Από τον
Σωτήρη Λέτσιο
Oι θηριωδίες και οι ωμότητες που διέπραξαν οι ορδές των Τούρκων στη Σμύρνη και στα παράλια της Μικρασίας πιθανόν να μην είχαν καταγραφεί και να μην είχαν γίνει γνωστές στον υπόλοιπο κόσμο εάν δεν υπήρχαν κάποιες προσωπικότητες οι οποίες συνέβαλαν με το έργο τους, ώστε να ενημερωθεί και να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη για μία από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες του 20ού αιώνα. Μία από αυτές τις προσωπικότητες είναι η Αμερικανίδα γιατρός Εστερ Λάβτζοϊ (1869-1967), η οποία έζησε από κοντά τα τραγικά γεγονότα στη Σμύρνη, τον Σεπτέμβριο του 1922.
Μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Λάβτζοϊ βοήθησε στην ίδρυση της Υπηρεσίας Νοσοκομείων Γυναικών των ΗΠΑ (AWHS), η οποία δημιουργήθηκε προκειμένου να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια σε εκτοπισμένους και τραυματίες του πολέμου. Τις αναμνήσεις της από την Καταστροφή της Σμύρνης και τα εγκλήματα εις βάρος των Ελλήνων συγκέντρωσε σε ένα βιβλίο που συνέγραψε η ίδια, ενώ τις εμπειρίες της περιέγραψε και σε άρθρα της στην εφημερίδα «New York Times».
Στα τέλη Αυγούστου του 1922, η Λάβτζοϊ βρισκόταν στη Γενεύη, παρακολουθώντας τις εργασίες ενός συνεδρίου, όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα στη Σμύρνη. Μαζί με άλλους γιατρούς και νοσοκόμους συγκρότησαν μια ομάδα, η οποία έφτασε έπειτα από μερικές ημέρες στη φλεγόμενη Σμύρνη. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στην πολύπαθη πόλη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια τραγωδία, που δεν μπορούσε να χωρέσει ανθρώπινος νους. Στα αποσπάσματα που ακολουθούν η Λάβτζοϊ περιγράφει με συγκλονιστική αμεσότητα όσα είδε μπροστά στα μάτια της. Γεγονότα που αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός εγκλήματος, για το οποίο δεν έχει ακόμη αποδοθεί δικαιοσύνη.
«Πάνω από 1.000.000 χριστιανοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά, εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους στη Μικρά Ασία. Χωρισμένοι από τους συζύγους και τους γιους τους, σωριασμένοι στα δύσοσμα και βρομερά αμπάρια των φορτηγών πλοίων, χωρίς φαγητό και νερό, αυτά τα φτωχά πλάσματα άφησαν τη γη των πατέρων τους, μια χώρα στην οποία ρέει γάλα, μέλι και λάδι (…). Οι πρόσφυγες αυτοί βρήκαν κλειστές τις πόρτες των ισχυρών εθνών, που κατά τ’ άλλα θεωρούνται χριστιανικά. Μόνο μια χώρα τούς άφησε να πατήσουν στο έδαφος, και αυτή ήταν η φτωχή και μικρή Ελλάδα» υπογραμμίζει η Λάβτζοϊ. Η αφοσιωμένη στη θεραπεία του ανθρώπινου πόνου Λάβτζοϊ παρέμεινε στη Σμύρνη από τις 24 έως και τις 30 Σεπτεμβρίου. Δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να μετακινείται -με κίνδυνο της ζωής της- από το ένα σημείο της πόλης στο άλλο, πασχίζοντας να σώσει όσους περισσότερους ανθρώπους ήταν δυνατόν.
