Ένα απο τα μεγαλύτερα κωμικά ταλεντα της χώρας μας, που καταξιώθηκε στη συνείδηση του κοσμου με τον ιστορικό του ρόλο στο Μάθε Παιδι μου Γράμματα και αγαπήθηκε μεσα απο τις Cult πλέον βιντεοκασέτες αλλα και το θέατρο οπου υπηρέτησε για δεκαετίες την επιθεώρηση.
Γεννήθηκε στα Πετράλωνα μες στην Κατοχή και βγήκε στο μεροκάματο από παιδί, σχεδόν ταυτόχρονα με το πρώτο ζευγάρι παπούτσια που φόρεσε. Η οικογένειά του μετακομίζει σε μια παράγκα στην Αργυρούπολη, η οποία γίνεται τετραώροφη πολυκατοικία και ο Τσάκωνας την χτίζει σχεδόν μόνος του, όπως λέει. Γίνεται ηλεκτρολόγος, αλλά δεν αφήνει δουλειά που να μην την κάνει. Πολλά χρόνια αργότερα, αυτές οι δουλειές θα γίνουν κινηματογραφικός ρόλος, στην “Κλασική Περίπτωση Βλάβης” και στη “Μεγάλη Απόφραξη”, δύο από τις πλέον θρυλικές βιντεοκασέτες.
Όπως έλεγε και ο Μαραγκός στην ταινία μικρού μήκους που έφτιαξε για να τιμήσει τη μνήμη του.
Έξι χρόνια στα συσσίτια, 6 χρόνια στη βιοπάλη, 6 χρόνια στις βαριές δουλειές, 6 χρόνια στις πιο βαριές δουλειές και τα υπόλοιπα 50 χρόνια έκανε τον κόσμο και να γελάει, αλλά και να αισθάνεται περήφανος γι’ αυτόν, γιατί ποτέ δεν μάσησε τα λόγια του.
Έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός από σπόντα, υποκύπτοντας στις πιέσεις ενός φίλου του σκηνοθέτη, για ένα ρολάκι σε μια άλλη ταινία μικρού μήκους. Έβγαλε πρώτα σχολή ηλεκτρολόγων, αλλά στη συνέχεια φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά και στη δραματική σχολή Βεάκη.
Η φιλία του με τον σκηνοθέτη Θόδωρο Μαραγκό, που διέβλεψε το μεγάλο κωμικό ταλέντο του, άλλαξε την πορεία του. Υπό τις οδηγίες του θητεύει στο πλευρό του μεγάλου Θανάση Βέγγου σε σπουδαίες ταινίες (Θανάση σφίξε και άλλο το ζωνάρι), ενώ η καταξίωση έρχεται με τον ρόλο του σπουδαγμένου επιστήμονα που δε βρίσκει δουλειά στην Ελλάδα και μετράει τα χρόνια του με τις εξάρες στο τάβλι, σε έναν από τους πιο κλασικούς μονόλογους στα κινηματογραφικά χρονικά…
Παίζει σε μια σειρά κωμικούς ρόλους, καταφέρνει να λάμψει μες στο βούρκο της βιντεοκασέτας, με αξέχαστες ερμηνείες, ξεχωρίζει και στα “Φτηνά Τσιγάρα” του Χαραλαμπίδη, παίζει αδιάλειπτα σε διάφορες επιθεωρήσεις.
Η κακοδαιμονία τον κυνηγά όμως ακόμα και στα γυρίσματα. Τραυματίζεται ελαφρά παίζοντας τον μαστροχαλαστή κυρ-Τρύφωνα στα τέλη της δεκαετίας του 80′, και πιο σοβαρά το 2004, όταν έπεσε πάνω του ένα δέντρο που το ξερίζωναν! Παθαίνει εγκεφαλικό το 2010, και ενώ καταβάλλει την ύστατη προσπάθεια για να επιστρέψει στο σανίδι, έστω και για λίγα λεπτά, έρχεται η διάγνωση για καρκίνο στην ουροδόχο κύστη.
Βλέπει να του παίρνει τα λεφτά που είχε κρατήσει για τα δικά του γεράματα η Εφορία, αλλά διατηρεί το χιούμορ του και το φιλοσοφεί: “τον θάνατο και την Εφορία δεν τα αποφεύγει κανείς…”
Φεύγει στα 72 του χρόνια, στις 4 Νοεμβρίου του 2015, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο κενό.
Έξι χρόνια στο δημοτικό, έξι χρόνια στο γυμνάσιο -τότε ήταν ακόμα μαζί με το Λύκειο- έξι χρόνια Πανεπιστήμιο έξι χρόνια μεταπτυχιακό και έξι μέχρι να πάω σχολείο…
Ο αστικός μύθος λέει πως δεν υπάρχει κανείς που να είδε την ταινία και να μην τα έβαλε κάτω να μετρήσει αν βγαίνουν σωστά ή να υπολογίσει που φεύγουν τα δικά του χρόνια, πώς γλιστράει και χάνεται η ζωή.
