Ήταν Σάββατο 30 Αυγούστου του 1922 (9/9 με το παλιό ημερολόγιο) όταν ο τουρκικός στρατός μπήκε στη Σμύρνη. Λίγες ώρες αργότερα ακολούθησαν οι άτακτοι.
Μια μέρα σαν σήμερα, Κυριακή 31 Αυγούστου (10/9) ξέσπασε ο όλεθρος στην αρμενική συνοικία, με σφαγές, φωτιές, λεηλασίες και βιασμούς. Ήταν η αρχή του δραματικού τέλους της ωραίας Σμύρνης.
Στο βιβλίο της «Σμύρνη 1922» (εκδόσεις Δήλος) η Μάρτζορι Χάουσπλαν Ντόπκιν περιγράφει τις αλλόφρονες αντιδράσεις του πλήθους και τις φρικαλεότητες των Τούρκων: «Επί πολλές ημέρες, σημάδια στην αρμενική συνοικία έδειχναν ότι οι Τούρκοι προετοίμαζαν την πυρπόληση της. Σήμερα είδα με τα μάτια μου τους Τούρκους να μεταφέρουν βόμβες, μπαρούτι, κηροζίνη και όλα τα απαραίτητα για να βάλουν φωτιές με κάρα εδώ και εκεί, μέσα από τους δρόμους, έγραφε στο ημερολόγιο του ο αιδεσιμότατος Αβραάμ Χαρτουνιάν.
»Κρατημένες από τα χέρια, στριφογυρίζοντας μέσα στους φλεγόμενους δρόμους, οι οικογένειες των Αρμενίων βγήκαν τελικά στην προκυμαία. Τι σκηνή κόλασης! Η προκυμαία ξεχείλιζε από ανθρώπους από τη μία άκρη ως την άλλη. Εξαντλημένοι, νικημένοι χλωμοί, τρομοκρατημένοι, απελπισμένοι. Η θάλασσα από τη μία μεριά, οι φλόγες από την άλλη. Η φωτιά είχε εξαπλωθεί τόσο γρήγορα και είχε γίνει τόσο ορμητική που κατάπινε τα πάντα στο πέρασμα της και προχωρούσε βρυχώμενη. Σε λίγη ώρα τα υπέροχα κτίρια στην προκυμαία θα λαμπάδιαζαν»…
Έσταζε αίμα το γιαταγάνι…
»Όλα τα σπίτια που μπήκα, είδα πτώματα, είχε πει ο λοχίας Τσορμπατζής. Σε ένα σπίτι, ακολούθησα μία ματωμένη γραμμή που με οδήγησε σε ένα ντουλάπι. Η περιέργεια μου, με έκανε να ανοίξω αυτό το ντουλάπι και μου σηκώθηκαν οι τρίχες. Μέσα βρισκόταν το γυμνό σώμα ενός κοριτσιού με τα στήθη κομμένα! Σε ένα άλλο σπίτι, ένα κορίτσι κρεμόταν από μία λεμονιά στην αυλή. Υπήρχαν ένα σωρό οπλισμένοι στρατιώτες που κυκλοφορούσαν. Ένας από αυτούς μπήκε εκεί που κρυβόταν μία αρμενική οικογένεια και τους έσφαξε όλους. Όταν βγήκε έξω, το γιαταγάνι του έσταζε αίμα. Το καθάρισε πάνω στις μπότες και τις περικνημίδες του.
»Σε ένα δρόμο είδα έναν άνδρα περίπου 45 ή 50 χρονών. Οι Τούρκοι τον είχαν τυφλώσει, του είχαν κόψει τη μύτη και τον είχαν αφήσει στους δρόμους. Φώναζε στα Τουρκικά: Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να με πυροβολήσει για να μην καώ στη φωτιά;».
Τις επόμενες ημέρες η προσφυγική κρίση απλώθηκε σαν καταιγίδα· μιαν συμφορά τύλιξε τη Σμύρνη. Οι γέροι, οι νέοι, οι άρρωστοι, όλοι ήταν παγιδευμένοι ανάμεσα στη φονική φωτιά και τη θάλασσα. Στο μεταξύ, οι τουρκικές δυνάμεις επιδίδονταν σε κτηνωδίες υπό το «ουδέτερο» βλέμμα των Συμμάχων. Και η καταστροφή μόλις είχε αρχίσει…
Απο το ethnos.gr