Η σημασία των ιταλικών εκλογών είναι καθοριστική για ολόκληρη την ΕΕ. Όχι μόνο διότι η Ιταλία είναι η τρίτη ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά κυρίως γιατί μετά την Γερμανία και την Γαλλία θα εδραιωθεί στον Ευρωπαϊκό χώρο το μοντέλο πολυκομματικών συνεργασιών χωρίς ταμπού που μπορεί να ξαναβάλει στο παιχνίδι τα άκρα. Η Ιταλία ανέπτυξε βέβαια την ικανότητα η διοίκηση και η οικονομία της να λειτουργούν ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σταθερής κυβέρνησης λόγω της πολυδιάσπασης του πολιτικού σκηνικού μετά το τέλος του φασισμού με το Μουσολίνι.
του Δρ. Ευριπίδη Στ. Στυλιανίδη*
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας της το 1946 άλλαξε μέχρι σήμερα 67 κυβερνήσεις συνεργασίας με πρωταγωνιστή τον Αλτσίνε Ντε Γκάσπερι με 8 θητείες ως πρωθυπουργού που βασίστηκε στη συνεργασία 4 κομμάτων. Το 2006 μάλιστα ο Ρομάνο Πρόντι επέτυχε μια εύθραυστη κυβέρνηση που στηρίχθηκε σε 14 διαφορετικά κόμματα.
Στις επικείμενες εκλογές στις 25 Σεπτεμβρίου που προκλήθηκαν μετά την παραίτηση Ντράγκι παρά την προσπάθεια αποτροπής του Προέδρου Ματαρέλα προστίθενται και κάποια νέα δεδομένα που διαμορφώθηκαν μετά την τελευταία Συνταγματική Αναθεώρηση. Οι Βουλευτές μειώνονται από 630 σε 400 και οι Γερουσιαστές από 315 σε 200, κάτι που ενισχύει τον πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ κομμάτων και υποψηφίων. Το παράδοξο σε σχέση με το εκλογικό σώμα είναι, ότι ενώ το δικαίωμα ψήφου δίδεται στα 25, το όριο εκλέγεσθαι για τη Βουλή έχει πέσει στα 18 έτη και για τη Γερουσία στα 40.
Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο το 61% των εδρών κατανέμεται αναλογικά, το 37% των εδρών πλειοψηφικά, ενώ 2%των εδρών καλύπτεται από την ομογένεια του εξωτερικού. Η συμμετοχή του λαού είναι συνήθως αυξημένη διότι οι Ιταλοί είναι έντονα πολιτικοποιημένοι. Για παράδειγμα το 2008 συμμετείχε το 80%, το 2013 το 75% και το 2018 το 73%.
Η διαφοροποίηση του πολυκομματικού ιταλικού συστήματος από το Ελληνικό, όπου σταθερά ακόμα και κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 2019 αντιπαρατίθεται η αρχή της κυβερνητικής σταθερότητας με αυτή της πλήρους αναλογικής εκπροσώπησης, είναι ότι τα ιταλικά κόμματα επιδιώκουν κατά κανόνα τις μετεκλογικές προγραμματικές συγκλίσεις και συνεργασίες, ενώ τα μεγάλα ελληνικά κόμματα κατά το παρελθόν επιδίωκαν την εσωτερική σύνθεση διαφορετικών τάσεων κάτω από ένα ανεκτικό αρχηγικό μοντέλο που σέβεται όμως και τη διαφορετική αντίληψη. Αυτό το είδαμε κατά το παρελθόν να λειτουργεί στη Νέα Δημοκρατία, στο ΠΑΣΟΚ αλλά και στο ΣΥΡΙΖΑ. Η τάση αυτή άρχισε να αντιστρέφεται μετά την οικονομική κρίση του 2010, οπότε εμφανίστηκαν και στην Ελλάδα περισσότερα κόμματα σε όλο το φάσμα από την Άκρα Δεξιά ως την Άκρα Αριστερά που οδήγησαν σε ad hoc συνεργασίες που κατά το παρελθόν θα φαινόντουσαν παράδοξες, όπως η Κυβέρνηση Σαμαρά/ΝΔ και Βενιζέλου/ΠΑΣΟΚ ή Τσίπρα/ΣΥΡΙΖΑ και Καμμένου/ΑΝΕΛ.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των επικείμενων ιταλικών εκλογών παραμένει η πολυδιάσπαση του πολιτικού σκηνικού, σε αυτό όμως προστίθεται επιβαρυντικά και κατ’ αναλογία με την υπόλοιπη Ευρώπη η ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος και η στροφή προς την Ακροδεξιά ή την Ακροαριστερά. Νέος πρωταγωνιστής είναι η αρχηγός του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας η Τζωρτζίνα Μιλόνι, η πρώην Υπουργός νεολαίας του Μπερλουσκόνι η οποία εμφανίζει μια διαφοροποιημένη συντηρητική ρητορική ( Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια) την οποία η Αριστερά χαρακτηρίζει ακροδεξιά διότι ενυπάρχουν στο κόμμα της και τέτοια στοιχεία. Η Μιλόνι διαφοροποιείται σε κοινωνικά θέματα και σε θέματα δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ κλπ. και καταγράφει δημοσκοπικά το μεγαλύτερο ποσοστό 23,6% εμφανιζόμενη και ως η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που διεκδικεί κεντρικό πολιτικό ρόλο. Ακολουθεί η Δημοκρατική Κεντροαριστερά με 23,4% που επικαλείται το φόβο της κυριαρχίας της Ακροδεξιάς και καταγγέλλει ρωσική εμπλοκή στις ιταλικές εκλογές, κάτι που όμως δεν επιβεβαιώνεται από τις ΗΠΑ. Η Λεγκα του Βορρά καταγράφει 12,3% και η παραδοσιακή Κεντροδεξιά με τη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι 7,3% διεκδικώντας θεσμικό ρόλο για τον Καβαλιέρε. Το κίνημα των 5 αστέρων μετρά 10,7%, ενώ το Κεντρώο κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Ρέντζι μόλις 5,1%. Το ίδιο και οι Αριστερά-Πράσινοι μόνο 3,4%. Είναι σαφές ότι προωθείται μια εκτεταμένη συνεργασία Κεντροδεξιάς και Ακροδεξιάς με πρωταγωνιστές τους Μιλόνι, Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι.
Σε αυτή την επικείμενη συνεργασία που έρχεται ως συνέπεια μιας συστηματικής διεθνούς προσπάθειας να απαξιωθούν τα παραδοσιακά μετριοπαθή κόμματα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς η ευχή όλων είναι να κυριαρχήσουν εσωτερικά οι μετριοπαθείς δυνάμεις της λογικής και της ευθύνης και όχι οι ακραίες δυνάμεις του ακτιβισμού της δεξιάς η της αριστεράς, ώστε να μπορέσει η Ευρώπη να ξαναβρεί το βηματισμό της και να επαναπροσδιορισει τον αξιακό της κώδικα που δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση σε δυσαρμονία με τους λαούς και την ζώσα κοινωνία.
Οι εξελίξεις παντού καθιστούν εκ νέου επίκαιρη τη ρήση του Μάνου Χατζηδάκη ότι «Ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός είναι οι δύο εξίσου επικίνδυνες απειλές κατά της πραγματικής δημοκρατίας»
*Βουλευτή Ροδόπης, Προέδρου της Ελληνοϊταλικής Επιτροπής Φιλίας του Ελληνικού Κοινοβουλίου, Αν. Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου