O Γκλεν Χέρμπερτ Γκουλντ (Glenn Herbert Gould, 25 Σεπτεμβρίου 1932 – 4 Οκτωβρίου 1982) ήταν Καναδός πιανίστας, από τους πιο διάσημους κλασικούς ερμηνευτές του 20ού αιώνα.
Θεωρείται από τους σημαντικότερους σολίστ του πιάνου, που έγινε γνωστός κυρίως μέσα από τις ηχογραφήσεις του στο στούντιο.
Είναι, πέρα από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες κάθε μουσικού είδους στον κόσμο, ο σολίστας κλασικής μουσικής με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών. Το 1964, όμως, εγκατέλειψε πρόωρα τις δημόσιες εμφανίσεις και συναυλίες, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις ηχογραφήσεις καθώς και στην παραγωγή ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών μουσικών κ.άλ. προγραμμάτων.
Σημαντικότερες θεωρούνται οι ερμηνείες του σε έργα του Μπαχ, όπως Το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο και οι Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ.
Λίγο πριν το θάνατό του ηχογράφησε για δεύτερη φορά το Ειδύλλιο του Ζίγκφριντ του Βάγκνερ, τώρα όμως ως μαέστρος. (Η παλιότερη ηχογράφηση ήταν για πιάνο, σε δική του μεταγραφή.) Το καλοκαίρι του 1982 ένας συνεργάτης του Γκουλντ επέλεξε δεκατρείς από τους καλύτερους μουσικούς από τη Συμφωνική του Τορόντο για να δουλέψουν μαζί του. Στις 8 Σεπτεμβίου οι ηχογραφήσεις είχαν ολοκληρωθεί. Στις 27 Σεπτεμβρίου υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο του Τορόντο. Πέθανε, χωρίς στο μεταξύ να έχει ανακτήσει τις αισθήσεις του, στις 4 Οκτωβρίου 1982.
Εκκεντρικός
Ο Γκουλντ συνήθιζε να σιγοτραγουδά κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, γεγονός που αποτυπώθηκε σε αρκετές από αυτές. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως το τραγούδι του ήταν ασυνείδητο και αυξανόταν ανάλογα με την ανικανότητα του πιάνου να αποδώσει αυτό που εκείνος επεδίωκε.
Ήταν επίσης γνωστός για τις ασυνήθιστες στάσεις του σώματός του όταν ερμήνευε στο πιάνο, καθώς και για την επιμονή του στην ομοιομορφία. Στις συναυλίες επέλεγε να παίζει χρησιμοποιώντας πάντα μία πτυσσόμενη καρέκλα που είχε μετασκευάσει (κόβοντας τα πόδια) ο πατέρας του, ακόμα και όταν αυτή είχε φθαρεί υπερβολικά με την πάροδο του χρόνου. Εξίσου ιδιόρρυθμη και έντονη υπήρξε και η σχέση του Γκουλντ με το πιάνο του, με το οποίο είχε αναπτύξει ένα δέσιμο σχεδόν «ερωτικό».[
Ο Γκουλντ φοβόταν υπερβολικά το κρύο και συνήθιζε για αυτό το λόγο να φορά ζεστά ρούχα ακόμα και σε θερμά μέρη. Επιπλέον, φοβόταν τις μολύνσεις και τις ασθένειες, έπαιρνε πολλά φάρμακα κάθε είδους και συχνά αισθανόταν πως ήταν άρρωστος, αρκετές φορές χωρίς λόγο.
Ο ίδιος έλεγε για την διαφορετικότητά του: «Δεν πιστεύω πως ο τρόπος ζωής μου έχει ομοιότητες με εκείνον των περισσότερων ανθρώπων και είμαι ευτυχής για αυτό. Ο τρόπος ζωής και το έργο μου έχουν γίνει ένα. Αν αυτό είναι εκκεντρικότητα, τότε είμαι εκκεντρικός».
Δε θεωρούσε τον εαυτό του «αντικοινωνικό», όπως τον κατηγορούσαν ορισμένοι. Απλώς, τον διέκρινε, όπως είχε δηλώσει, μια «αυτοπειθαρχία υπό τη μορφή απομόνωσης από την κοινωνία», που όπως πίστευε ήταν απαραίτητη σε κάθε καλλιτέχνη ο οποίος επιδίωκε «να χρησιμοποιήσει το μυαλό του για δημιουργικούς σκοπούς».
