”Αγάπησα και πόνεσα” που είχε και τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα που αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τον άνθρωπο αυτό γιατί εγώ στις παρέες που ήμουν με τα φιλαράκια μου τραγουδούσα στα ταβερνάκια που πηγαίναμε, όλο με τραγούδι ήμουν και ο Καλδάρας με εμπιστεύτηκε να πω τραγούδια του της εποχής εκείνης να τα πω στο σινεμά. Μου έκανε πρόβες, τα έγραφε με την Ευτυχία την Παπαγιαννοπούλου τα τραγούδια και πήγαινα στο στούντιο και τα ηχογραφούσα, τραγούδια όπως το ”Πετραδάκι”, ”Περιφρόνα με γλυκιά μου”, ”Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι”, ”Δεν σε κρίνω που δεν μ’ αγαπάς”, τραγούδια μεγάλες επιτυχίες. Την επόμενη Τετάρτη μου δίνουν χρυσό δίσκο, άκου να δεις, έχω πουλήσει εκατοσταριές τραγούδια παλιότερα και μου δίνουν χρυσό δίσκο τώρα και ξέρεις γιατί; γιατί το βιβλίο μου έχει μέσα ένα CD που έχει τραγούδια και επειδή προ πολλού έχει περάσει τις 20.000 λεει παίρνουμε χρυσό δίσκο με τις 20.000. έτσι μετά τον Καλδάρα τραγούδησα στις ταινίες, έγραφε τραγούδια ο Γιώργος Μανισανλής αλλά τραγούδησα και εκτός ταινιών τραγούδια του Ξαρχάκου, Σπανό, Γιώργο Μητσάκη, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, με τον Χρήστο Νικολόπουλο, με τον Χατζηνάσιο, είχα πει το πρώτο τραγούδι που ηχογραφήθηκε και που μεταδίδονταν απ’ το ραδιόφωνο και εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι ακόμα, δεν ήξερα, ήταν του Κώστα Καπνίση και ήμασταν πάλκο με τον Ζαμπέτα, την Μάγια Μελάγια σε μια ταινία του Λαζαρίδη που λεγόταν ”Δίψα για Ζωή”.
Με ποιους τραγουδιστές έχετε συνεργαστεί στα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας;
Με τη Βίκυ Μοσχολιού στα Δειλινά που πρωτογίνανε με τη Μοσχολιού και μένα και την επόμενη χρονιά μπήκε στο σχήμα και ο Σταμάτης Κόκκοτας. Εκείνη την εποχή πρωτοτραγούδησα, μιλάμε για πολύ κόσμο, μιλάμε για όλη την Αθήνα, βέβαια στα παλιά χρόνια τα μπουζούκια ήταν οι ρεμπέτες, κάτι κουτούκια, ήταν λαϊκά κέντρα που ήταν λαϊκός κόσμος, ο Μανώλης ο Χιώτης το ελάφρυνε, το αστικοποίησε κάπως το τραγούδι αλλά με τα δειλινά που έκανε ο Θωμάς Μιχαηλίδης μας έκανε ζευγάρι με τη Μοσχολιού και τραγουδάγαμε εκεί, μιλάμε όλη η Αθήνα κάθε μέρα, λες και είχαν στασίδι, το ραντεβού τους το δίνανε εκεί, δεν έβρισκες κάθισμα, δεν έβρισκες τραπέζι. Μετά επειδή έπαιζα στις ταινίες δεν μπορούσα να ξενυχτάω και έτσι τους έλεγα δεν μπορώ και ο Μιχαηλίδης έπαιρνε Μπιθικώτση- Μοσχολιού, τέτοια διάφορα. Μετά συνεργάστηκα με πολλούς συναδέλφους και με τον Γρηγόρη που πήγαμε στο εξωτερικό, είχαμε παει Αυστραλία, με την Ρίτα Σακελαρίου, με τον Γιώργο Μητσάκη, με τον Βιολάρη, Αγγελόπουλο, Πόλυ Πάνου και με ένα φίλο σου απ’ την Πάτρα τον Αντώνη Αγγελάκη. Κάναμε μια τουρνέ στην Αμερική όπου δεν πηγαίναμε σε μια πόλη ή σε έναν τόπο, είχαμε ένα λεωφορείο που είχε κρεβάτια μέσα και με αυτό πηγαίναμε από πόλη σε πόλη και ήταν ωραία, ξέγνοιαστα, γνωρίζεις τόπους, ανθρώπους και καμιά φορά ήταν αντίξοες οι συνθήκες…
Σε ποια μέρη του εξωτερικού είχατε παει;
Να σου πω σε ποια δεν είχαμε παει. Εγώ έχω πάει 5 φορές στην Αυστραλία, την έχω γυρίσει όλη, έχω παει 15 φορές Αμερική απ’ τη Βοστόνη ως την Καλιφόρνια και όχι μόνο σε μια πόλη αλλά και σε μικρότερα μέρη, Νέα Ορλεάνη, Φλόριντα, Κολοράντο, Τέξας, Αριζόνα..
