”Τα φαντάσματα της δεκαετίας του ’30 επέστρεψαν και μας καταδιώκουν. Μπορεί να μην έχουμε υποκύψει ακόμη στη Μεγάλη Ύφεση, όμως η ύφεση, με τη μία ή την άλλη μορφή, μας περιτριγυρίζει. Γινόμαστε παράλληλα μάρτυρες πολιτικού εξτρεμισμού και εθνικιστικών αντιδράσεων όσον αφορά τις υποχρεώσεις μιας χώρας προς -κατά κανόνα ξένους- πιστωτές της. ..
Η ανάκαμψη είτε είναι αξιοσημείωτα χαμηλή, είτε -όπως συμβαίνει σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης- απουσιάζει εντελώς. Για ορισμένα κράτη της ευρωζώνης, υπάρχει η απειλή οικονομικής ελεύθερης πτώσης.
Πολιτικοί και οικονομολόγοι διαφωνούν ως προς το τι πρέπει να γίνει. Η ανάδειξη του Νίκου Μιχαλολιάκου και της Χρυσής Αυγής -το έμβλημα είναι μία ελαφρώς μεταμφιεσμένη σβάστικα- στις ελληνικές εκλογές, σε συνδυασμό με την ασυνήθιστη ισχύ της Marine Le Pen κατά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, πριν από δύο εβδομάδες, θα πρέπει να υπενθυμίζει σε όλους την εντεινόμενη απογοήτευση των ψηφοφόρων, καθώς τα κυρίαρχα κόμματα μένουν στις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.
Για όσους δραστηριοποιούνται στο περιθώριο του πολιτικού φάσματος, η κατάσταση αυτή είναι εξαιρετικά συμφέρουσα, όπως ακριβώς έγινε και τη δεκαετία του 1930.
Το πρόβλημα μπορεί να αποτυπωθεί απλά. Το εθνικό εισόδημα έχει υποχωρήσει σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από ό,τι αναμενόταν πριν από μία πενταετία. Έτσι η προθυμία και η ικανότητα των οφειλετών να αποπληρώσουν τα χρέη τους μειώθηκαν σοβαρά. Το νέο σλόγκαν των οφειλετών είναι «δεν μπορώ να πληρώσω, δεν θα πληρώσω».
Οι πιστωτές απαντούν απαιτώντας συνεχιζόμενη λιτότητα: υψηλότερη φορολογία, μειώσεις των δημοσίων δαπανών και τακτικές δόσεις του οικονομικού ισοδύναμου του μουρουνέλαιου. Και όλα αυτά θεωρείται ότι θα ξεπλυθούν με τα φθηνά δάνεια από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και άλλους γενναιόδωρους ευεργέτες.
Σε αντάλλαγμα, υπάρχει μία εξαιρετικά ασαφής υπόσχεση για επιστροφή στην ανάπτυξη σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον. Οι πιστωτές επιμένουν ότι για την απουσία της ανάπτυξης ευθύνονται οι οφειλέτες.
Τα χρόνια προ της χρηματοοικονομικής κρίσης, άλλωστε, οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου επέτρεψαν πολύ μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Για τους πιστωτές, αυτή είναι μία ελκυστική εξήγηση επειδή τους απαλλάσσει από τις ευθύνες. Είναι όμως μία εξήγηση… διάτρητη.
Εάν η ανταγωνιστικότητα των χωρών του ευρωπαϊκού νότου ήταν τόσο κακή, τότε γιατί τους δάνεισαν τόσο απερίσκεπτα; Εάν το πρόβλημα είναι μόνο η ανταγωνιστικότητα, τότε γιατί επιστρέφει και ο ευρωπαϊκός βορράς στην ύφεση, παρά την καλή διαγωγή του; Η ολλανδική οικονομία βυθίζεται και πάλι, όπως και η βρετανική, παρά τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα από τις τακτικές δόσεις ποσοτικής χαλάρωσης και την τεράστια υποχώρηση της στερλίνας, κατά τα πρώτα στάδια της χρηματοοικονομικής κρίσης.
Εάν όντως το μόνο πρόβλημα είναι η ανταγωνιστικότητα, τότε γιατί η υποτιθέμενα ανταγωνιστική αμερικανική οικονομία παλεύει να ανακτήσει το παράστημα που είχε προ κρίσης;
Οι πιστωτές είθισται να απαλλάσσουν εαυτόν από τις ευθύνες μέχρι την τελευταία στιγμή.
