Από τη Δευτέρα τέθηκε σε ισχύ το πολυδιαφημισμένο πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο που, σύμφωνα με το αφήγημα, σκοπεύει να παραλύσει τη ρωσική οικονομία. Στην πραγματικότητα, οι δυτικοί σύμμαχοι δεν θέλουν η Ρωσία να σταματήσει να πουλά πετρέλαιο. Κάτι τέτοιο θα τίναζε στον αέρα την παγκόσμια προσφορά και θα εκτόξευε περαιτέρω τις τιμές, ενώ ο πληθωρισμός ήδη καλπάζει.
Ετσι, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ σκέφτηκε ένα πονηρό σχέδιο που θα επιτρέπει τη ροή του ρωσικού πετρελαίου, φτάνει να αγοράζεται σε τιμή «καταστολής», καθορισμένη από τη Δύση. Στόχος, να αποκοπεί η Μόσχα από ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων, επειδή οι ασφαλιστές, όπως π.χ. οι Lloyd’s του Λονδίνου, θα απαγορεύεται να καλύπτουν πλοία που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο -όποιος κι αν είναι ο προορισμός τους-, εκτός αν αυτό έχει πουληθεί κάτω από το πλαφόν.
Το ερώτημα είναι αν η παγκόσμια αγορά πετρελαίου και η Ε.Ε. είναι έτοιμες για τις συνέπειες. Στην πράξη, το πλαφόν απειλεί να πονέσει τους Ευρωπαίους καταναλωτές λόγω αύξησης τιμών και όχι τη Ρωσία, να οδηγήσει τη Μόσχα στην παράκαμψη του μέτρου μέσω ενός «παράλληλου συστήματος» και να ωθήσει το Κρεμλίνο στη δημιουργία καινούργιου, σκιώδους στόλου από τάνκερ. Η τάξη πραγμάτων στην παγκόσμια ναυτιλία απειλείται με πλήρη ανατροπή.
Στο χειρότερο σενάριο, ο Πούτιν μπορεί ακόμα και να αποφασίσει τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου. Θα υποστεί ένα βαρύ αλλά προσωρινό κόστος, αφού η Ρωσία αντλεί το 40% των εσόδων της από τις πωλήσεις πετρελαίου.
Ομως με αυτή την κίνηση ο ηγέτης της Ρωσίας θα παρέλυε τις αγορές. Θα έστελνε τις τιμές εκτός ελέγχου, πλήττοντας ανυπολόγιστα τη Δύση, με την εκτοξευμένη ακρίβεια στις πλάτες των Ευρωπαίων πολιτών. Σε τόσο μεγάλο βαθμό, που ίσως λογαριάσει ότι θα άξιζε τον κόπο…
Το σχέδιο της Δύσης
Παρά τα διαδοχικά πακέτα κυρώσεων της Δύσης, τα λεφτά από το πετρέλαιο συνεχίζουν να ρέουν κανονικά στα ταμεία της Μόσχας. Η Ρωσία πρόκειται να κερδίσει περισσότερα φέτος από τις πωλήσεις πετρελαίου απ’ ό,τι το 2021, λόγω της ανόδου στην παγκόσμια τιμή μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Συγκεκριμένα, το 2022 περιμένει να εισπράξει 337,5 δισ. δολάρια μόνο από τις εξαγωγές ενέργειας, δηλαδή αύξηση 38% στα κέρδη σε σχέση με πέρυσι.
Εννέα μήνες από την αρχή του πολέμου, το βασικό αίνιγμα για τη Δύση παραμένει: Πώς θα καταφέρει να μειώσει τα έσοδα της Ρωσίας από τα ορυκτά καύσιμα χωρίς να ελαττωθεί η παγκόσμια προμήθεια πετρελαίου, που, αν συμβεί, θα τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό; Το G7 (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιαπωνία, Καναδάς) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να ελέγξει την πώληση του ρωσικού πετρελαίου παγκοσμίως μέσα από τις ασφαλιστικές και ναυτιλιακές εταιρίες.
