Το Κοσσυφοπέδιο ως νομική-πολιτική οντότητα είναι αναγνωρισμένη χώρα σχεδόν από το ήμισυ του διεθνούς συστήματος, συγκεκριμένα από 119 χώρες (στοιχεία [3*] έως τον Ιούλιο 2022).
Ευρωπαϊκές όμως χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Κύπρος και η Ρουμανία, όλες οι χώρες BRICS, με ελάχιστες εξαιρέσεις -Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική-, η Λατινική Αμερική -συμπεριλαμβανομένου του Μεξικού-, οι περισσότερες χώρες της ανατολικής Ασίας και σημαντικές μουσουλμανικές χώρες, όπως η Αλγερία, η Τυνησία, η Ιορδανία, το Ιράν, το Ιράκ, το Ομάν και η Ινδονησία, δεν αναγνωρίζουν το Κόσοβο ως κράτος, δηλαδή σαν ανεξάρτητη και κυρίαρχη, διεθνή, πολιτική οντότητα. Επιπλέον, δε, ας έχουμε υπόψη ότι έως σήμερα περισσότερες από 20 χώρες απέσυραν την προηγούμενη αναγνώρισή τους.
Η Ε.Ε. θεωρεί την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία ως προϋπόθεση για την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. Ωστόσο, το Βελιγράδι εξακολουθεί να επιμένει ότι δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει την πρώην επαρχία του, την οποία μάλιστα αποκαλεί «Κοσσυφοπέδιο και Μετόχια».
Το ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης νεοσύστατων κρατικών υποκειμένων κατ’ εξοχήν συνδέεται με το ζήτημα των μειονοτικών διεκδικήσεων σε ένα κράτος (εν προκειμένω του Κοσόβου), και υπό αυτήν την έννοια ακολουθεί σε βαθμό δυσκολίας το κορυφαίο και άκρως επαμφοτερίζον θέμα των μειονοτήτων στο διεθνές σύστημα.
Χωρίς αμφιβολία, η νομική, κοινωνική και πολιτισμική και άρα η ευρύτερη συνθετική γεωπολιτική διαχείριση των μειονοτικών ζητημάτων κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι, τόσο για τις εμπλεκόμενες Αρχές των δύο κρατών όσο και για τους τρίτους.
Μάλιστα, απαντώντας πρόσφατα (4*) σε ερώτηση ευρωβουλευτή σχετικά με το τι θα γίνει όσον αφορά την άρνηση του Κοσσυφοπεδίου να δημιουργήσει μια κοινότητα σερβικών δήμων, ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας Josep Borrell υπογράμμισε ότι η Ε.Ε. επιμένει να ενθαρρύνει την Πρίστινα να δημιουργήσει μια κοινότητα σερβικών δήμων, σύμφωνα με τη συμφωνία των Βρυξελλών του 2013, αλλά ότι δεν μπορεί να «αναγκάσει» το Κοσσυφοπέδιο να το πράξει.
Από διεθνοδικαιικής και ευρύτερης γεωπολιτικής οπτικής το ζήτημα της αναγνώρισης ή μη του Κοσόβου ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτος παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες, που αξίζει να σημειωθούν.
Πολλώ δε μάλλον να αξιολογηθούν και να σταθμιστούν ανάλογα σε μια ευρύτερη προβληματική στο πλαίσιο της αναγκαίας γεωστρατηγικής σύνθεσης που απαιτείται προκειμένου ένα κράτος, όπως η Ελληνική Δημοκρατία (και δευτερευόντως και η Κυπριακή Δημοκρατία), να διαμορφώσει τη στρατηγική της θεώρηση έναντι του αν θα πρέπει να προβεί στην αναγνώριση του Κοσόβου ή να παραμείνει στην ομάδα των χωρών που έχουν δηλώσει ότι για λόγους που αφορούν τα εθνικά τους συμφέροντα δεν προτίθενται να το αναγνωρίσουν. Συγκεκριμένα:
(α) Η αυτονόμηση έγινε αρχικά αντικείμενο προσωρινής ρύθμισης από το ύπατο όργανο της διεθνούς έννομης τάξης, το Σ.Α. του ΟΗΕ, μέσω της περίφημης απόφασης 1244/1999. Μάλιστα, μέχρι και σήμερα σε όλες τις επίσημες αναφορές της χώρας με το όνομα αυτής (Κόσοβο) στα διεθνή όργανα ή θεσμούς, αυτό γίνεται με τη χρήση του αστερίσκου (δηλαδή νομικής επιφύλαξης), με την επεξηγηματική υποσημείωση ότι «η ονομασία αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και είναι σύμφωνη με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΣΑ ΗΕ) 1244/1999 και τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου (ΔΔΧ) σχετικά με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου (5*)».
