Ο Ζαν Πιαζέ (9 Αυγούστου 1896 – 16 Σεπτεμβρίου 1980) ήταν Ελβετός φιλόσοφος, φυσικός επιστήμονας και ψυχολόγος, ιδιαίτερα γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τα παιδιά, την θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης (αγγλικά: Τheory of cognitive development) και για την επιστημολογική του άποψη γνωστή και ως γενετική επιστημολογία.
Φωτογραφία: CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=717019
Η σημαντικότερη συμβολή του θεωρείται η στρουκτουραλιστική κατασκευή των σταδίων της γνωστικής ανάπτυξης του ανθρώπου, ενώ όσον αφορά τη θεωρία της μάθησης υποστήριξε την εμπειριστική πρόσκτηση γνώσης μέσω της εμπειρίας, της παρατήρησης και τέλος της αφαίρεσης.
Γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου του 1896 στο Νεσατέλ (Neuchâtel) της Ελβετίας όπου και μεγάλωσε. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Αρτύρ Πιαζέ, πανεπιστημιακού καθηγητή Λογοτεχνίας, και της Ρεμπέκα Τζάκσον. Η αρχή της επιστημονικής του δραστηριότητας τοποθετείται στην ηλικία των 11 ετών, όταν ως μαθητής, έγραψε τις πρώτες του παρατηρήσεις για ένα σπουργίτι.
Το ενδιαφέρον του για την έρευνα και της φυσικές επιστήμες συνεχίστηκε και ως αντικείμενο σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Νεσατέλ, όπου απέκτησε και το διδακτορικό του. Οι πρώτες του μελέτες για την γνωστική ανάπτυξη ξεκίνησαν στο École de la rue de la Grange-aux-Belles της Γαλλίας. Σ’ αυτό το πεδίο επικεντρώθηκε κυρίως το ερευνητικό του έργο. Το 1921 διετέλεσε διευθυντής σπουδών στο Ινστιτούτο Ρουσσώ στην Γενεύη της Ελβετίας.
Με αντικείμενο την κοινωνιολογία,την ψυχολογία, την γενετική και πειραματική ψυχολογία, δίδαξε σε πολλά από τα Πανεπιστήμια της Ελβετίας αλλά και στην Σορβόννη της Γαλλίας. Το 1955 ίδρυσε το Παγκόσμιο Κέντρο Γενετικής Επιστημολογίας, που ήταν και διευθυντής μέχρι τον θάνατό του. Πέθανε στην Γενεύη 16 Σεπτεμβρίου του 1980.
Θεωρήθηκε όχι μόνον ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς και ερευνητές στον κλάδο της Ψυχολογίας, αλλά και ο τέταρτος από εκείνους που άσκησαν την μεγαλύτερη επιρροή με το έργο τους.
Ιστορία
Ο Harry Beilin (Χάρι Μπέϊλιν) περιέγραψε το θεωρητικό ερευνητικό πρόγραμμα του Ζαν Πιαζέ να περιέχει τέσσερις φάσεις.
– το κοινωνιολογικό μοντέλο της ανάπτυξης,
– το βιολογικό μοντέλο της διανοητικής ανάπτυξης,
– την επεξεργασία του λογικού μοντέλου της διανοητικής ανάπτυξης,
– τη μελέτη της παραστατικής σκέψης.
Το θεωρητικό πλαίσιο είναι αρκετά διαφορετικό από όλους τους άλλους που έχουν χαρακτηριστεί ως εκπρόσωποι των διαφόρων θεωριών του Πιαζέ. Πιο πρόσφατα, ο Jeremy Burman (Τζέρεμι Μπέρμαν) απάντησε στον Μπέϊλιν και πρόσθεσε μια φάση προτού στραφεί στην ψυχολογία: «τον πρώιμο Πιαζέ».