«Το θέαμα παντού ήταν σοκαριστικό. Η καρδιά της πόλης ήταν ένα ερείπιο, παραδομένο στη φωτιά» γράφει η ίδια και συνεχίζει την αφήγησή της: «Ημέρα και νύχτα τα γυναικόπαιδα ανέμεναν απεγνωσμένα την άφιξη των πλοίων. Την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου ήρθαν οκτώ πλοία (…). Τη Δευτέρα έφτασε μόνο ένα πλοίο και ο κόσμος ήταν σε απόγνωση. Εκείνο το βράδυ, στις 25 Σεπτεμβρίου, βγήκα στο μπαλκόνι του Αρχηγείου Αρωγής με μια νεαρή χριστιανή και κοίταξα τη μάζα των τραγικών προσώπων. Ακούστηκε ένα περίεργο μουρμουρητό, βγαλμένο από τα στόματα των ανθρώπων που πηγαινοέρχονταν στην προκυμαία. Ήταν ένας πένθιμος ήχος, που έμοιαζε με το παράπονο της θάλασσας ή τον αναστεναγμό του ανέμου στο δάσος. Δεν ήξερα τι σήμαινε και ρώτησα αυτή τη χριστιανή κοπέλα: ”Προσεύχονται για να έρθουν τα πλοία” μου απάντησε».
Τους υπαιτίους για την καταστροφή του Ελληνισμού της Μικρασίας η Λάβτζοϊ τους κατονόμασε -προς τιμήν της- ευθαρσώς, χωρίς διόλου να αμφιταλαντευτεί: «Όσα διαδραματίστηκαν ήταν μια παρωδία, με ευθύνη της διεθνούς κοινότητας. Τα χριστιανικά έθνη με τον τρόπο που ενήργησαν κατέστησαν αναπόφευκτο το ολοκαύτωμα των Ελλήνων. Ενίσχυσαν στρατιωτικά τον Μουσταφά Κεμάλ στην εκστρατεία του κατά των Ελλήνων. Του έδωσαν όπλα, αεροπλάνα και όλα τα απαραίτητα εφόδια, προκειμένου να είναι η αναμέτρηση νικηφόρα για τους Τούρκους. Η Καταστροφή της Σμύρνης είναι η πιο κολοσσιαία θηριωδία που έχει διαπραχθεί ποτέ. Στην ιστορία των Μαρτύρων του χριστιανισμού δεν υπάρχει τίποτα που να ισοδυναμεί με αυτήν την τραγωδία».
Πέραν των υπόλοιπων καθηκόντων της, η Λάβτζοϊ είχε αναλάβει να φροντίζει τις εγκύους και να τις επιβιβάζει στα πλοία πριν αυτές γεννήσουν. Η αφήγησή της είναι συγκλονιστική και σε αυτό το σημείο. «Πολλές έγκυοι, εξαιτίας των δραματικών στιγμών που ζούσαν εκείνες τις στιγμές, επέσπευσαν τον τοκετό τους. Πολλά παιδιά γεννήθηκαν στην προκυμαία και στην προβλήτα. Είναι περισσότερες από 100 εκείνες οι γυναίκες που γέννησαν στην προκυμαία τα μωρά τους, ενώ σε πολλές από αυτές τις γεννήσεις ήμουν παρούσα. Οι γυναίκες στάθηκαν, έχοντας το σώμα τους μέσα στο νερό έως τη μέση και προσπαθούσαν, σηκώνοντας ψηλά τα μωρά τους, να τα σώσουν από τον πνιγμό. Μερικά από τα βρέφη πέθαναν μέσα σε λίγες μόνο ώρες από τη στιγμή της γέννησής τους, αλλά οι μητέρες τους συνέχισαν να τα κρατούν σφιχτά στις αγκαλιές τους και να θρηνούν κλαίγοντας.
Σαν να μην ήθελαν να πιστέψουν ότι αυτά δεν ζούσαν πια (…). Στις διαφορετικές πύλες, κατά μήκος της προβλήτας, οι οικογένειες χωρίστηκαν. Πολλές από τις γυναίκες που πάσχιζαν να περάσουν από τις πύλες έχασαν τα παπούτσια τους και τα ρούχα τους σκίστηκαν. Πολλά παιδιά χάθηκαν, ενώ από παντού ακούγονταν οι σπαρακτικές φωνές των μητέρων τους που τα αναζητούσαν. Και αφού δεν βρέθηκαν μεταξύ τους, αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν σε διαφορετικά πλοία και να αποπλεύσουν για διαφορετικά μέρη. Στην προβλήτα υπήρχαν παντού γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια και όσοι δεν είχαν παπούτσια έφτασαν στα πλοία με τα πόδια τους να αιμορραγούν» τονίζει.