Αυτή είναι η πιο εμβληματική ατάκα μια εξόχως πολιτικής ταινίας, που σημάδεψε την Μεταπολίτευση και παραμένει επίκαιρη μέχρι σήμερα, κι ας μην υπάρχουν πια ποδιές στα σχολεία, και ας αναγνωρίζεται τυπικά η Εθνική Αντίσταση -χωρίς να σταματήσει βέβαια η συστηματική αναθεώρηση της ιστορίας, που αμφισβητεί πχ πως ελευθέρωσαν οι αντάρτες την Ελλάδα από τις δυνάμεις Κατοχής.
Την αλήθεια ρε, την αλήθεια…
Μια ατάκα που ανήκει στον Κώστα Τσάκωνα, που έχασε τα ωραία του σγουρά μαλλιά στο εξωτερικό, και κυρίως τα “ωραία του μυαλά” ενώ σπούδαζε εκεί και γύρισε στην Ελλάδα για να παραμείνει άνεργος και να μετράει τα χαμένα χρόνια στο τάβλι. Ο πατέρας του απογοητεύεται βαθιά και πιστεύει πως αυτά τα λένε οι κομμουνιστές
–Όλος ο κόσμος τα λέει πατέρα.
Έξι χρόνια μετά, ο Τσάκωνας θα μπορούσε να αναρωτιέται για τα χαμένα χρόνια της Αλλαγής και τον χαμένο μπούσουλα του ελληνικού κινηματογράφου που κυλιόταν στο βούρκο της βιντεοκασέτας. Ένα είδος που υπηρέτησε και ο ίδιος με επιτυχία -καλύτερα από τον φτηνό μέσο όρο- σφραγίζοντας τη στροφή μιας εποχής (από το ριζοσπαστισμό στο χαβαλέ) αλλά και για τον εαυτό του, με την ταινία “Μάθε παιδί μου μπάσκετ”, που έπιασε προφητικά την πορτοκαλί επανάσταση μανία που θα καταλάμβανε τη χώρα, μετά το Ευρωμπάσκετ του 87′. Εκεί δηλαδή όπου κυνηγούσε τον γιο του (τον ηθοποιό που θα ενσάρκωνε αρκετά χρόνια αργότερα τον κύριο Κουτσούμπα στα “Εγκλήματα”) να ασχοληθεί με τα μαθήματά του, ωστόσο ήταν σαφές που βρισκόταν η προοπτική και τα λεφτά.
Ο Τσάκωνας έγινε θέλοντας και μη κομμάτι αυτής της αλλαγής και προσαρμόζεται σε αντίστοιχους ρόλους, όπως του μαστρο-Τρύφωνα που ζει με μικρο-απατεωνιές και μαστροχαλάσματα, εκμεταλλευόμενος την αφέλεια των πελατών του. Συνδέεται με τηλεφωνικές γραμμές 090 για ανέκδοτα, εμφανίζεται σε επιθεωρήσεις ως Καραγκιόζης -χάρη και στην εμφανή φυσιογνωμική ομοιότητα- ένας γνήσιος λαϊκός ήρωας, που ενσαρκώνει τις αρετές αλλά και τα κουσούρια ενός λαού.
Κάποιες δουλειές του είναι ωραίες, αλλά ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε και τις βαφτίζουμε απλώς καλτ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια αφίσα εκδήλωσης αναρχικής συλλογικότητας, που έκανε προβολή της ταινίας “Κλασική Περίπτωση Βλάβης”, ενώ θα ακολουθούσε πολιτική συζήτηση πάνω στον αντιδραστικό ταξικό ρόλο του μικρού αφεντικού. Το οποίο είναι πολύ σημαντικό θέμα, αλλά υποψιάζομαι πως ήθελαν απλώς να δουν απενοχοποιημένοι τον Τσάκωνα και να γελάσουν. Ίσως πάντως να μην ήταν τελικά τυχαία η συνέντευξη του Τσάκωνα στον Εξαρχειώτη, από όπου και η κεντρική φωτό της ανάρτησης.
Μια στρατευμένη ταινία δε χρειάζεται να είναι αγέλαστη και μουντή, για να είναι ενδιαφέρουσα και στοχευμένη, ίσα-ίσα. Το “μάθε παιδί μου γράμματα” είναι η καλύτερη απόδειξη, πως είναι απαραίτητο να έχεις πολιτική άποψη, για να κάνεις ουσιαστική σάτιρα στα διάφορα κακώς κείμενα.
Η τύχη του Τσάκωνα είναι πως συνέδεσε το όνομά του με έναν σκηνοθέτη που έκανε σοβαρές δουλειές. Και η μεγάλη ατυχία του (ή μήπως δική μας) πως δεν είχε αντίστοιχη συνέχεια, γιατί δε βρήκε άλλους σκηνοθέτες-σεναριογράφους να φτιάξουν ταινίες όπου να αξιοποιούν το μεγάλο ταλέντο ενός γνήσια λαϊκού ανθρώπου, που ξεπήδησε από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης.