Ο Κώνστας Α’ (Flavius Julius Constans Augustus, περ. 320 – 18 Ιανουαρίου 350) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 337 έως το 350. Νίκησε τον αδελφό του, Κωνσταντίνο Β΄ το 340, αλλά η οργή στο στρατό για την προσωπική του ζωή και την ευνοιοκρατία προς τους βάρβαρους σωματοφύλακές του οδήγησαν τον στρατηγό Μαγνέντιο να εξεγερθεί, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του Κώνστα το 350.
Ο Κώνστας Α΄ ήταν ο τρίτος και μικρότερος γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της δεύτερης συζύγου του, Φαύστας. Εκπαιδεύτηκε στα ανάκτορα του πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη υπό την κηδεμονία του ποιητή Αιμίλιου Μάγνου Αρβόριου.
Στις 25 Δεκεμβρίου του 333, ο Κωνσταντίνος Α΄ του απένειμε τον τίτλο του Καίσαρα στην Κωνσταντινούπολη. Πριν το 337, ο Κώνστας αρραβωνιάστηκε την Ολυμπιάδα, κόρη του Πραιτωριανού Αβλάβιου, αλλά ο γάμος τους δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου το 337, ο Κώνστας μοιράστηκε την αυτοκρατορία με τους αδελφούς του Κωνσταντίνο Β΄ και Κωνστάντιο Β΄, αφού πρώτα εκκαθάρισαν όλους τους συγγενείς του πατέρα τους που θα μπορούσαν να αξιώσουν το θρόνο. Ο στρατός τους ανακήρυξε Αυγούστους στις 9 Σεπτεμβρίου του 337. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Κώνστας αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ενάντια στου Σαρμάτες που είχαν εισβάλει στη Ρωμαϊκή επικράτεια, τελικά νικώντας τους κατά κράτος.
Αρχικά, ο Κώνστας ήταν υπό την κηδεμονία του Κωνσταντίνου Β΄ και η συμφωνία μεταξύ των αδελφών προέβλεπε ότι θα κυβερνούσε τις επαρχίες της Ιταλίας και της Αφρικής. Ο Κώνστας δεν ήταν ευτυχής με αυτόν το διακανονισμό και έτσι, το 338, οι τρεις τους συναντήθηκαν στο Βιμινάκιο για να σχεδιάσουν τα σύνορα εκ νέου.
Ο Κώνστας κατάφερε να αποσπάσει τις επαρχίες Θράκης και Ιλλυρίας που στην αρχή ανήκαν στον Δαλμάτιο, σύμφωνα με τη διαθήκη του Μ. Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος Β΄ σύντομα άρχισε να παραπονιέται πως το μερίδιό του ήταν μικρότερο του οφειλόμενου δεδομένης της θέσης του ως πρεσβύτερου των άλλων δύο. Ενοχλημένος με την επιπλέον προσθήκη της Μακεδονίας στο βασίλειο του Κώνστα μετά το θάνατο του Δαλμάτιου, ο Κωνσταντίνος Β΄ απαίτησε από τον αδελφό του την παραχώρηση σ’ αυτόν της επαρχίας της Αφρικής, κάτι που ο Κώνστας δέχτηκε για χάρη της ειρήνης.
Παρ´όλα αυτά, η διαμάχη συνεχίστηκε με αφορμή τη δικαιοδοσία επί της Καρχηδόνας, αλλά και το γεγονός της ενηλικίωσης του Κώνστα, καθώς ο Κωνσταντίνος Β΄ αρνήθηκε να αποχωριστεί την κηδεμονία του πρώτου. Στο τέλος, ο Κωνσταντίνος Β΄ αποφάσισε να εισβάλει στην Ιταλία και ο Κώνστας (που βρισκόταν στη Δακία) απέστειλε στρατεύματα για να τον αντιμετωπίσουν. Ο Κωνσταντίνος Β΄ σκοτώθηκε έπειτα από μια ενέδρα στη Ακυληία και έτσι ο Κώνστας κληρονόμησε τις επαρχίες του αδελφού του στην Ισπανία, τη Βρετανία και τη Γαλατία.
