Ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος (Gaius Cassius Longinus, 87 π.Χ. ή 86 π.Χ. – 3 Οκτωβρίου 42 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος συγκλητικός και ηγετικός υποκινητής της συνωμοσίας για τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (φωτογραφία).
Ήταν διοικητής των στρατευμάτων με τον Μάρκο Ιούνιο Βρούτο κατά τη διάρκεια της μάχης των Φιλίππων εναντίον των συμμαχικών δυνάμεων του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού, πρώην υποστηρικτών του Καίσαρα και αυτοκτόνησε μετά την ήττα του από τον Μάρκο Αντώνιο.
Εκλέχθηκε δήμαρχος των πληβείων το 49 π.Χ. Εναντιώθηκε στον Καίσαρα και διοίκησε έναν στόλο εναντίον του κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του Καίσαρα. Αφού ο Καίσαρας νίκησε τον Πομπήιο στη μάχη των Φαρσάλων ανάγκασε τον Κάσσιο να παραδοθεί. Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, ο Κάσσιος διέφυγε στην Ανατολή, όπου συγκέντρωσε έναν στρατό δώδεκα λεγεώνων.
Λίγα είναι γνωστά για τη νεανική ηλικία του Γάιου Κάσσιου Λογγίνου, εκτός από μία ιστορία όπου έδειξε την απέχθειά του για τους τυράννους, ενώ πήγαινε ακόμα σχολείο, όταν διαπληκτίστηκε με τον γιο του δικτάτορα Σύλλα. Επίσης, παντρεύτηκε την κόρη της Σερβιλίας Καιπιόνις και ετεροθαλή αδερφή του Βρούτου. Μαζί απέκτησαν έναν γιο. Σπούδασε φιλοσοφία στη Ρόδο υπό τον Αρχέλαο, ενώ μιλούσε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα.
Πόλεμος στην Παρθία
Το πρώτο του αξίωμα ήταν αυτό του κυαίστορα (ταμίας) υπό τον Μάρκο Λικίνιο Κράσσο το 53 π.Χ., οπότε και αποδείχτηκε πως διέθετε αξιόλογες στρατηγικές ικανότητες. Ταξίδεψε με τον Κράσσο στην επαρχία της Συρίας, όπου και προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να επιτεθεί στην Παρθία, προτείνοντας να φτιάξουν μια ασφαλή βάση στον ποταμό Ευφράτη. Ωστόσο ο Κράσσος αγνόησε τις συμβουλές του Κάσσιου και οδήγησε τους άνδρες του στη Μάχη στις Κάρρες, κατά τη διάρκεια της οποίας επίσης αγνόησε τη συμβουλή να ενδυναμώσει τις ρωμαϊκές γραμμές.
Ως αποτέλεσμα η Ρώμη γνώρισε τη διασημότερη πανωλεθρία της μετά το Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο. Ο Κάσσιος κατάφερε τουλάχιστον να γλυτώσει τα υπολείμματα του στρατού με τη βοήθεια του λεγάτου του Κράσσου, του Γάιου Οκτάβιου. Με τη σειρά τους οι λεγεωνάριοι ζήτησαν να ηγηθεί ο Κάσσιος, ωστόσο εκείνος αρνήθηκε παραμένοντας πιστός στον Κράσσο. Ο Κράσσος βρήκε το θάνατο όταν οι οδηγοί του στρατού διέπραξαν προδοσία στο δρόμο της υποχώρησης. Εντούτοις, ο Κάσσιος κατάφερε και πάλι να διασώσει 500 ιππείς και να τους επανενώσει με άλλες λεγεώνες.
Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Κάσσιος κυβέρνησε τη Συρία, υπερασπιζόμενος τα σύνορά της ενάντια στις επιθέσεις των Πάρθων, μέχρι να αφιχθεί ο επόμενος ορισθείς έπαρχος. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας επιδρομής σκοτώθηκε ο Πάρθος διοικητής Οσάκης και οι στρατιώτες του σκόρπισαν. Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων, τότε κυβερνήτης της Κιλικίας, έστειλε στον Κάσσιο ένα συγχαρητήριο σημείωμα.