(β) Η επακόλουθη ανεξαρτητοποίηση κατά το έτος 2008 δίχασε τη διεθνή κοινότητα και προκάλεσε τον έντονο προβληματισμό στο πλαίσιο της Γ.Σ. του ΟΗΕ. Αποτέλεσμα ήταν η Γ.Σ. να απευθύνει το γνωστό σχετικό αίτημα προς το Διεθνές Δικαστήριο σε σχέση με τη νομιμότητα των συνεπειών της σχετικής μονομερούς πρωτοβουλίας από πλευράς Αρχών Κοσόβου.
(γ) Το Διεθνές Δικαστήριο, με τη σειρά του, σε μια απόφασή του, που δίχασε ακόμη περισσότερο τη διεθνή κοινότητα (πρωτίστως όμως από πλευράς θεωρίας Διεθνούς Δικαίου), γνωμοδότησε ότι η εν λόγω μονομερής πράξη δεν αντίκειται του Διεθνούς Δικαίου, ανατρέποντας κατά πολύ την έως τότε συμβατική ερμηνεία της θεμελιώδους αρχής του Διεθνούς Δικαίου περί του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας των κρατών και του συναρτώμενου απαραβίαστου (μη βίαιης μεταβολής των συνόρων ενός κράτους χωρίς τη συναίνεσή του), καθώς και κυρίως την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, η οποία δεν νομιμοποιείται να ασκείται παρά μόνο εσωτερικά, εάν δεν συντρέχουν οι απαιτούμενοι γνωστοί όροι, χωρίς, δηλαδή, να προκαλεί κατάτμηση και ακρωτηριασμό της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών.
(δ) Για να διασκεδάσει τις αναμενόμενες αντιδράσεις, το Δικαστήριο φρόντισε να τονίσει ότι, παρά το καινοτόμο της εν λόγω γνωμάτευσης, τα στοιχεία της δεν θα πρέπει να αποτελέσουν καθοριστικά δεσμευτικό, νομολογιακό πλαίσιο για την περαιτέρω διαχείριση παρόμοιων υποθέσεων, αφού -ούτως ή άλλως- κάθε υπόθεση διατηρεί την αυτοτέλειά της, αλλά και διότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της υπόθεσης του Κοσόβου παρουσιάζουν σημαντικές ιδιαιτερότητες από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις μειονοτικών διεκδικήσεων παγκοσμίως. Μια ερμηνευτική καθοδήγηση, που από τη μία διασώζει, έναντι της τυφλής νομολογιακής αναπαραγωγής των ευρημάτων της γνωμοδότησης, από την άλλη λειτουργεί και ως κατ’ εξοχήν υπονομευτής της διεθνούς νομικής τάξης, αφού προτρέπει στην αυτο-υποβάθμιση της αξίας της νομολογίας των διεθνών δικαστηρίων ως σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση της μελλοντικής κρίσης του, και κατά τεκμήριο ανεξάρτητου και αμερόληπτου διεθνούς δικαστή.
(ε) Παρά το ότι τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο η διεθνής κοινότητα είναι σχεδόν μοιρασμένη σε σχέση με τις διεθνείς αναγνωρίσεις, άξιο προσοχής είναι ότι έχουν σημειωθεί 20 (!) αποσύρσεις αναγνωρίσεων, αριθμός εντυπωσιακός, και πάντως άκρως ασυνήθιστος. Η απόσυρση μιας διεθνούς αναγνώρισης που έχει ήδη ανακοινωθεί επίσημα από ένα κράτος δεν παύει να περιλαμβάνεται στα κυρίαρχα δικαιώματα του κράτους, και καίτοι δεν απαγορεύεται ρητά από το Διεθνές Δίκαιο, παραμένει μια κρατική συμπεριφορά που δεν απαντάται συχνά στη διεθνή πρακτική.
Έλλειψη ενδιαφέροντος
Αυτό, άλλωστε, προκαλεί και την έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς διεθνούς θεωρίας να εξεταστεί ένα τέτοιο ζήτημα εκτενώς ως προς τις διεθνοδικαιικές πτυχές του.
