Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1765 – 17 Ιανουαρίου 1848) Έλληνας οπλαρχηγός και πολιτικός. Ήταν γόνος της ιστορικής μανιάτικης οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, τελευταίος Μπέης της Μάνης, οπλαρχηγός του 1821, αναδειχθείς «αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών δυνάμεων» και πρωθυπουργός της Ελλάδας από τη θέση του προέδρου του Εκτελεστικού Σώματος του ελληνικού κράτους.
Φωτογραφία: By Pel thal – Έργο αυτού που το ανεβάζει, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=5502275
Γεννήθηκε στην Τσίμοβα, όπως λεγόταν η σημερινή Αρεόπολη, επί Οθωμανοκρατίας, πρωτεύουσα τότε της Μάνης, και ήταν γιος του Πιέρρου Μαυρομιχάλη. Μητέρα του ήταν η Κατερίνη, θυγατέρα του ιατρού και ηγεμόνα της Λακωνίας Κουτσογρηγοράκου.
Κατά την περίοδο του διωγμού των κλεφτών, φυγάδευσε πολλούς προς τα γαλλοκρατούμενα Επτάνησα. Συνδέθηκε συναισθηματικά με τη Γαλλία καθώς πίστευε ότι ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε πραγματικά να βοηθήσει τους υποδουλωμένους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Γι’ αυτό τον λόγο σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Ναπολέοντα Α΄, χωρίς όμως να καταφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το 1814 διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη Μπέης της Μάνης.
Στις 2 Αυγούστου 1818, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, που ήταν τότε 53 χρονών, μυήθηκε στη φιλική Εταιρεία, από τον Ηλία Χρυσοσπάθη στις Κιτριές, αλλά σύμφωνα με τον κατάλογο των Φιλικών που συνέταξε ο Παναγιώτης Σέκερης, από τον Κυριάκο Καμαρινό. Ο Σέκερης μας παρέχει επίσης την πληροφορία ότι ο Πετρόμπεης εκτός της αρχικής οικονομικής εισφοράς του «υπόσχεται έτι 5000 γρόσια και είκοσι χιλιάδας οπλοφόρους πρόθυμους πλην πτωχούς».
Στη 1 Οκτωβρίου του 1819 συνυπογράφει το Σύμφωνο των Κιτριών μετά από παρότρυνση του Χ. Περραιβού, διατηρώντας τον τίτλο του Μπέη κατά τους τύπους θέτοντας όλη τη Μάνη σε προετοιμασία πολέμου. Στις 17 Μαρτίου του 1821 υψώνοντας το λάβαρο του Αγώνα στην Τσίμοβα, όπως λεγόταν τότε η Αρεόπολη τεθείς επικεφαλής πέντε χιλιάδων Μανιατών προχώρησε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς στην απελευθέρωση της Καλαμάτας.
Στις 25 Μαρτίου ο Πετρόμπεης συγκρότησε την Μεσσηνιακή Γερουσία, με πρόεδρο τον ίδιο όπου και εκδίδει την ιστορική διακήρυξη (Προειδοποίηση) προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές, την οποία υπέγραψαν ο ίδιος ως αρχιστράτηγος, και όλα τα μέλη της Γερουσίας. Δύο μήνες αργότερα συμμετέχοντας στη Συνέλευση των Καλτεζών που έλαβε χώρα στην ομώνυμη μονή των Καλτεζών εκλέχτηκε πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, στην οποία προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές, χωρίς ωστόσο να αποφύγει τις κατηγορίες για ιδιοτέλεια και προδοσία.
Στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου εκλέχτηκε αντιπρόεδρος του Βουλευτικού, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης διετέλεσε πρόεδρος της Β’ Εθνοσυνέλευσης (1823), πρόεδρος του Βουλευτικού (1823), πρόεδρος του Εκτελεστικού (1823), μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος και μέλος του νομοτελεστικού στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους.
Αλλά και στον στρατιωτικό τομέα η δράση του ήταν αξιόλογη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς, της Καλαμάτας και του Άργους, καθώς και στην άμυνα του Μεσολογγίου. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην άμυνα της Μάνης από την επίθεση των Τουρκοαιγυπτίων και συγκεκριμένα του Ιμπραήμ. Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα δύο γιοι του Πετρόμπεη σκοτώθηκαν σε μάχες, οι Ηλίας και Ιωάννης Μαυρομιχάλης.
Στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ο Πετρόμπεης αποδέχτηκε την εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος.
Η κόντρα δεν άργησε να ξεσπάσει. Το Πάσχα του 1830 ο αδελφός του Πετρόμπεη, Τζανής, ξεσηκώνει όλη τη Μάνη σε στάση κατά του Καποδίστρια. Ο Πετρόμπεης προσπάθησε να διαφύγει στη Ζάκυνθο, αλλά συνελήφθη και φυλακίστηκε για 9 μήνες στην Ακροναυπλία. Αποκορύφωμα της σύγκρουσης του Καποδίστρια με την οικογένεια Μαυρομιχάλη ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια, το 1831 όπου ο γιος του Γεώργιος Μαυρομιχάλης και ο αδελφός του Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης τον δολοφόνησαν. Τον επόμενο χρόνο, ύστερα από διαταγή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Πετρόμπεης αποφυλακίστηκε.
Στην τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Πετρόμπεης τιμήθηκε ιδιαίτερα από την Αντιβασιλεία. Διορίστηκε αντιπρόεδρος του νεοσύστατου Συμβουλίου της Επικρατείας και, μετά την αντιπολίτευση, γερουσιαστής. Επίσης, τιμήθηκε με τον βαθμό του Αντιστρατήγου. Ως ευγνωμοσύνη του έθνους, δωρίστηκε στην οικογένειά του ένα κτήμα στην Πελοπόννησο, το ονομαζόμενο «Λυκοβούνιο», που βρίσκεται στο Δαφνί Λακωνίας.
Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 1848. Στην κηδεία του εκφώνησαν λόγους ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Παναγιώτης Σούτσος.
Οικογενειακή κατάσταση
Σύζυγός του ήταν η Φωτεινή Π. Μαυρομιχάλη, το γένος Δημητρακαράκου με την οποία και απέκτησε εννέα παιδιά, έξι γιους και τρεις κόρες: ο Ηλίας, ο Αναστάσιος, ο Γεώργιος, ο Ιωάννης, ο Δημήτρης Μαυρομιχάλης, η Μαριγώ (σύζυγος του Λυκούργου Κρεστενίτη), η σύζυγος Γιατράκου (το όνομά της οποίας παρέμεινε άγνωστο) και η Παναγιωτίτσα (σύζυγος Δημητρίου Σαχίνη).