Χιούμορ
Ωστόσο, πέρα από τις εκκεντρικότητες, ο Γκουλντ ήταν ένα άτομο που διέθετε εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ. Συνήθιζε να κάνει μιμήσεις και μεταμφιέσεις, υποδυόμενος μπροστά στην κινηματογραφική κάμερα διάφορους κωμικούς τύπους που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, όπως ο, βασισμένος σ’ έναν τύπο ταξιτζή, Νεοϋορκέζος κριτικός «Theodore Slutz», ή ο Καναδός πυγμάχος «Domenico Pastrano».
Αλλά και στα γραπτά του ή στις συνεντεύξεις του συχνά γινόταν ιδιαίτερα καυστικός, σαρκαστικός και αυτο-σαρκαστικός, διανθίζοντας το λόγο του με ευρηματικά αστεία, ακόμη κι όταν πραγματευόταν σοβαρά θέματα, όπως λ.χ. η παρουσίαση των απόψεών του για τη μουσική του Μότσαρτ.
Βραβεύσεις και αναγνώριση
Ο Γκλεν Γκουλντ βραβεύτηκε και τιμήθηκε αρκετές φορές, στη διάρκεια της ζωής του αλλά και μετά θάνατον. Απέσπασε συνολικά πέντε Βραβεία Γκράμι. Το 1982, δυο Βραβεία (καλύτερης κλασικής ερμηνείας σολίστα και καλύτερου κλασικού άλμπουμ) για τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ (ηχογρ. 1981). Το 1983, Βραβείο (καλύτερης κλασικής ερμηνείας σολίστα) για τις Σονάτες για πιάνο αρ. 12 και 13 του Μπετόβεν.
Είχε προηγηθεί, το 1974, το μοναδικό Γκράμι που του απονεμήθηκε όσο ζούσε, όχι όμως ως μουσικού, αλλά ως συγγραφέα, για τη σύνταξη του κειμένου «Hindemith: will his time come? Again?» που ήταν τυπωμένο στο οπισθόφυλλο του δίσκου με τις σονάτες του συνθέτη. Το 2013 του απονεμήθηκε το Βραβείο για το Σύνολο της Προσφοράς του, το οποίο παρέλαβε εκ μέρους του ο δημοσιογράφος και φίλος του Γκουλντ, Τιμ Πέιτζ.
Το 1964 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Το 1983 εισήλθε στον κατάλογο των μουσικών του Canadian Music Hall of Fame. Προς τιμήν του συστάθηκε το Ίδρυμα Γκλεν Γκουλντ (Glenn Gould Foundation), το οποίο έχει καθιερώσει την απονομή του Βραβείου Γκλεν Γκουλντ ανά τρία έτη, σε κάθε αυτόνομο μουσικό που έχει κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση μέσα από τη συνεισφορά του στη μουσική.
Εξέδιδε, επιπλέον, από το 1995 έως το 2008 την περιοδική έκδοση Glenn Gould (κυκλοφόρησαν συνολικά 24 τεύχη) με πληροφορίες, αναλύσεις και μελέτες για τον Καναδό πιανίστα και το έργο του, αλλά και κείμενα του ίδιου του Γκουλντ.
Μετά το θάνατό του, πολλοί καλλιτέχνες, όπως συγγραφείς, χορογράφοι και γλύπτες, επηρεάστηκαν στο έργο τους από την προσωπικότητά του, ενώ συνθέτες του αφιέρωσαν έργα τους. Από τους τελευταίους ξεχωρίζει ο Ελληνο-Καναδός Χρήστος Χατζής (Christos Hatzis) με τη σύνθεση Τhe Go(u)ldberg Variations (1992).
Μια ηχογράφηση του Γκούλντ, από το Καλοσυγκεραμένο Κλειδοκύμβαλο, συμπεριελήφθη από τη NASA στα αποσπάσμαστα μουσικής που ταξιδεύουν στο εξώτερο διάστημα, μαζί με τα υπόλοιπα τεκμήρια από τη ζωή στη Γη και τον ανθρώπινο πολιτισμό, πάνω στα διαστημόπλοια Βόγιατζερ.
Περισσότερα για τη ζωή του και το έργο του ΕΔΩ