Πως σας είχε αγκαλιάσει ο εκεί ελληνισμός;
Πολύ καλά, μιλάμε οι άνθρωποι διψούσαν για κάτι ελληνικό, το γκρουπ που σχεδίαζε και έφτιαχνε ένας φίλος μας μάνατζερ ο Χάρης ο Κιούσης και ήταν ωραία φτιαγμένο, άρτια μελετημένο που δεν μπορούσαν σε ένα μικρό μέρος, που να βλέπανε ένα γκρούπ με 12 άτομα που να έχει πλήρη ορχήστρα με τους τραγουδιστές του, τον κωμικό του, τα χορευτικά του, άρτια προγράμματα. Γι’ αυτό ήμασταν ενθουσιασμένοι, πηγαίναμε και ξαναπηγαίναμε, είχαμε πιάσει παρτίδες με τους ανθρώπους.
Ποιες οι καλύτερές σας στιγμές στο θέατρο και στο τραγούδι και ποιες οι χειρότερες;
Η καλύτερη στιγμή στο θέατρο ήταν όταν έπαιζα με την Κατερίνα σε ένα έργο που λεγόταν ”Μάμα” και στον κινηματογράφο είπα το πρώτο έργο που έκανα και μου άλλαξε τη ζωή και στο τραγούδι τότε που είπα το Πετραδάκι..
Πείτε μας για μια φράση που γράφετε στο βιβλίο σας ”Σ’ αυτή την υπέροχη άθλια χώρα που ζούμε”.
Το πιστεύω αυτό που είπα γιατί στην Ελλάδα δεν είναι σίγουρος για τίποτα, υπάρχει ανασφάλεια, ασάφεια, δεν υπάρχει σταθερότητα, δεν υπάρχει πλαίσιο να φτιάξεις μια κατάσταση. Είμαστε ικανοί για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει η κατάστασή σου και η ζωή σου. Είναι πολύ ωραία χώρα αλλά δεν είμαστε σταθερού.
Είχατε σκεφτεί να κάνετε κάποια πράγματα και τελικά δεν τα κάνατε;
Ναι, να διαβάσω όλα μου τα βιβλία, έχω όλους τους αρχαίους συγγραφείς, έχω τις εκδόσεις του Παπύρου, Ζαχαρόπουλου τώρα βγάζει και ο Κάκτος, έχω εδώ 450 τόμους, έχει φτάσει 600 τόμους, θέλω να κάτσω να τα διαβάσω και γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια κατέβασα τα ρολά , δεν θέλω παρτίδες και ειδικά με τους δημοσιογράφους. Εσείς στην επαρχία είστε τρυφεροί, ευγενείς, εδώ γίνεται ανθρωποσφαγή.
Με τους δημοσιογράφους γίνεται μόνο; και στο θέατρο γίνεται, και με τους τραγουδιστές
Η δημοσιογραφία έχει γίνει η 4η εξουσία, κοντεύει να παγιωθεί η 4η εξουσία. Αυτά τα πράγματα, στην καλλιτεχνία δεν είχα μεγάλες φιλοδοξίες, δεν με ένοιαζε γιατί ο χαρακτήρας μου και η φιλοσοφία μου είναι τέτοια, επειδή ήμουν δίπλα σε αδύναμους ανθρώπους, ξεκίνησα με το φτωχολόϊ, είμαι με τους αδύναμους ανθρώπους συναισθηματικά. Δεν ήθελα να αφήσω τους ανθρώπους αυτούς, υπήρχαν ευκαιρίες και στο εξωτερικό να παω αλλά στο χαρακτήρα μου είμαι μαλακός.