Το ασύλληπτο οικογενειακό δράμα πίσω από τον πιο παράξενο τάφο στην Ελλάδα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στο νεκροταφείο των Ταξιαρχών στον Βόλο υπάρχει ένας διαφορετικός τάφος. Ανάμεσα στις προτομές, τους σταυρούς και τα μάρμαρα, βρίσκεται ένας που μοιάζει με τραπεζαρία. Και όντως είναι.

Το ιδιαίτερο αυτό ταφικό μνημείο κρύβει από πίσω του μια ανθρώπινη τραγωδία. Είναι 1895. Ο Νικόλαος Κοντός είναι ένας από τους ισχυρότερους άνδρες στην Κεντρική Ελλάδα, με την περιουσία του να απλώνεται από τη Ρωσία μέχρι την Ελβετία.

Με τη γυναίκα του κάνουν 5 παιδιά. Την ίδια ώρα η φυματίωση είναι σε έξαρση σε όλη τη χώρα. Μέσα σε 2 χρόνια ο Νικόλαος Κοντός και η Περσεφόνη κηδεύουν τα τρία παιδιά τους, τον Κωνσταντίνο, την Ελένη και την Κατίνα. Πεθαίνουν από την αρρώστια.

Η εποχή, ωστόσο, είναι ιδιαίτερη. Όπως εξηγεί η αρχαιολόγος Βασιλεία Γιασιράνη η οποία για χρόνια ερευνά την ιστορία γύρω από τον τάφο και το νεκροταφείο των Ταξιαρχών, είναι αδύνατο για μια πλούσια οικογένεια εκείνης της εποχής να παραδεχτεί πως τα παιδιά της πεθαίνουν από φυματίωση.

Κάτω από τη τραπεζαρία έχει σκαλιστεί το σαμιαμίδι, ενώ πάνω της υπάρχει ανάγλυφος χάρτης της Ευρώπης και πιο συγκεκριμένα της Ελβετίας. Είναι εκεί που τελικά μεταφέρεται ένα από τα παιδιά για να θεραπευτεί από τη φυματίωση, καθώς στην Ελλάδα εκείνη την εποχή δεν υπάρχει θεραπευτήριο. Δεν τα καταφέρνει όμως.

Η οικογένεια αποφασίζει λοιπόν να δημιουργήσει έναν μύθο. Τα παιδιά κάθονται στο τραπέζι και περιμένουν να πιουν το πρωινό τους γάλα, ένα σαμιαμίδι, όμως, πέφτει μέσα σε αυτό και τα 3 παιδιά πεθαίνουν ακαριαία από δηλητηρίαση.

Αναθέτει στους αδελφούς Κοτζαμάνη, διάσημους γλύπτες της εποχής, να δημιουργήσουν αυτή την ταφική τραπεζαρία. Ένα μαρμάρινο τραπέζι και γύρω τους τρεις καρέκλες. Πίσω τους αναγράφονται τα τρία ονόματα των παιδιών που χάνονται: Κωνσταντίνος, Ελένη, Κατίνα.

Κάτω από την τραπεζαρία έχει σκαλιστεί το σαμιαμίδι, ενώ πάνω της υπάρχει ανάγλυφος χάρτης της Ευρώπης και πιο συγκεκριμένα της Ελβετίας. Είναι εκεί που τελικά μεταφέρεται ένα από τα παιδιά για να θεραπευτεί από τη φυματίωση, καθώς στην Ελλάδα εκείνη την εποχή δεν υπάρχει θεραπευτήριο. Δεν τα καταφέρνει όμως.

Το μνημείο για χρόνια βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, ωστόσο, το 1922 η μητέρα των παιδιών, Περσεφόνη, ζητά να μεταφερθεί το ταφικό μνημείο στον Βόλο όπου και ζει μόνιμα με τις δύο τις κόρες. Την ίδια ώρα κάνει δωρεά μισού εκατομμυρίου δραχμών -τεράστιου ποσού για την εποχή- στο νοσοκομείο του Βόλου για να αντιμετωπιστεί η αρρώστια που ξεκλήρισε την οικογένειά της.

Ήδη από το 1903, έχει χάσει και τον σύζυγό της, Νικόλαο, ο οποίος δεν μπορεί να αντέξει τον θάνατο των παιδιών του και πεθαίνει. Μυστήριο, ωστόσο, πλανάται γύρω από τον τρόπο με τον οποίο όλο αυτό το μαρμάρινο κατασκεύασμα μεταφέρθηκε τόσα χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στην Κεντρική Ελλάδα.

Σήμερα η μαρμάρινη τραπεζαρία είναι ένα από τα διασημότερα μνημεία του νεκροταφείου των Ταξιαρχών στο Βόλο, που έχει σταματήσει να λειτουργεί το 2000. Η ιστορία της οικογένειας Κοντού έχει γίνει αστικός μύθος καθώς ακόμη και μέχρι σήμερα πολλοί θα σου πουν στην περιοχή να προσέχεις μην πέσει κανένα σαμιαμίδι στο γάλα και πεθάνεις.

Via:Lifo – Άκης Κατσούδας | Πηγή: «Ιστορίες ζωής και θανάτου στο νεκροταφείο του Βόλου» Βασιλεία Γιασιράνη

ΔΗΜΟΦΙΛΗ