Όσα έγιναν εκείνη τη νύχτα, μέσα απ’ τα λόγια του μεγάλου ζωγράφου
Σε κάποιες σχέσεις, η συναισθηματική ένταση είναι τέτοια, ώστε να γκρεμίζει τα τείχη με τα οποία διαχωρίζουμε την πλατωνική φιλία από τη ρομαντική έλξη και το διανοητικό-δημιουργικό ξελόγιασμα. Μια από τις δραματικότερες τέτοιες υπερ-φιλίες εκτυλίχθηκε μεταξύ των ζωγράφων Πωλ Γκωγκέν (Paul Gauguin, 1848-1903) και Βίνσεντ Βαν Γκογκ (Vincent van Gogh, 1853-1890). Η σχέση τους ήταν φορτισμένη με μια συναισθηματική οξύτητα τόσο σπαρακτική, που οδήγησε στο διάσημο, όσο και διαβόητα μυθοποιημένο, περιστατικό κατά το οποίο ο Βαν Γκογκ απέκοψε το ίδιο του το αυτί.
Τον Φεβρουάριο του 1888, μια δεκαετία αφότου βρήκε τον σκοπό τής ζωής του, ο Βαν Γκογκ μετακόμισε στην πόλη τής Αρλ (Arles) στη Νότια Γαλλία. Εκεί ξεδιπλώθηκε μια περίοδος απέραντης δημιουργικής γονιμότητας, κατά την οποία ο ζωγράφος φιλοτέχνησε πάνω από διακόσιους πίνακες, εκατό ακουαρέλες και σχέδια, καθώς και την περίφημη σειρά των Ηλιοτρόπιών του. Παράλληλα, όμως, πάλεψε και με συνθήκες ακραίας φτώχειας και αδιάκοπης εσωτερικής ταραχής, μεγάλο μέρος τής οποίας είχε να κάνει με το άγχος του να δελεάσει τον Γκωγκέν – τον οποίο θαύμαζε με ασύγκριτη ζέση («Βρίσκω τις καλλιτεχνικές μου ιδέες εξαιρετικά κοινότοπες σε σχέση με τις δικές σας», του έγραψε) και ο οποίος τότε ζούσε και εργαζόταν στη Βρετάνη – να έρθει να μείνει και να ζωγραφίσει μαζί του. Ο Βαν Γκογκ ήλπιζε πως αυτή η πολυπόθητη συγκατοίκηση θα ήταν η απαρχή μιας ευρύτερης καλλιτεχνικής αποικίας, που θα λειτουργούσε ως «άσυλο και καταφύγιο» για μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, καθώς πρωτοστατούσαν σε μιαν εντελώς καινοφανή, και επομένως υποκείμενη σε έντονη κριτική, αισθητική της τέχνης. Ο Βαν Γκογκ έγραψε στον Γκωγκέν στις αρχές Οκτωβρίου του 1888: «Θα ήθελα να σας δω να συμμερίζεστε κατά πολύ αυτή την πεποίθηση, ότι θα έχουμε σχετική επιτυχία στο να ιδρύσουμε κάτι που θα διαρκέσει».
Παρά την ανέχειά του, ο Βαν Γκογκ ξόδεψε όσα χρήματα είχε σε δύο κρεβάτια, που τα έστησε μέσα στην ίδια μικρή κρεβατοκάμαρα. Επιδιώκοντας να κάνει το ταπεινό του υπνοδωμάτιο «όσο πιο χαριτωμένο γίνεται, σαν γυναικείο μπουντουάρ, αληθινά καλλιτεχνικό», αποφάσισε να ζωγραφίσει ένα σετ από τεράστια κίτρινα ηλιοτρόπια στους λευκούς τοίχους του. Έγραψε ικετευτικές επιστολές στον Γκωγκέν και, όταν ο εκείνος του έστειλε μια αυτοπροσωπογραφία ως μέρος της ανταλλαγής πινάκων τους, ο Βαν Γκογκ την επέδειξε με ενθουσιασμό σε όλη την πόλη ως το ομοίωμα ενός αγαπημένου φίλου που σύντομα θα ερχόταν για επίσκεψη.
Τελικά ο Γκωγκέν συμφώνησε, και στα μέσα του Οκτώβρη έφτασε στην Αρλ, όπου έμελλε να περάσει ένα διάστημα περί τους δύο μήνες, το οποίο κορυφώθηκε με το δραματικό περιστατικό με το αυτί.