Ρωμαϊκός εμφύλιος
Μετά την επιστροφή του στη Ρώμη, το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στον Ιούλιο Καίσαρα και τον Πομπήιο έσωσε τον Κάσσιο από την προσαγωγή σε δίκη από τους εχθρούς του. Εκλέχτηκε Δήμαρχος των Πληβείων το 49 π.Χ., τασσόμενος με το κόμμα των αριστοκρατικών, τους Οπτιμάτες (Optimates). Όταν ο Καίσαρας διέσχισε το Ρουβίκωνα ποταμό, ο Κάσσιος εγκατέλειψε τη Ρώμη. Συνάντησε τον Πομπήιο στην Ελλάδα και έγινε διοικητής του στόλου του.
Το 48 π.Χ., ο Κάσσιος έπλευσε προς τη Σικελία όπου επιτέθηκε και έκαψε μεγάλο μέρος των πλοίων του Καίσαρα. Συνέχισε παρενοχλώντας πλοία στις ακτές της Ιταλίας. Τα νέα της ήττας του Πομπήιου στη Μάχη των Φαρσάλων ανάγκασαν τον Κάσσιο να κατευθυνθεί στον Ελλήσποντο, ελπίζοντας να συμμαχήσει με το βασιλιά του Πόντου, τον Φαρνάκη Β’. Ωστόσο ο Καίσαρας τον πρόλαβε στο δρόμο κι αναγκάστηκε να παραδοθεί άνευ όρων.
Ο Καίσαρας τον ονόμασε λεγάτο και τον επιστράτευσε στον Αλεξανδρινό Πόλεμο. Ωστόσο ο Κάσσιος αρνήθηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο ενάντια στους εναπομείναντες ηγέτες των αριστοκρατικών, τον Κάτωνα τον Νεότερο και τον Σκιπίωνα Νασικά στην Αφρική, επιλέγοντας να αποσυρθεί στη Ρώμη. Πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια χωρίς κάποιο αξίωμα, κατά τη διάρκεια των οποίων συνέσφιξε τις σχέσεις του με τον Κικέρωνα.
Συνωμοσία
Το 44 π.Χ. κατέλαβε το αξίωμα του πραίτορα περεγκρίνους (Praetor Peregrinus, αστυδίκη για διαφορές μεταξύ ξένων), με την υπόσχεση να αναλάβει τη διοίκηση της Συρίας τον επόμενο χρόνο. Η ανάδειξη του νεότερού του, Μάρκου Ιούνιου Βρούτου, σε πραίτορα ουρμπάνους (Praetor Urbanus, αστυδίκη για διαφορές γηγενών πολιτών) τον προσέβαλε πολύ, κάτι που αύξησε το μίσος του στο πρόσωπο του Καίσαρα, ο οποίος την ίδια χρονιά ανέλαβε το αξίωμα του διά βίου δικτάτορα.
Ο Καίσαρ, παρόλο που επισήμως είχε συγχωρήσει τον Κάσσιο, από ό,τι φαίνεται δυσπιστούσε προς το πρόσωπό του. Έτσι ο Κάσσιος ήταν ένας από τους πιο ένθερμους συνωμότες κατά του Καίσαρα, πείθοντας τελικά τους υπόλοιπους να διαπράξουν «τυραννοκτονία».
Στις Ειδούς του Μαρτίου, 44 π.Χ., ο Κάσσιος παρότρυνε τους συνεργούς του, ενώ ο ίδιος χτύπησε τον Καίσαρα στο πρόσωπο. Ο ίδιος και οι σύντροφοί του αυτοαποκαλούνταν «απελευθερωτές» («Liberatores»). Αν και πέτυχαν στο σκοπό τους να δολοφονήσουν τον Καίσαρα, τα επινίκια ήταν βραχύβια καθώς ο Μάρκος Αντώνιος διεκδίκησε την εξουσία και έστρεψε το λαό εναντίον τους.
Μετά τη δολοφονία
Τον Απρίλιο, ο Κάσσιος έφυγε από τη Ρώμη, με προορισμό την εξοχή, ελπίζοντας πως ο Αντώνιος θα ανατρεπόταν. Τον Ιούνιο, η Σύγκλητος ανέθεσε στον Κάσσιο την επαρχία της Κυρηναϊκής για να του δώσει την ευκαιρία τόσο να διατηρήσει το αξίωμα του πραίτορα όσο και να διαφύγει από την Ιταλία.
Ο Κάσσιος θύμωσε που του παραχωρήθηκε μια δευτερεύουσας σημασίας επαρχία και αποφάσισε να παραιτηθεί, υποστηρίζοντας ότι προτιμούσε να ζήσει εξόριστος παρά υπό την ηγεμονία του Αντωνίου. Κατέφυγε στην επαρχία της Συρίας, που είχε κυβερνήσει παλαιότερα, την οποία είχε αναλάβει εκ μέρους του Αντωνίου ο Πόπλιος Κορνήλιος Δολαβέλλας. Σκόπευε να αναλάβει τη διοίκηση προτού καταφθάσει ο τελευταίος. Η φήμη του στη Συρία ήταν αρκετή ώστε να βρει συμμάχους στο πρόσωπο των στρατιωτικών διοικητών της περιοχής και το 43 π.Χ. είχε στην κατοχή του 12 λεγεώνες για να αντιμετωπίσει τον Δολαβέλλα. Στο μεταξύ, η Σύγκλητος είχε έρθει σε ρήξη με τον Αντώνιο κι έτσι επικύρωσε την πρόταση να γίνει ο Κάσσιος διοικητής της Συρίας. Ο Δολαβέλλας επιτέθηκε, αλλά όταν είδε τους συμμάχους του να τον προδίδουν, αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει.
Η θέση του Κάσσιου ήταν πλέον εξασφαλισμένη κι έτσι σχεδίασε να επιτεθεί κατά της Αιγύπτου. Όταν ωστόσο δημιουργήθηκε στην Ιταλία η Δεύτερη Τριανδρία – ανάμεσα στον Αντώνιο, το Λέπιδο και τον Οκταβιανό – ο Βρούτος ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Κάσσιος τον συνάντησε με τους άνδρες του στη Σμύρνη, αφήνοντας στο πόδι του στη Συρία τον ανηψιό του. Οι σύμμαχοι αποφάσισαν να χτυπήσουν τους συμμάχους της Τριανδρίας στη Μικρά Ασία. Ο Κάσσιος λεηλάτησε τη Ρόδο, ενώ ο Βρούτος έκανε το ίδιο στη Λυκία.
Την επόμενη χρονιά ένωσαν τις δυνάμεις τους στις Σάρδεις, όπου και οι στρατοί τους τούς ανακήρυξαν «Imperatores» (στρατηγούς αυτοκράτορες). Πέρασαν τον Ελλήσποντο, προέλασαν στη Θράκη και στρατοπέδευσαν κοντά στους Φιλίππους, πόλη της Θράκης (σημερινός Νομός Καβάλας). Ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος σύντομα έφτασαν στην περιοχή και ετοιμάζονταν για την επικείμενη μάχη. Ο Κάσσιος αποφάσισε να τους αποκόψει από τις προμήθειες. Ωστόσο, ο Αντώνιος εξανάγκασε τους αντιπάλους του σε δύο μάχες, γνωστές με το κοινό όνομα Μάχη των Φιλίππων. Ο Βρούτος είχε επιτυχία απέναντι στον Οκταβιανό και κατέλαβε το στρατόπεδό του. Ο Κάσσιος, εντούτοις, συνετρίβη από τον Αντώνιο.
Αγνοώντας τη νίκη του συμμάχου του, έχασε κάθε ελπίδα και διέταξε έναν απελεύθερο, τον Πίνδαρο, να τον θανατώσει. Ο Βρούτος τον θρήνησε ως τον «τελευταίο των Ρωμαίων» και τον κήδεψε στη Θάσο.
Αναφορές στη λογοτεχνία
Στην «Κόλαση» του Δάντη, ο Κάσσιος αποτελεί τον έναν από τους τρεις μεγάλους αμαρτωλούς της ιστορίας που μαρτυρούν στα σαγόνια του Σατανά, στην καρδιά της Κολάσεως, για όλη την αιωνιότητα. Οι άλλοι δύο είναι ο Βρούτος και ο Ιούδας Ισκαριώτης.
Εμφανίζεται και στο έργο του Σαίξπηρ «Ιούλιος Καίσαρ», όπου παρουσιάζεται ως επικίνδυνος και δολοπλόκος. Οι παραπάνω απεικονίσεις του προσώπου του Κάσσιου ήταν σίγουρα επηρεασμένες απο το γεγονός ότι την εποχή του Δάντη κυβερνούσαν τύραννοι στην Ιταλία, ενώ και την εποχή του Σαίξπηρ ήταν πολύ ισχυρός ο θεσμός της αγγλικής μοναρχίας.