Γεωπολιτικά, όμως, αξιολογείται ως ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένο της διαδικασίας αναγνώρισης του Κοσόβου, αλλά και άλλων δυνάμει περιπτώσεων παρόμοιου μειονοτικού προφίλ, καθόσον είναι ενδεικτικό του ότι η μονομερής πρωτοβουλία για ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου από τη Σερβία διαμορφώνει μια δυναμική, που, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, κάθε άλλο παρά συναντά την πάνδημη συναίνεση της διεθνούς κοινότητας.
Ακόμη και κράτη που είχαν αρχικά συναινέσει σε αυτό, φαίνεται ότι δεν διστάζουν να αναθεωρήσουν την απόφασή τους, συνεκτιμώντας προφανώς τη στάση μεγαλύτερων διεθνών δυνάμεων από τις οποίες εξαρτώνται ή επηρεάζονται γεωπολιτικά (και γεωοικονομικά), και φυσικά την παγκόσμια κατανομή ισχύος που δημιουργεί νέα δεδομένα και προοπτική διεθνών γεωπολιτικών συσχετισμών, που απαιτούν διαρκή επαναπροσδιορισμό και συνεχή επανεκτίμηση.
Κυπριακό – Κόσοβο – ελληνικές θέσεις
Εξετάζοντας την περίπτωση του Κοσόβου, μοιραία έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα των θέσεων της Ελλάδος και η στάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ως προς αυτό. Ειδικά σε σχέση με την αντίστοιχη στάση των ΗΠΑ, οι οποίες από την εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, και της στρατιωτικής επιχείρησης στο Κόσοβο κατά των σερβικών δυνάμεων (άνοιξη 1999), δεν μείωσαν το ενδιαφέρον τους για την κρισιμότατη αυτή ψηφίδα του βαλκανικού ψηφιδωτού. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι υπό μια έννοια, το Κόσοβο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η «χερσαία Κύπρος των Βαλκανίων», υπό την έννοια ότι εξ αυτού διέρχονται οι σημαντικότερες δίοδοι επικοινωνίας που συνδέουν χερσαία το Αιγαίο, δηλαδή την ανατολική Μεσόγειο με την κεντρική και βόρεια Βαλκανική, και στη συνέχεια με την ηπειρωτική Ευρώπη. Αντιστοίχως όπως η Κύπρος είναι ο διαμετακομιστικός κόμβος που συνδέει μέσω θαλάσσιας ζεύξης τη διέξοδο του Σουέζ με την ανατολική Μεσόγειο. Με τη δε χερσαία ανάγνωση, είναι το σημείο τομής των τριών ηπείρων, της Αφρικανικής, της Μικρασιατικής – Μεσανατολικής απόληξης της Ασιατικής, και της Βαλκανικής απόληξης της Ευρωπαϊκής.
Ως εκ τούτου, από γεωπολιτικής σκοπιάς, οι περιπτώσεις Κοσόβου και Κύπρου, πέραν της στενής συνάφειας με τους πλειονοτικούς και μειονοτικούς πληθυσμούς στους οποίους κατατμείται η κοινωνία των, έχουν και προφανείς γεωπολιτικές ομοιότητες, στοιχεία που τις κατατάσσουν σε επάλληλους κύκλους πολλαπλού ενδιαφέροντος για πολλούς άλλους κρατικούς δρώντες, πέραν των άμεσων (δηλ. Σερβία – Κόσοβο – Αλβανία, και Ελλάδα – Τουρκία).
Σε ό,τι αφορά το ενδιαφέρον και τις θέσεις ΗΠΑ και Ελλάδος ως προς το μέλλον του Κοσόβου, σημειώνεται ότι σε συνάντηση επιπέδου ΥΠΕΞ (την τρίτη κατά σειρά) για τον διμερή στρατηγικό διάλογο Ελλάδος – ΗΠΑ, που έλαβε χώρα στην Ουάσινγκτον στις 14 Οκτωβρίου 2021, οι Νίκος Δένδιας και Αντονι Μπλίνκεν είχαν την ευκαιρία -μεταξύ άλλων- να συμφωνήσουν, επιβεβαιώνοντας την σταθερή προσήλωση των κρατών τους σε μια κοινή περιφερειακή αντίληψη για την ευρωατλαντική ενταξιακή προοπτική των δυτικών Βαλκανίων, του Κοσόβου φυσικά συμπεριλαμβανομένου, ως εξής: «The United States and Greece both continue to strongly support the Euro-Atlantic integration of the Western Balkans, including Kosovo, and stress the importance of urgently commencing accession negotiations between EU and both Albania and North Macedonia according to the set conditionalities (6*)».