Στο προσωπικό του ημερολόγιο ο Γάλλος καλλιτέχνης δίνει τη μοναδική άμεση αφήγηση των παράξενων, σχεδόν σουρρεαλιστικών συγκυριών που οδήγησαν στον, θρυλικό πλέον, αυτοακρωτηριασμό τού Βαν Γκογκ. Πρόκειται για συγκυρίες που επί χρόνια μεταφέρονταν εσφαλμένα από τους περισσότερους βιογράφους και τους ουκ ολίγους παραμυθάδες της ποπ κουλτούρας, απομακρυσμένους από τα γεγονότα του περιστατικού ως προς την απόσταση, τον χρόνο και την οικειότητα.
Ο Γκωγκέν θυμάται ότι αντιστάθηκε στις επίμονες προσκλήσεις τού Βαν Γκογκ για αρκετό καιρό. Ένα «ασαφές ένστικτο» τον προειδοποιούσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, γράφει, αλλά «τελικά κάμφθηκε από τον ειλικρινή, φιλικό ενθουσιασμό τού Βίνσεντ». Έφτασε αργά τη νύχτα και, μη θέλοντας να ξυπνήσει τον Βαν Γκογκ, περίμενε σε ένα καφενείο της πόλης μέχρι να ξημερώσει. Ο ιδιοκτήτης τον αναγνώρισε αμέσως ως τον φίλο του οποίου την εικόνα ο Βαν Γκογκ σύστηνε περήφανα ως τον πολυαναμενόμενο επισκέπτη.
Αφού ο Γκωγκέν τακτοποιήθηκε, ο Βαν Γκογκ βάλθηκε να του δείξει τις άψυχες και τις έμψυχες καλλονές τής Αρλ, για τις οποίες ο Γκωγκέν, όπως ομολογεί, μάλλον δεν ενθουσιάστηκε ιδιαιτέρως. Την επόμενη ημέρα, είχαν ήδη αρχίσει να δουλεύουν. Ο Γκωγκέν έμεινε έκθαμβος από τη διαύγεια του σκοπού τού Βαν Γκογκ, αλλά και προοιωνίστηκε τον επερχόμενο αναβρασμό:
«Ανάμεσα σε δύο τέτοιες υπάρξεις, εκείνον κι εμένα, η μία τέλειο ηφαίστειο και η άλλη να βράζει επίσης, αλλά από μέσα της, υπήρχε ένα είδος πάλης που προετοιμαζόταν. Αρχικά, παντού και στα πάντα έβρισκα μια αταξία που με σόκαρε. Το κουτί με τις μπογιές του μετά βίας κατάφερνε να συγκρατεί όλα εκείνα τα σωληνάρια, στριμωγμένα μαζί και ποτέ κλεισμένα. Παρ’ όλη αυτή την αταξία, αυτόν τον χαμό, κάτι έβγαινε λάμποντας από τους καμβάδες του και από την ομιλία του επίσης […] Και, μέσα σ’ όλα αυτά, διέθετε μια μεγάλη τρυφερότητα, ή μάλλον έναν αλτρουϊσμό τού Ευαγγελίου [δηλ. όπως αυτόν που περιγράφει το Ευαγγέλιο]».
Σύντομα οι δύο άνδρες συγχώνευσαν τα οικονομικά τους, τα οποία υπέκυψαν στο ίδιο είδος αταξίας. Άρχισαν να μοιράζονται τα οικιακά καθήκοντα (ο Βαν Γκογκ εξασφάλιζε τις προμήθειες και ο Γκωγκέν μαγείρευε) και έζησαν μαζί για ένα διάστημα που ο Γάλλος ζωγράφος θα μνημόνευε αργότερα ως μιαν αιωνιότητα – στην πραγματικότητα, ήταν εννιά εβδομάδες. Με απόσταση ετών, ο Γκωγκέν αναλογίζεται αυτή την εμπειρία στο ημερολόγιό του:
«[…] Παρά την ταχύτητα με την οποία πλησίαζε η καταστροφή, παρά τον πυρετό τής δουλειάς που με είχε κυριεύσει, εκείνη η περίοδος μου φάνηκε αιώνας.
»Παρότι ο κόσμος δεν είχε το γνώριζε, δυο άντρες πραγματοποίησαν εκεί ένα κολοσσιαίο έργο που ήταν χρήσιμο και για τους δυο τους – ίσως [και] σε άλλους. Υπάρχουν κάποια πράγματα που αποφέρουν καρπούς.»