Πρώιμη Φάση: Ο Πιαζέ πριν την Ψυχολογία
Προτού ο Πιαζέ γίνει ψυχολόγος, εκπαιδευόταν στο αντικείμενο της φυσικής ιστορίας και της φιλοσοφίας. Παρέλαβε το διδακτορικό του το 1918 από το Πανεπιστήμιο της Neuchatel (Νεσατέλ). Ανέλαβε τότε μετα-διδακτορικές σπουδές στη Ζυρίχη (1918-1919) και στο Παρίσι (1919-1921). Ο θεωρητικός που αναγνωρίζουμε σήμερα, αναδείχθηκε μόνο όταν μετακόμισε στη Γενεύη, για να εργαστεί για τον Édouard Claparede (Έντουαρντ Κλαπαρέντ) ως διευθυντής έρευνας στο Ινστιτούτο Ρουσσώ, το 1922.
Πρώτη Φάση: Το Κοινωνιολογικό Μοντέλο της Ανάπτυξης
Ο Πιαζέ εξελίχθηκε σε ψυχολόγο στη δεκαετία του 1920. Διερεύνησε την κρυφή πλευρά του παιδικού μυαλού. Ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά μετακινούνται από τη θέση του εγωκεντρισμού (egocentrism) στον κοινωνιοκεντρισμό (sociocentrism). Προς εξήγηση, συνδύασε τη χρήση ψυχολογικών κλινικών μεθόδων για να δημιουργήσει αυτό που ονόμασε ημικλινική (semiclinical) συνέντευξη. Ξεκίνησε τη συνέντευξη ζητώντας από τα παιδιά τυποποιημένες ερωτήσεις, και ανάλογα με τις απαντήσεις τους , έκανε μια σειρά μη τυποποιημένων ερωτήσεων. Ο Πιαζέ αναζητούσε αυτό που ονόμασε «αυθόρμητη απόφαση» («spontaneous conviction»), έτσι οι ερωτήσεις που ζητούσε από τα παιδιά να μην είναι ούτε αναμενόμενες ούτε προβλέψιμες.
Στις έρευνές του, παρατήρησε ότι υπήρχε μια σταδιακή εξέλιξη από διαισθητικές σε επιστημονικές και κοινωνικά αποδεκτές απαντήσεις.Υποστήριξε ότι τα παιδιά το έκαναν αυτό εξαιτίας της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της πρόκλησης των ιδεών μικρότερων παιδιών, ιδέες παιδιών που βρίσκονταν σε πιο προχωρημένο επίπεδο. Το έργο αυτό χρησιμοποιήθηκε και από τον Elton Mayo (Έλτον Μάγιο). Όσον αφορά τον Πιαζέ, αυτό του επιφύλαξε ένα τιμητικό διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1936.
Δεύτερη Φάση: Το Αισθησιοκινητικό/Προσαρμοστικό Μοντέλο της Πνευματικής Ανάπτυξης
Σε αυτό το στάδιο ο Πιαζέ περιέγραψε τη νοημοσύνη να είχε δύο στενά μεταξύ της μέρη. Το πρώτο μέρος, το οποίο ανήκε στο πρώτο στάδιο, ήταν το περιεχόμενο της σκέψης των παιδιών. Το δεύτερο μέρος ήταν η διαδικασία της διανοητικής δραστηριότητας. Πίστευε ότι αυτή η διαδικασία της σκέψης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επέκταση της βιολογικής διαδικασίας της προσαρμογής. Η προσαρμογή χωρίζεται σε δύο κομμάτια: την αφομοίωση και τη συμμόρφωση.
Για να ελέγξει τη θεωρία του, ο Πιαζέ παρατήρησε τις συνήθειες των δικών του παιδιών. Υποστήριξε ότι τα βρέφη συμμετέχουν σε μια πράξη αφομοίωσης όταν πιπιλίζουν ό,τι βρίσκεται στην κοντινή τους περιοχή. Υποστήριξε πως τα βρέφη μετατρέπουν όλα τα αντικείμενα σε ένα αντικείμενο θηλασμού. Τα παιδιά αφομοίωναν τα αντικείμενα έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις δικές τους νοητικές δομές. Τότε ο Πιαζέ έκανε την υπόθεση ότι κάθε φορά που κάποιος διαμορφώνει τον κόσμο για να ανταποκρίνεται στις ατομικές του ανάγκες, βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο να τον αφομοιώνει.
