Χρήστος Γκούγκας: Ο ανυπότακτος Έλληνας που δάμασε το λιοντάρι του Βελή πασά

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι Τούρκοι της Θεσσαλίας υπέφεραν πολύ από τη μανία του Αλή πασά και του γιου του, Βελή, όσο υπέφεραν και οι υπόδουλοι Έλληνες. Ως εκτελεστικά όργανα της διοίκησής του ο Αλή πασάς διόριζε Έλληνες, οι οποίοι τους μεταχειρίζονταν με εκδικητική σκληρότητα.

Δεν είναι τυχαίο το ρητό που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για ανάλογες περιστάσεις: «Αλίμονο αν ο Θεός δώσει εξουσία σε γκιαούρη!».

Ο Αλή πασάς, αφού εξόντωσε μέχρι ενός τους άσπονδους εχθρούς του Γαρδικιώτες (ο Θανάσης Βάγιας χρεώθηκε τη σφαγή ως ο φυσικός αυτουργός), μάζεψε τις γυναίκες τους, τις κούρεψε σύριζα και με τα μαλλιά τους γέμισε το στρώμα της θηριωδέστερης απ’ αυτόν αδερφής του Χαϊνίτσας!

Θηριοδαμαστής

Ο γιος του Αλή πασά, Βελής, διοικητής της Πελοποννήσου, είχε στο σαράι του μέσα σε ένα κλουβί ένα λιοντάρι. Μια μέρα το λιοντάρι έσπασε το κλουβί, βγήκε έξω και περιφερόταν στην αυλή. Τα χρειάστηκαν όλοι και περισσότερο ο Βελής. Μέσα στην αγωνία του, σκέφτηκε κάποιους κλέφτες που είχε φυλακισμένους και υποσχέθηκε πως, αν κάποιος κατάφερνε να δαμάσει το λιοντάρι, σε αυτόν θα έκανε όποια χάρη του ζητούσε.

Την πρόταση δέχτηκε ο Χρήστος Γκούγκας, ένας άντρακλας που είχε σκοτώσει με μια γροθιά τον αγά της Γαστούνης. Το νέο κυκλοφόρησε αμέσως και μαζεύτηκε ο κόσμος για να παρακολουθήσει το φοβερό θέαμα. Ο Γκούγκας ζήτησε να του φέρουν δύο μεγάλα σφαγμένα κριάρια.

Ύστερα ανέβηκε στη μάντρα της αυλής και πετούσε κομμάτια κρέας στο λιοντάρι. Στο τέλος πέταξε και το κεφάλι του ενός κριαριού και, καθώς το λιοντάρι έσκυψε να το αρπάξει, ο Γκούγκας με ένα πήδημα βρέθηκε στη ράχη του. Ξαφνιάστηκε το λιοντάρι και άρχισε να τρέχει μέσα στην αυλή με τον Γκούγκα καβάλα και πιασμένο από τη χαίτη του να φωνάζει: «Τον άλυσο! Τον άλυσο, μωρέ παιδιά! Ρίχτε μου, μωρέ, τον άλυσο!»

keimeno veli pasas1

Του πετάξανε τότε μια αλυσίδα, που την πέρασε στον λαιμό του λιονταριού και κατάφερε να δέσει την άκρη της σε ένα σιδερένιο παλούκι. Έτσι δάμασε το λιοντάρι και το ξαναπήγε στο κλουβί του. Ο Βελής ανακουφισμένος τον κάλεσε και του είπε:

«Εσύ είσαι το ασλάνι (= λιοντάρι), ωρέ Γκούγκα, σήμερα. Τι θέλεις να σου χαρίσω;»
«Τη λευτεριά μου, πασά μου».
«Αυτήν την έχεις, ωρέ. Μα τι άλλο; Θέλεις χρυσάφι;»
«Μπα. Εγώ φτωχός γεννήθηκα και φτωχός θα πεθάνω».
«Αμ, γύρεψε, ντε, κάτι. Κρένε και θα γένει αμέσως ό,τι πεις».
«Πασά μου, θα σου γυρέψω να δώσεις λευτεριά στους χριστιανούς που έχεις στα μπουντρούμια».

Κι ο Βελής, αφού είχε δώσει τον λόγο του, πρόσταξε να ελευθερώσουν κάμποσους Έλληνες.

Πηγή:
Όσα δεν γνωρίζατε για την τουρκοκρατία και την επανάσταση του 1821, εκδόσεις Μεταίχμιο

mixanitouxronou

ΔΗΜΟΦΙΛΗ