Παρά τον ξέφρενο ενθουσιασμό και την εργασιακή ηθική με την οποία ο Βαν Γκογκ προσέγγιζε τους πίνακές του, ο Γκωγκέν δεν τους έβλεπε παρά ως «τις ηπιότερες των ατελών και μονότονων αρμονιών». Έτσι, βάλθηκε να κάνει αυτό που ο Βαν Γκογκ τον είχε προσκαλέσει να κάνει – να λειτουργήσει ως μέντορας και δάσκαλος. Ο Γκωγκέν, που υπήρξε το μοναδικό άτομο που ο Βαν Γκογκ αποκάλεσε ποτέ «Δάσκαλο», βρήκε τον νεότερο καλλιτέχνη ενθαρρυντικά δεκτικό στην κριτική:
«Όπως κάθε αυθεντική φύση που φέρει τη σφραγίδα της προσωπικότητας, ο Βίνσεντ δεν φοβόταν καθόλου τον συνάνθρωπο και δεν ήταν καθόλου ξεροκέφαλος.»
Από εκείνη την ημέρα, αφηγείται ο Γκωγκέν, ο Βαν Γκογκ – «ο Βαν Γκογκ μου» – άρχισε να κάνει «εκπληκτική πρόοδο», βρήκε τη φωνή του ως καλλιτέχνης και εισήλθε στο προσωπικό του στυλ, καλλιεργώντας τη μοναδική αίσθηση του χρώματος και του φωτός για την οποία τώρα τον θυμούνται. Έπειτα, όμως, κάτι άλλαξε. Έχοντας βρει τους αγγέλους του, ο Βαν Γκογκ είχε επίσης ξεσκεπάσει τους δαίμονές του. Ο Γκωγκέν αναφέρεται στις συναισθηματικές θύελλες που έμοιαζαν να σαρώνουν τον Βαν Γκογκ απρόβλεπτα – την αρχή τής βύθισής του στην ψυχική ασθένεια που έναν αιώνα αργότερα θα οριζόταν ως διπολική διαταραχή:
«Τις τελευταίες ημέρες τής διαμονής μου, ο Βίνσεντ γινόταν υπερβολικά τραχύς και θορυβώδης, και μετά σιωπηλός. Πολλές νύχτες τον ξάφνιαζα καθώς σηκωνόταν και ερχόταν στο κρεβάτι μου. Σε τι μπορώ να αποδώσω το ξύπνημά μου ακριβώς εκείνη τη στιγμή;
»Εν πάση περιπτώσει, αρκούσε να του πω, αρκετά αυστηρά: ‘Τι σου συμβαίνει, Βίνσεντ;’ για να γυρίσει στο κρεβάτι [του] χωρίς κουβέντα και να πέσει σε βαρύ ύπνο.»
Ο Βαν Γκογκ σύντομα ολοκλήρωσε μιαν αυτοπροσωπογραφία που θεωρούσε πως απεικόνιζε τον εαυτό του να «έχει τρελαθεί». Εκείνο το βράδυ, οι δυο άντρες πήγαν στο τοπικό καφενείο. Ο Γκωγκέν αναθυμάται την εκπληκτική σκηνή που ακολούθησε, εξίσου θεατρική και γεμάτη ατόφυα ανθρώπινη τραγωδία:
«[Ο Βίνσεντ] πήρε ένα ελαφρύ αψέντι. Ξαφνικά εκσφενδόνισε το ποτήρι και το περιεχόμενό του προς το κεφάλι μου. Απέφυγα το χτύπημα και, παίρνοντάς τον με τόλμη στην αγκαλιά μου, βγήκα από το καφέ, απέναντι από την πλατεία Βικτόρ Ουγκό. Μερικά λεπτά αργότερα, ο Βίνσεντ βρέθηκε στο κρεβάτι του, όπου, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αποκοιμήθηκε, και δεν ξαναξύπνησε μέχρι το πρωί.
»Όταν ξύπνησε, μου είπε πολύ ήρεμα: ‘Αγαπητέ μου Γκωγκέν, έχω μιαν αχνή ανάμνηση πως σας προσέβαλα χθες βράδυ’.