Ο Πιαζέ παρατήρησε ακόμα ότι τα παιδιά του όχι μόνο αφομοίωναν αντικείμενα με σκοπό να ταιριάζουν στις ανάγκες τους αλλά και μετέτρεπαν ορισμένες από τις ψυχικές τους δομές προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Αυτό είναι το δεύτερο μέρος της προσαρμογής, γνωστό και ως συμμόρφωση. Εν αρχή, τα βρέφη ασκούν κατά κύριο λόγο αντανακλαστικές αντιδράσεις όπως το πιπίλισμα, αλλά σε μικρό χρονικό διάστημα επιλέγουν πραγματικά αντικείμενα να τοποθετήσουν στο στόμα τους. Δρώντας έτσι αλλάζουν την αντανακλαστική τους απάντηση για να συμμορφώσουν αντικείμενα του εξωτερικού περιβάλλοντος σε αντανακλαστικές δράσεις. Επειδή αυτά τα δύο έρχονται συνήθως σε σύγκρουση, θα τα ωθήσουν σε πνευματική ανάπτυξη. Η επιτακτική ανάγκη εξισορρόπησης των δύο, προκαλεί πνευματική ανάπτυξη.
Τρίτη Φάση: Η Επεξεργασία του Λογικού Μοντέλου της Πνευματικής Ανάπτυξης
Στο τρίτο μοντέλο, ο Πιαζέ υποστήριξε την ιδέα ότι η νοημοσύνη αναπτύσσεται σε μια σειρά από στάδια τα οποία σχετίζονται με την ηλικία και είναι προοδευτικά, επειδή το ένα στάδιο πρέπει να ολοκληρωθεί προτού επέλθει το επόμενο. Για κάθε στάδιο ανάπτυξης το παιδί σχηματίζει μια άποψη για την πραγματικότητα στη συγκεκριμένη ηλικιακή περίοδο στην οποία βρίσκεται. Στο επόμενο στάδιο το παιδί πρέπει να διατηρήσει το προηγούμενο επίπεδο των ψυχικών ικανοτήτων, για να ανοικοδομήσει έννοιες.
Ο Πιαζέ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πνευματική ανάπτυξη είναι μια ανοδική επεκτεινόμενη σπείρα, στην οποία τα παιδιά πρέπει συνεχώς να τροποποιούν τις ιδέες που είχαν σχηματίσει στο προηγούμενο στάδιο και να τις αντικαθιστούν με νέες υψηλότερες έννοιες που απαιτούνται στο επόμενο επίπεδο. Είναι κυρίως το τρίτο θεώρημα του Πιαζέ το οποίο ενσωματώθηκε στην αμερικανική ψυχολογία καθώς οι ιδέες του ανακαλύφθηκαν κατά κάποιο τρόπο ξανά τη δεκαετία του 1960.
Τέταρτη Φάση: Η Μελέτη της Παραστατικής Σκέψης
Ο Πιαζέ μελέτησε τομείς της νοημοσύνης όπως η αντίληψη και η μνήμη που δεν είναι απολύτως λογικές. Οι λογικές έννοιες περιγράφονται ως πλήρως αναστρέψιμες επειδή μπορούν πάντα να επιστρέψουν στην αφετηρία. Η αντιληπτική σύλληψη που μελέτησε δεν θα μπορούσε να παραποιηθεί.
Για να περιγράψει την παραστατική διαδικασία χρησιμοποιεί εικόνες ως παραδείγματα. Οι εικόνες δεν μπορούν να χωριστούν, επειδή τα περιγράμματα δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν από τις μορφές που έχουν σκιαγραφηθεί. Η μνήμη λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι εικόνες. Ποτέ δεν είναι εντελώς αναστρέψιμη. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής περιόδου του έργου του, ο Πιαζέ δημοσίευσε βιβλία περί μνήμης, αντίληψης και μάθησης.
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