Σύμφωνα με τις πηγές μας, ο Κώνστας ξεκίνησε τη βασιλεία του δυναμικά. Τα έτη 341-342 οδήγησε επιτυχώς τα στρατεύματά του ενάντια των Φράγκων και στις αρχές του 343 επισκέφτηκε τη Βρετανία. Ο συγγραφέας Ιούλιος Φίρμικος Ματήρνος που μας μεταφέρει την πληροφορία δεν εξηγεί τους λόγους του ταξιδιού του, αλλά το γεγονός ότι ο Κώνστας διέσχισε τα στενά τους επικίνδυνους μήνες του χειμώνα δείχνει πως ο αυτοκράτορας μάλλον αντέδρασε σε στρατιωτικές προκλήσεις των Πικτών ή των Σκώτων.
Στα θρησκευτικά ζητήματα, ο Κώνστας υπήρξε ανεκτικός με τον Ιουδαϊσμό, αλλά δημοσίευσε νόμους που απαγόρευαν τις θυσίες των απανταχού παγανιστών. Κατεδίωξε τους Δονατιστές στην Αφρική και υποστήριξε το «Σύμβολο της Πίστεως» που εδραιώθηκε στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, αντιστεκόμενος στον Αρειανισμό που είχε ενστερνιστεί ο αδελφός του Κωνσταντίνος Β΄.
Για να ξεκαθαρίσει την αντιπαράθεση με τον Αρειανισμό, ο Κώνστας συγκάλεσε, το 343, την τοπική Σύνοδο της Σαρδικής (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας), η οποία όμως απέτυχε παταγωδώς. Ως αποτέλεσμα, το 346, οι δυο εναπομείναντες συναυτοκράτορες βρίσκονταν σε σχεδόν μόνιμη σύγκρουση την οποία συμβίβασαν με τον να επιτρέψουν ο καθένας τη δική του θρησκευτική ερμηνεία εντός του βασιλείου του.
Το τέλος
Στα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Κώνστας απέκτησε τη φήμη σκληρού και κακού κυβερνήτη. Οι λεγεώνες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του, καθώς ο Κώνστας στηριζόταν στους απόλυτα έμπιστούς του και προτιμούσε σωματοφύλακες που αυτοί δεν αποδέχονταν.
Το 350, ο στρατηγός Μαγνέντιος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τη στρατιά του Ρήνου και αργότερα από τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο Κώνστας πληροφορήθηκε τα νέα από κάποια κοντινή περιοχή στην οποία αναπαυόταν. Καθώς δεν διέθετε ιδιαίτερες δυνάμεις που θα μπορούσαν να του συμπαρασταθούν εκτός του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, αναγκάστηκε να διαφύγει για να σώσει τη ζωή του. Στο δρόμο του προς την Ιταλία ή την Ισπανία, προσπάθησε να βρει άσυλο σε κάποιο ναό κοντά σε οχυρό στα Πυρηναία (Γαλατία), όταν άνθρωποι του Μαγνέντιου τον δολοφόνησαν.
Η ομοφυλοφιλία
Ο Ρωμαίος ιστορικός Eutropius λέει ότι ο Κώνστας «προχωρούσε σε μεγάλες κακίες» σε σχέση με την ομοφυλοφιλία του και ο Aurelius Victor αναφέρει ότι είχε τη φήμη για σκανδαλώδη συμπεριφορά με «όμορφους βαρβάρους ομήρους».
Παρ ‘όλα αυτά, ο Κώνστας υποστήριξε ένα διάταγμα μαζί με τον Κωνσταντίνο Β’ που ανάφερε ότι ο γάμος που βασίζεται στο «αφύσικο» σεξ πρέπει να τιμωρείται σχολαστικά. Ο Boswell υποστηρίζει ότι το διάταγμα απαγόρευε μόνο τους ομοφυλοφιλικούς γάμους και όχι γενικότερα την ομοφυλοφιλική δραστηριότητα.
Ωστόσο, είναι πιθανό ότι ο Κώνστας δημοσίευσε τη νομοθεσία υπό την πίεση των αυξανόμενων χριστιανών ηγετών, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τη δημόσια αγανάκτηση για τις δικές του αντιλήψεις.