»Απάντηση: ‘Σας συγχωρώ ευχαρίστως και με όλη μου την καρδιά, αλλά η χθεσινή σκηνή μπορεί να ξανασυμβεί, και αν δεχτώ χτύπημα μπορεί να χάσω τον αυτοέλεγχό μου και να σας πνίξω. Επομένως, επιτρέψτε μου να γράψω στον αδελφό σας και να του πω ότι επιστρέφω’.»
Ωστόσο, το δράμα τής περασμένης ημέρας δεν ήταν παρά ένα τρέμουλο του σεισμού που θα χτυπούσε εκείνο το μοιραίο βράδυ, δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1888. «Θεέ μου, τι ημέρα!» αναφωνεί ο Γκωγκέν καταγράφοντας όσα συνέβησαν όταν αποφάσισε να πάει για έναν μοναχικό περίπατο μετά το δείπνο, για να καθαρίσει το μυαλό του:
«Είχα σχεδόν διασχίσει την Πλατεία Βικτόρ Ουγκό όταν άκουσα πίσω μου ένα πολύ γνώριμο βήμα, γρήγορο και σπασμωδικό. Έκανα μεταβολή τη στιγμή που ο Βίνσεντ έτρεξε κατά πάνω μου με ένα ανοιχτό ξυράφι στο χέρι του. Το βλέμμα μου εκείνη τη στιγμή πρέπει να είχε μεγάλη δύναμη, γιατί [ο Βίνσεντ] σταμάτησε και, χαμηλώνοντας το κεφάλι του, ξαναπήρε τρέχοντας τον δρόμο για το σπίτι.»
Ο Γκωγκέν αναφέρει με θλίψη πως, στα χρόνια που ακολούθησαν, τον κατέτρεχε συχνά η μετάνοιά του για το ότι δεν κυνήγησε τον Βαν Γκογκ για να τον αφοπλίσει. Αντί γι’ αυτό, πήγε σε ένα τοπικό ξενοδοχείο για να περάσει τη νύχτα. Όμως, ήταν τόσο ταραγμένος, που μπόρεσε να αποκοιμηθεί μονάχα πολύ νωρίς το πρωί. Σηκώθηκε στις 7:30 και κατευθύνθηκε προς την πόλη, όπου ήρθε αντιμέτωπος με μιαν απίθανη σκηνή:
«Φτάνοντας στην πλατεία, είδα συγκεντρωμένο ένα μεγάλο πλήθος. Κοντά στο σπίτι μας υπήρχαν κάποιοι χωροφύλακες κι ένας μικρόσωμος κύριος με ένα καπέλο σαν πεπόνι, που ήταν ο προϊστάμενος της αστυνομίας.
Ιδού τι είχε συμβεί.
»Ο Βαν Γκογκ είχε επιστρέψει στο σπίτι και είχε αμέσως κόψει το αυτί του κοντά στο κεφάλι. Πρέπει να του πήρε αρκετό χρόνο να σταματήσει την αιμορραγία, γιατί την επόμενη ημέρα υπήρχαν πολλές μουσκεμένες πετσέτες επάνω στις πλάκες [δηλ. στο πάτωμα] στα δύο δωμάτια του ισογείου. Το αίμα είχε κηλιδώσει τα δύο δωμάτια και τη μικρή σκάλα που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά μας επάνω.
»Όταν ήταν σε κατάσταση να [μπορεί να] βγει, με το κεφάλι του φασκιωμένο κι έναν βάσκικο μπερέ, που τον είχε τραβήξει πολύ χαμηλά, πήγε κατευθείαν σε ένα σπίτι όπου, ελλείψει αρραβωνιαστικιάς, μπορεί κανείς να βρει μια γνωριμία, και έδωσε στην ‘υπεύθυνη’ το αυτί του, προσεκτικά πλυμένο και κλεισμένο σε έναν φάκελο. ‘Ορίστε’, είπε, ‘για να με θυμάσαι’. […]»
Εκείνο το «σπίτι» ήταν το μπορντέλο όπου πήγαινε ο Βαν Γκογκ και όπου είχε βρει κάποια από τα μοντέλα του. Αφού παρέδωσε στην ‘μαντάμ’ το αυτί του, έτρεξε πίσω στο σπίτι του και πήγε κατευθείαν για ύπνο, κλείνοντας τα παντζούρια και στήνοντας μιαν αναμμένη λάμπα επάνω στο τραπέζι που ήταν δίπλα στο παράθυρο. Ένα πλήθος από κατοίκους της μικρής πόλης συγκεντρώθηκε από κάτω μέσα σε μερικά λεπτά, σαστισμένο και βουΐζοντας με υποθέσεις για το τι είχε συμβεί. Ο Γκωγκέν σημειώνει:
«Δεν είχα την παραμικρή υποψία για όλο αυτό όταν εμφανίστηκα στην πόρτα τού σπιτιού μας, και ο κύριος με το πεπονοειδές καπέλο μού είπε απότομα, σε έναν τόνο περισσότερο κι από αυστηρό: ‘Τι κάνατε στον σύντροφό σας, κύριε;’
»‘Δεν ξέρω…’
»‘Ω ναι… ξέρετε πολύ καλά… είναι νεκρός.’
»Δεν εύχομαι σε κανέναν μια τέτοια στιγμή, και μου πήρε πολλή ώρα να μαζέψω το μυαλό μου και να συμπιέσω το χτυποκάρδι μου.
»Ο θυμός, η αγανάκτηση, η οδύνη, καθώς και η ντροπή για όλa αυτά τα βλέμματα που με έσκιζαν σε κομμάτια, με έπνιγαν, και είπα τραυλίζοντας: ‘Καλώς, κύριε, ας ανεβούμε και ας εξηγηθούμε εκεί πάνω.’ […]
»Τότε είπα χαμηλόφωνα στον προϊστάμενο της αστυνομίας: ‘Σας παρακαλώ, κύριε, να ξυπνήσετε αυτόν τον άντρα με μεγάλη προσοχή και, αν ρωτήσει για μένα, πείτε του πως έφυγα για το Παρίσι· αν με δει, μπορεί να αποβεί μοιραίο γι’ αυτόν.’
»Οφείλω να ομολογήσω ότι από εκείνη τη στιγμή ο προϊστάμενος φέρθηκε με τον πιο αρμόζοντα τρόπο, και με ευστροφία έστειλε να φέρουν έναν γιατρό κι ένα αμάξι.
»Όταν ξύπνησε ο Βίνσεντ ζήτησε τον σύντροφό του, και μετά την πίπα και τον καπνό του· του ήρθε ακόμη και να ζητήσει το κουτί που είχαμε κάτω και περιείχε τα χρήματά μας. Μια υποψία, αναμφίβολα! που με πήρε ξυστά [μονάχα], καθώς ήμουν ήδη ‘οπλισμένος’ έναντι όλης αυτής της οδύνης.
»Ο Βίνσεντ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου, με το που έφτασε, το μυαλό του άρχισε πάλι να παραληρεί.
»Όλα τα υπόλοιπα τα ξέρουν όσοι έχουν ένα μικρό ενδιαφέρον γι’ αυτά, και δεν έχει νόημα να τα κουβεντιάζουμε, αν δεν υπήρχε αυτή η άκρα οδύνη ενός ανθρώπου που, νοσηλευόμενος σε ένα τρελάδικο, φάνηκε, για διαλείμματα μηνών, να ξαναβρίσκει τα λογικά του σε βαθμό αρκετό ώστε να αντιλαμβάνεται την κατάστασή του και να ζωγραφίζει με λύσσα τούς θαυμαστούς πίνακες που γνωρίζουμε.»
Υπό την πίεση αναστατωμένων γειτόνων και της τοπικής αστυνομίας, ο Βαν Γκογκ σύντομα εγκλείσθηκε σε ένα άσυλο ψυχασθενών. Από εκεί έγραψε στον Γκωγκέν για την πάλη που τον έσκιζε στα δύο: την πάλη ανάμεσα στην επιθυμία του να επιστρέψει στη ζωγραφική και την αίσθησή του ότι η ψυχική του ασθένεια ήταν ανίατη.
Δεκαεπτά μήνες αργότερα, αυτοκτόνησε. Ο Γκωγκέν περιγράφει την τραγωδία με την τρυφερότητα κάποιου που αγάπησε εκείνον που χάθηκε:
«Και έριξε ένα πυροβολισμό στην κοιλιά του με πιστόλι, και μονάχα ώρες αργότερα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και καπνίζοντας την πίπα του, πέθανε έχοντας πλήρη την πνευματική του διαύγεια, με αγάπη για την τέχνη του και δίχως μίσος για τους άλλους.»
Πηγή: Άρθρο της Maria Popova στο brainpickings
Συμπληρωματικά: Charles Morice, Paul Gauguin (1919) και Bertrand Leclair, Chantier Gauguin (2008).
Από Δημήτρης Καβατζικλής lifo.gr