Οι ευρωπαϊκές εταιρίες του κλάδου είναι αυτές που πρακτικά ελέγχουν τις αγορές ενέργειας. Το 95% της ασφάλισης περιουσίας και αποζημίωσης για όλα τα πετρελαιοφόρα του κόσμου διεκπεραιώνεται από εταιρίες σε Ε.Ε. – Βρετανία. Το σχέδιο είναι να επιτραπεί στις ευρωπαϊκές εταιρίες να συνεχίσουν να ελέγχουν την αγορά πετρελαίου αλλά να οριστεί τιμή χαμηλότερη, ώστε να μειωθούν τα κέρδη της Ρωσίας.
Η Δύση φρόντισε να θέσει το πλαφόν σε τιμή που να εξακολουθεί να είναι ελκυστική για τη Ρωσία. Στα 60 δολάρια, ώστε να υπάρχει περιθώριο κέρδους για τη Μόσχα. Ελπίζοντας ότι έτσι ο Πούτιν δεν θα απαντήσει με παύση τροφοδοσίας της αγοράς, αφού το κόστος παραγωγής πετρελαίου στη Ρωσία κυμαίνεται από 20 έως 44 δολάρια.
Τα τρία ρίσκα που «παγώνουν» τις θριαμβολογίες Φον ντερ Λάιεν
Η απόφαση για το πλαφόν έχει παρθεί από τον Μάιο και όλους αυτούς τους μήνες γίνονταν παζάρια για την τιμή, που τελικώς ορίστηκε στα 60 δολάρια. Μια ομάδα χωρών που περιελάμβανε «ναυτιλιακές» χώρες, όπως Ελλάδα, Κύπρος, Μάλτα, ήθελε το βαρέλι στα 70 δολάρια ή και παραπάνω, είτε να υπάρξει κάποια αποζημίωση για τη ναυτιλιακή τους βιομηχανία. Το άλλο γκρουπ με χώρες όπως η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής απαιτούσε πλαφόν στα 30 δολάρια.
Τελικώς, ορίστηκε στα 60 δολάρια το βαρέλι, τιμή κοντά σε αυτήν που πληρώνουν τώρα Κίνα και Ινδία. Η συμφωνία περιλαμβάνει και τη δυνατότητα επανεξέτασης του ορίου τιμής δύο φορές τον μήνα, που σημαίνει ότι η Ευρώπη μπορεί κάλλιστα να ορίσει και χαμηλότερο πλαφόν.
Με την οριστικοποίηση της συμφωνίας η επικεφαλής της Ε.Ε. Φον ντερ Λάιεν δήλωσε: «Το πλαφόν έχει τρεις στόχους. Πρώτον, ενισχύει την επίδραση των κυρώσεών μας. Δεύτερον, θα μειώσει τα έσοδα της Ρωσίας. Και, τρίτον, θα σταθεροποιήσει τις παγκόσμιες αγορές ενέργειας, επειδή επιτρέπει και τη μεταφορά ρωσικού θαλάσσιου πετρελαίου από φορείς της Ε.Ε. σε τρίτες χώρες».
Αντίθετα με το θριαμβευτικό ύφος της δήλωσης, υπάρχουν τρεις σοβαρές αβεβαιότητες:
Η πρώτη είναι πώς θα αντιδράσει η Μόσχα. Εχει ήδη ανακοινώσει ότι θα αρνηθεί να χρησιμοποιήσει τάνκερ που τηρούν το πλαφόν. Ο κίνδυνος για τη Δύση είναι ότι η Ρωσία θα μπορούσε να μειώσει τις εξαγωγές πετρελαίου της, εκτοξεύοντας τις τιμές παγκοσμίως.
