Η Σταυροφορία του λαού ήταν μέρος της Α’ Σταυροφορίας και διήρκεσε έξι μήνες, από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 1096. Τελικά οι μουσουλμάνοι Σελτζούκοι επικράτησαν νικώντας και συντρίβοντας ολοκληρωτικά τους Δυτικούς.
Ο Πάπας Ουρβανός Β΄ ετοιμαζόταν να ξεκινήσει μια Σταυροφορία για τις 15 Αυγούστου 1096. Η απήχηση ήταν όμως τόσο μεγάλη, που ξέφυγε από τον έλεγχό του, αφού ένα μεγάλο πλήθος χωρικών και κατώτερων ευγενών μαζεύτηκε εντελώς απρόοπτα τον Απρίλιο του 1096 και ξεκίνησαν από μόνοι τους να κατακτήσουν την Ιερουσαλήμ. Η συνθήκες ζωής του αγροτικού πληθυσμού την εποχή εκείνη ήταν άθλιες, αφού η πείνα και η πανδημία θέριζαν λόγω συνεχών και εκτεταμένων καταστροφών της σοδειάς από ξηρασίες.
Η Σταυροφορία ήταν για πολλούς η μόνη διέξοδος από την δυστυχία. Παράλληλα, τα στοιχεία της φύσης έστελναν ακατανόητους και τρομακτικούς οιωνούς που είχαν ξεκινήσει από το 1095. Καταιγίδες μετεωριτών, πολλαπλές εμφανίσεις του πολικού σέλαος, μια έκλειψη Σελήνης και η εμφάνιση ενός κομήτη έσπερναν τον τρόμο στον αγράμματο πληθυσμό, ενώ ερμηνεύονταν ως θεϊκές προτροπές για το ξεκίνημα της Σταυροφορίας, καθώς και τον σίγουρο ερχομό της δευτέρας παρουσίας. Ακόμα και μια μαζική δηλητηρίαση από ερυσίβη πριν από την Σύνοδο της Κλερμόν, οδήγησε σε ομαδικά προσκυνήματα. Επόμενο ήταν λοιπόν, τα πλήθη να ακολουθήσουν με μιας την εντολή του Πάπα. Αντί για λίγες χιλιάδες ιππότες, όπως ήλπιζε ο Πάπας, ξαφνικά παρουσιάστηκαν σχεδόν εκατό χιλιάδες άμαχος πληθυσμός από άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Αρχηγός της Σταυροφορίας ήταν ο λεγόμενος Πέτρος ο Ερημίτης από την Αμιένη, ο οποίος ήταν ντυμένος με κουρέλια και ταξίδευε πάνω σε γαϊδουράκι. Ο Πέτρος ο Ερημίτης προηγουμένως είχε κάνει φλογερά κηρύγματα στην βόρεια Γαλλία και στην Φλάνδρα για την Σταυροφορία. Έλεγε ότι τον έστειλε ο Ιησούς και ότι είχε μαζί του μια επιστολή που του είχε δώσει ο Θεός. Οι Σταυροφόροι που παρουσιάστηκαν ήταν όλων των ειδών φτωχοί και τυχοδιώκτες. Ο Πάπας είχε υποσχεθεί ότι θα τους έδινε άφεση αμαρτιών και ανοχή, και γι’ αυτό πολλοί παρουσιάστηκαν για να ξεφύγουν από τον νόμο και να προβούν σε λαφυραγωγήσεις.
Ο Βάλτερ και οι Γάλλοι
Στις 12 Απριλίου ο Πέτρος συνέλεξε τους «πτωχούς» του στην Κολωνία για να κάνει κήρυγμα στους Γερμανούς. Μερικές χιλιάδες Γάλλοι, όμως, δεν θέλησαν να περιμένουν, και ξεκίνησαν πριν από την άφιξη του Πέτρου. Υπό την οδήγηση του Βάλτερ έφθασαν στην Ουγγαρία στις 8 Μαΐου και την διαπέρασαν χωρίς να συμβεί τίποτα, φτάνοντας στον ποταμό Σάβα (ποταμός) στο Βελιγράδι που τότε ήταν στα σύνορα του Βυζαντίου. Ο διοικητής του Βελιγραδίου, όντας απροετοίμαστος και μην ξέροντας τι να κάνει, τους απαγόρευσε την είσοδο. Οι Σταυροφόροι αφού εγκλωβίστηκαν, αναγκαστικά άρχισαν να λεηλατούν την περιοχή για να βρουν φαγώσιμα. Ξέσπασαν μάχες με την τοπική φρουρά, ενώ ακολούθησαν και άλλες λεηλασίες σε διάφορες τοπικές αγορές. Η κατάσταση οξύνθηκε, οι Ούγγροι συνέλαβαν τον Βάλτερ και μερικούς άλλους και τους πήραν τις πανοπλίες και τα ενδύματά τους. Τελικά όμως τους άφησαν να περάσουν, και οι Σταυροφόροι έφτασαν στη Νις όπου τους έδωσαν τροφή και περίμεναν εκεί για να τους έρθει μήνυμα από την Κωνσταντινούπολη. Πραγματικά, στα τέλη Ιουλίου και υπό συνοδεία του βυζαντινού στρατού έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη.
Από την Κολωνία ως την Κωνσταντινούπολη
Ο Πέτρος μαζί με τους υπόλοιπους Σταυροφόρους ξεκίνησαν από την Κολωνία στις 20 Απριλίου. Ήταν περίπου 20.000 Σταυροφόροι που ακολουθούσαν τον Ερημίτη, ενώ καθ οδόν ερχόντουσαν και άλλοι. Φτάνοντας στον Δούναβη μερικοί πέρασαν με βάρκες στην απέναντι όχθη, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν φθάνοντας στο Σόπρον της Ουγγαρίας. Όπως και οι προηγούμενοι, πέρασαν μέσα από την Ουγγαρία χωρίς διαξιφισμούς και στο Σεμλίν (Ουγγαρία) ξαναενώθηκαν με τους άλλους που είχαν περάσει τον Δούναβη. Εκεί όμως συνάντησαν τις πανοπλίες του Βάλτερ και των άλλων που κρέμονταν έξω από τα τείχη, και υποπτεύθηκαν κάτι κακό. Έγινε και μια μικροδιαμάχη για την τιμή ενός ζευγαριού υποδημάτων και έτσι ξέσπασε ένας καυγάς που οδήγησε σε γενική επίθεση εναντίον της πόλης. Τέσσερις χιλιάδες Ούγγροι σκοτώθηκαν.
Οι Σταυροφόροι πέρασαν τον ποταμό Σάβα, στο Βελιγράδι ενεπλάκησαν σε μάχη με την εκεί φρουρά, οι κάτοικοι φύγαν για να γλυτώσουν, και οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν και έκαψαν την πόλη. Από κει και μετά ακολούθησε επταήμερη πορεία για την Νις, όπου έφτασαν στις 3 Ιουλίου. Ο διοικητής της πόλης τους υποσχέθηκε να τους δώσει συνοδεία και τρόφιμα ως την Κωνσταντινούπολη. Όταν την επόμενη μέρα ο Πέτρος έδωσε εντολή να ξεκινήσουν, μερικοί από τους Σταυροφόρους για έναν καυγά που έγινε έβαλαν φωτιά σε έναν μύλο. Τότε η φρουρά της Νις έκανε επίθεση προκαλώντας πολυάριθμα θύματα στους Σταυροφόρους. Οι Σταυροφόροι συνέχισαν την πορεία τους, φτάνοντας στη Σόφια στις 12 Ιουλίου. Από κει και μετά συνέχισαν με συνοδεία για να φτάσουν την 1η Αυγούστου στην Κωνσταντινούπολη.
Η πανωλεθρία και το τέλος της Σταυροφορίας
Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός αν και απροετοίμαστος στην θέα αυτού του πλήθους, προτίμησε να τους αφήσει να περάσουν. Οι Σταυροφόροι διέσχισαν στις 6 Αυγούστου τον Βόσπορο. Οι ακόλουθοι του Πέτρου συνάντησαν τους Σταυροφόρους του Βάλτερ και μια ακόμη ομάδα Ιταλών που είχε καταφθάσει εκείνες τις μέρες. Άρχισαν να λεηλατούν φτάνοντας στην Νικομήδεια. Εκεί ξέσπασε μια διαμάχη ανάμεσα στους Γερμανούς και τους άλλους. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί έκαναν νέο αρχηγό τους έναν Ιταλό ονόματι Ράιναλντ και χωρίστηκαν από τους Γάλλους. Οι Γάλλοι όρισαν αρχηγό τους τον Ζοφρουά Μπυρέλ. Οι Σταυροφόροι συνέχισαν τις επιδρομές στα γύρω χωριά μέχρι που έφτασαν στην Νίκαια της Βιθυνίας. Οι Γερμανοί με 6.000 Σταυροφόρους κατέλαβαν την πόλη Ξερίγορδο για να την χρησιμοποιούν σαν καταφύγιο για τις επιδρομές τους. Για πρόφαση ισχυρίστηκαν ότι ήθελαν να προστατεύσουν τον ως επί το πλείστον χριστιανικό πληθυσμό. Οι Τούρκοι απάντησαν με μεγάλο στρατό που πολιόρκησε την πόλη, τους έκοψε το νερό, και ανάγκασε τους Σταυροφόρους να παραδοθούν.
Εν τω μεταξύ, στο κύριο στρατόπεδο των Σταυροφόρων διαδόθηκε η φήμη, ότι οι Γερμανοί μετά από την κατάληψη της Ξεριγόρδου επιτέθηκαν και πήραν και τη Νίκαια. Οι υπόλοιποι Σταυροφόροι ξεσηκώθηκαν για να προλάβουν και αυτοί μερικά λάφυρα. Έμαθαν όμως έγκαιρα την αλήθεια και τρομοκρατήθηκαν. Μερικοί πρότειναν να περιμένουν τις ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη που είχε πάει να φέρει ο Πέτρος ο Ερημίτης. Ο Μπυρέλ όμως, που είχε την αρχηγία και τους περισσότερους οπαδούς, προτίμησε την άμεση επίθεση.
Το πρωί της 21ης Οκτωβρίου ολόκληρος ο στρατός των Σταυροφόρων τέθηκε σε πορεία με προορισμό τη Νίκαια, ενώ ο άμαχος πληθυσμός, τα γυναικόπαιδα, άρρωστοι και γέροι έμειναν στο καταφύγιο. Στον δρόμο προς τη Νίκαια οι Τούρκοι τους είχαν στήσει ενέδρα και τους περίμεναν. Οι Σταυροφόροι έπεσαν πάνω στην ενέδρα και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, ενώ οι περισσότεροι σκοτώθηκαν. Τα παιδιά πιάστηκαν όμηροι και πουλήθηκαν σκλάβοι. Ο Μπυρέλ όμως μαζί με 3000 άνδρες κατέφυγαν σε ένα ερειπωμένο φρούριο και σώθηκαν μετά από επέμβαση των Βυζαντινών που διέλυσαν την πολιορκία των Τούρκων και οδήγησαν τους Σταυροφόρους πίσω στην Κωνσταντινούπολη.