Απαιτούν προσαρμογή από τους οφειλέτες ακόμη και όταν δεν υπάρχει πλέον η πολιτική δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά, όπως δείχνει και η περίοδος του μεσοπολέμου, τα προβλήματα των οφειλετών αναπόφευκτα θα γίνουν κάποια στιγμή προβλήματα και των πιστωτών. Το 1931, η Αυστρία προσπαθούσε να εφαρμόσει την ίδια λιτότητα που παρατηρούμε τώρα σε μέρη του ευρωπαϊκού Νότου.
Βάσει του Χρυσού Κανόνα, η μόνη επιλογή για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας ήταν να επιβάλει μείωση των εγχώριων τιμών και μισθών. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, έκλειναν επιχειρήσεις, αυξήθηκαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το τραπεζικό σύστημα έδειχνε επικίνδυνα ευάλωτο. Η κρίση κορυφώθηκε με την πτώχευση της μεγάλης αυστριακής τράπεζας CreditAnstalt – η οποία το 1931 ήταν το αυστριακό αντίστοιχο της Lehman Brothers.
Έτσι, η ύφεση εξελίχθηκε στη Μεγάλη Ύφεση.
Μερικά χρόνια αργότερα, πλήθη στη Βιέννη καλωσόριζαν τον Χίτλερ.
Για τα κράτη-οφειλέτες, που θέλουν να γλιτώσουν από τους σφιγκτήρες των πιστωτών τους, η ανάδειξη του εθνικισμού οδήγησε σε στάση πληρωμών και με τον καιρό στην πολιτική του μίσους. Για τα κράτη-πιστωτές (εκείνη την εποχή
οι μεγάλοι παίκτες ήταν οι ΗΠΑ και η Γαλλία) ήταν ένα βίαιο ξύπνημα.
Οι δικές τους οικονομίες, άλλωστε, υπέφεραν περισσότερο από άλλες λόγω της εμμονής τους στην οικονομική ορθοδοξία -κυρίως λόγω της αφοσίωσης στον Κανόνα του Χρυσού- στον απόηχο μιας πρωτοφανούς οικονομικής αναστάτωσης.
Ο Francois Hollande εξελέγη πρόεδρος της Γαλλίας με πλατφόρμα υπέρ της ανάπτυξης. Εάν δεν υπάρξουν οικειοθελείς υποχωρήσεις τόσο από τους πιστωτές όσο και από τους οφειλέτες, οι δεσμεύσεις του δεν θα είναι τίποτα παραπάνω από ευσεβείς πόθοι. Για να επιτευχθεί αυτό -και για να επιβιώσει το ευρώ- θα πρέπει να υπάρξει περισσότερη, όχι λιγότερη, Ευρώπη.
Το ενιαίο νόμισμα θα πρέπει στηριχθεί από κάποιου τύπου ομοσπονδιακή δημοσιονομική πολιτική, όπου θα περιλαμβάνεται και η έκδοση κοινών ομολόγων. Οι χαμηλότεροι μισθοί στην περιφέρεια θα πρέπει να αντισταθμιστούν από υψηλότερους μισθούς στον ευρωπαϊκό πυρήνα, εξέλιξη που θα επιτρέψει στα γερμανικά κεφάλαια να κινηθούν προς το Νότο και στους Ισπανούς και Έλληνες εργαζόμενους να κινηθούν προς Βορρά. Οι πιστωτές θα πρέπει επίσης να σταματήσουν να πιστεύουν ότι ο κόσμος απαρτίζεται μόνο από αγίους και αμαρτωλούς. Πιστωτές και οφειλέτες είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Το Βερολίνο θα πρέπει να το λάβει αυτό υπόψη.
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι εύκολο. Ίσως η ανάδειξη της άκρας δεξιάς να κινητοποιήσει τα κυρίαρχα κόμματα και να αναλάβουν δράση. Η ειρωνεία, όμως, είναι προφανής: για να αντιμετωπιστεί με επιτυχία η κρίση της ευρωζώνης απαιτείται περισσότερη Ευρώπη όταν ολοένα και περισσότεροι ψηφοφόροι ζητούν λιγότερη Ευρώπη.
Τα φαντάσματα επέστρεψαν…”
onalert.gr