Η δεύτερη είναι πόση κυριαρχία τελικά θα αποδειχτεί ότι έχει η Δύση στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου. Οπως συνέβη με τις οικονομικές κυρώσεις, που προκάλεσαν τελικά την αποφυγή του δυτικού τραπεζικού συστήματος με τη δημιουργία εναλλακτικού SWIFT και την αμφισβήτηση κυριαρχίας του δολαρίου, έτσι το πλαφόν θα ενεργοποιήσει προσπάθειες για «παράλληλες» πηγές ναυτασφάλισης και εναλλακτικούς στόλους τάνκερ, εκτός ελέγχου Ε.Ε. – ΗΠΑ.
Δεν υπάρχουν αποτελεσματικοί τρόποι ελέγχου για να διαπιστώνεται η χώρα προέλευσης του πετρελαίου, κάτι που ήδη έχει διαφανεί από τις διάφορες πατέντες παράκαμψης των δυτικών κυρώσεων από την έναρξη του πολέμου.
Πρακτικά, το πλαφόν δεν είναι πλαφόν αλλά περιορισμός στις ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρίες. Μπορεί να λανσάρεται ως πλαφόν, αλλά είναι ουσιαστικά αδύνατο να χειραγωγήσεις την τιμή ενός παγκόσμιου εμπορεύματος όπως το πετρέλαιο.
Ολο το σχέδιο βασίζεται μόνο στην ευρωπαϊκή κυριαρχία της ναυτιλιακής ασφαλιστικής βιομηχανίας. Πρόκειται για το δίκτυο των εταιριών που παρέχουν κάλυψη για τα πλοία και το φορτίο τους, για πιθανές διαρροές και κινδύνους ζημιών με την εξαιρετικά δαπανηρή αντασφάλιση. Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρίες εδρεύουν στην ομάδα των G7 χωρών. Τώρα θα απαγορεύεται σε αυτές τις εταιρίες να διακινείται το ρωσικό πετρέλαιο, εκτός αν το φορτίο έχει πουληθεί στην τιμή που έχει ορίσει το πλαφόν ή παρακάτω.
Πίεση σε Ελλάδα, Κύπρο, Μάλτα
Ρόλο-κλειδί στη μεταφορά του ρωσικού πετρελαίου παίζουν τρεις ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Μάλτα. Η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο στόλο δεξαμενόπλοιων στον κόσμο.
Το κινεζικό διεθνές ειδησεογραφικό δίκτυο CGTN έγραψε ότι η Ελλάδα αναγκάζεται τώρα «να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις για να αποφύγει τις συνέπειες μιας περαιτέρω διαταραγμένης παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού».
Προσθέτει ότι η Ελλάδα, μαζί με Κύπρο και Μάλτα, θεωρεί ότι το πλαφόν θα βλάψει τη ναυτιλιακή βιομηχανία της Ε.Ε. περισσότερο από τη Ρωσία. Δημιουργούνται, λοιπόν, άμεσα δύο κρίσεις: μία στα δεξαμενόπλοια και μία στις ναυτιλιακές ασφαλίσεις. Οι πλοιοκτήτες της Ε.Ε. μεταβιβάζουν ήδη περιουσιακά στοιχεία σε χώρες εκτός G7 και Ε.Ε.
Το G7 και η Ε.Ε., πάντως, προέβλεψαν ένα μικρό κενό… ανάσας για τις εταιρίες. Ορισαν ότι όποια δυτική ναυτιλιακή ή ασφαλιστική εταιρία ή όποιο δεξαμενόπλοιο με σημαία εκτός Ε.Ε. διαπιστωθεί πως παραβίασε την πολιτική του πλαφόν θα αποκλείεται για τρεις μήνες από τη διακίνηση ρωσικού πετρελαίου. Η ποινή κρίνεται από τους αναλυτές ως υπερβολικά επιεικής. Η αρχική πρόταση ήταν για ισόβια απαγόρευση.
Σύμφωνα με τους «Financial Times», η κίνηση περί τρίμηνου και όχι ισόβιου αποκλεισμού προωθήθηκε από τις ΗΠΑ και την Ελλάδα. Η Αμερική προσπάθησε να διασφαλίσει ότι τα μέτρα δεν θα ασκήσουν υπερβολικά μεγάλη πίεση στην παγκόσμια οικονομία. Και η χώρα μας ζήτησε το ίδιο επειδή οι Ελληνες ιδιοκτήτες και διαχειριστές τάνκερ έχουν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου, συχνά με πλοία που έχουν σημαία χωρών εκτός Ε.Ε.
Θεωρητικά, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιους ιδιοκτήτες τάνκερ να αποδεχτούν μια προσωρινή τρίμηνη απαγόρευση ως το «αντίτιμο» ενός επιχειρηματικού ρίσκου, εάν οι προσφερόμενες τιμές για τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου είναι αρκετά υψηλότερες από το πλαφόν.
Τα τρία σχέδια της Μόσχας και ο «σκιώδης στόλος» της Ρωσίας
Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι βρήκαν το εργαλείο για τη διατήρηση αρκετού ρωσικού πετρελαίου στην αγορά ώστε να αποφευχθεί ένα παγκόσμιο σοκ, περιορίζοντας παράλληλα τα έσοδα της Ρωσίας. Μόνο που η Μόσχα είπε ότι θα αγνοήσει αυτή την πολιτική και θα αρνηθεί να πουλήσει πετρέλαιο με πλαφόν.
Ο αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης Αλεξάντερ Νόβακ δεν απέκλεισε η χώρα του να μειώσει την παραγωγή. Η Μόσχα έχει ξεκαθαρίσει ότι «η Ρωσία δεν θα προμηθεύσει πετρέλαιο με οποιονδήποτε τρόπο, εάν τεθεί πλαφόν». Προβλέπει, μάλιστα, ότι «με την εισαγωγή τέτοιων περιορισμών το πετρέλαιο στην αγορά θα έχει τελικά αυξημένη τιμή. Στην αρχή κατά 10%-15% και στο άμεσο μέλλον ακόμη περισσότερο. Ο κύριος χαμένος θα είναι η Ευρώπη, η οποία θα πρέπει να αγοράσει ακριβότερο αραβικό και αμερικανικό πετρέλαιο».
Στo χρηματιστήριο πετρελαίου των ΗΠΑ ήδη από τον Νοέμβριο διαπραγματεύονται συμβόλαια για μελλοντικά δικαιώματα αγοράς πετρελαίου σε τιμή 200 δολ. (!) για τον Μάρτιο του 2023. Δηλαδή, σύμφωνα με το Barron’s, ήδη στοιχηματίζουν ότι το πετρέλαιο θα φτάσει τα 200 δολάρια σε τέσσερις μήνες από σήμερα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ολέθριο για την οικονομία της Ευρώπης.
Ομως η Ρωσία δεν θα προμηθεύει πετρέλαιο στις χώρες της Ε.Ε., ακόμη κι αν το ανώτατο όριο τιμής είναι 200 δολάρια το βαρέλι, έγραψε η «Izvestia» επικαλούμενη πηγές στη Δούμα.
Στον ρωσικό Τύπο αναφέρονται τρεις επιλογές που εξετάζει, μεμονωμένα ή συνδυαστικά, το Κρεμλίνο ως πρώτη απάντηση:
Πλήρης απαγόρευση πώλησης ρωσικών πρώτων υλών σε κράτη που υποστήριξαν το πλαφόν, ακόμη και αν αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο μέσω τρίτων.
Απαγόρευση εξαγωγών με πλαφόν, ανεξάρτητα από το ποια χώρα είναι ο αποδέκτης.
Τρίτον, η Μόσχα εξετάζει να ορίσει μια ενδεικτική τιμή «σταθερού κόστους» με τη μέγιστη δυνατή έκπτωση στο ρωσικό πετρέλαιο. Σε οποιαδήποτε υπέρβαση της έκπτωσης η παράδοση θα απαγορεύεται.
Ο καθηγητής του Κρατικού Οικονομικού Πανεπιστημίου της Ρωσίας Βαλερί Αντριάνοφ ερμηνεύει το πλαφόν ως εξής: «Ο κρυφός σκοπός αυτού του μέτρου είναι να παρακάμψει η Δύση τις κυρώσεις που η ίδια επέβαλε στη Ρωσία. Σήμερα οι ασιατικές χώρες αγοράζουν σχετικά φτηνό ρωσικό πετρέλαιο σε “έκπτωση” και χάρη σε αυτό αποκτούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα έναντι της Ευρώπης. Είναι σαφές ότι αυτό δεν αρέσει στην Ευρώπη και με το πλαφόν προσπαθεί να διορθώσει την κατάσταση».
Και συνεχίζει ο Αντριάνοφ: «Οταν αγοράζει κάποιος πετρέλαιο, η κυριότητα περνάει αυτόματα στον αγοραστή, που στη συνέχεια μπορεί να το μεταπωλήσει σε οποιονδήποτε. Αυτό δημιουργεί εξαιρετικές ευκαιρίες για δημιουργία “γκρίζας αγοράς” του ρωσικού πετρελαίου. Ουσιαστικά η Ευρώπη λέει: Αν κάποιος προμηθεύει φτηνό πετρέλαιο, τότε θα κάνουμε τα στραβά μάτια στην προέλευσή του. Η Ευρώπη προσπαθεί να μειώσει τη σφοδρότητα της δικής της ενεργειακής κρίσης».
Αγορά τάνκερ
Το πλαφόν είχε ήδη ανακοινωθεί πριν από έξι μήνες, έτσι η Ρωσία είχε χρόνο να προετοιμαστεί. Ηδη «χτίζει» έναν «σκιώδη στόλο», όπως τον αποκαλεί η ναυτιλιακή βιομηχανία, που διαρκώς μεγαλώνει απορροφώντας τάνκερ.
Η Μόσχα επιχειρεί να λύσει το πρόβλημα απαγορεύσεων και πλαφόν με την αγορά δικών της πλοίων για μεταφορές. Εχει συγκεντρώσει αθόρυβα έναν στόλο με περισσότερα από 100 τάνκερ, κυρίως μέσω Ιράν και Βενεζουέλας, για να προσπερνάει τις δυτικές κυρώσεις και να μπορεί να μεταφέρει το πετρέλαιό της σε άλλες αγορές, όπως Ινδία, Κίνα και Τουρκία.
Σύμφωνα με τους «Financial Times», μέσα στο 2022 η Ρωσία αγόρασε 103 τάνκερ, τα περισσότερα 12-15 χρόνων. Στις αγορές περιλαμβάνονται 29 υπερδεξαμενόπλοια (VLCCs) που καθένα μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από 2.000.000 βαρέλια! Επίσης, 31 δεξαμενόπλοια μεγέθους Suezmax (1.000.000 βαρέλια) και περισσότερα από 40 Aframax (700.000 βαρέλια). Κάποια υπερ-τάνκερ είναι τόσο θηριώδη, που δεν χωράνε καν στα ρωσικά λιμάνια.
Η Ρωσία χρειάζεται περισσότερα από 240 δεξαμενόπλοια για να διατηρήσει τις τρέχουσες εξαγωγές της σε ροή, ένας τεράστιος αριθμός, αλλά το Κρεμλίνο συνεχίζει να αγοράζει.
Τον Οκτώβριο ο Αντρέι Κόστιν, επικεφαλής της κρατικής τράπεζας VTB της Ρωσίας, είχε ανακοινώσει ότι η χώρα έπρεπε να δαπανήσει «τουλάχιστον 16,2 δισεκατομμύρια δολάρια για την επέκταση του στόλου των δεξαμενόπλοιων».