Οι εν λόγω επιβεβαιώσεις, οι οποίες όμως συνδέονται και με την εξίσου σταθερή -τουλάχιστον μέχρι στιγμής- στάση της Αθήνας στο θέμα της «μη αναγνώρισης» της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, απηχούνται και στις καθιερωμένες πλέον θέσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αποτυπώνονται στον ιστότοπο του ΥΠΕΞ, ή όπως επανεκφράσθησαν με ευκαιρία της συνάντησης του περασμένου Φεβρουαρίου μεταξύ του Ελληνα πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον Σέρβο πρόεδρο Αλεξάντερ Βούσιτς, παρά τις έντονες φήμες αλλαγής της στάσης της Αθήνας (7*). Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν της Ελλάδας, άλλες τέσσερις χώρες-μέλη της Ε.Ε. (Σλοβακία, Ισπανία, Ρουμανία και Κύπρος) τηρούν την ίδια στάση μη αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, και μάλιστα όλες τους, εκτός της Κύπρου, τυγχάνουν κράτη-μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Σε ό,τι αφορά την περίπτωση της Κύπρου, ενδεικτικό του ότι το μειονοτικό (εν προκειμένω, υπό την έννοια της πληθυσμιακά μειονοτικής κοινότητας) συνεχίζει να καταλαμβάνει τον πυρήνα του όλου ζητήματος, αν όχι στο θαλάσσιο πεδίο (όπου παραμένει πεδίο διεκδικήσεων κυρίως για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών οικονομικής εκμετάλλευσης), αλλά σε ό,τι αφορά το εδαφικό. Χαρακτηριστική ήταν η άμεση αντίδραση της τουρκικής κυβέρνησης (τουρκικό ΥΠΕΞ) σε πρόσφατη καθ’ όλα θεμιτή και αξιέπαινη ανάρτηση tweet (8*) του Ελληνα ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια, με αφορμή τη μαύρη 48η επέτειο της β’ φάσης της εισβολής της επιχείρησης «Αττίλα» στην Κύπρο. Στο μήνυμα του επίσημου λογαριασμού του τουρκικού ΥΠΕΞ επαναλαμβάνεται το κατά τ’ άλλα γνωστό νομικά καθ’ όλα αβάσιμο επιχείρημα ότι η Τουρκία όφειλε (!) να επέμβει στην Κύπρο για να σταματήσει την αιματοχυσία και τη βία κατά των Τουρκοκυπρίων (9*).
Η έως τούδε σθεναρά αμετάβλητη στάση της Ελλάδας (και φυσικά και της Κύπρου) ως προς τη μη αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου συνδέεται προφανώς με την ευαισθησία που έχουν και άλλες χώρες, με την ίδια αρνητική στάση, με στοιχεία προβληματισμού που ευλόγως απορρέουν από μειονοτικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν με μειονοτικές περιπτώσεις στο εσωτερικό τους. (Βλέπε η Ισπανία, η Γαλλία κ.λπ.) Για την Ελλάδα, το ζήτημα που αφορά τα μειονοτικά ζητήματα στη Θράκη και την περίπτωση της Κύπρου συνιστούν τους κυριότερους λόγους.
Συγκεκριμένα, η παράνομη εισβολή τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 και εν συνεχεία η επακόλουθη παρατεταμένη εξίσου παράνομη κατοχή του βορείου τμήματος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, από την Τουρκία, η οποία από το 1984 έχει μάλιστα δρομολογήσει τη μονομερή ανεξαρτητοποίηση του κατεχόμενου τμήματος υπό τη μορφή ψευδοκράτους, με το όνομα «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», την αναγνώριση του οποίου δεν έχει καταφέρει να κάνει αποδεκτή από κανένα άλλο κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη όσα ανωτέρω εκτέθησαν ως προς τη Γνωμοδότηση του Δικαστηρίου στη Χάγη για το θέμα της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου, θα λέγαμε ότι η εν λόγω απόφανση χωρίς αμφιβολία επέβαλε μια νομική ερμηνεία που μέχρι τώρα σαφώς δεν ήταν η κρατούσα από πλευράς θεωρίας του Διεθνούς Δικαίου για τη νομική αποδοχή μεμονωμένων μονομερών πράξεων ανεξαρτητοποίησης χωρίς τη συναίνεση του κράτους.
Υπό αυτή την οπτική, η απόφαση κάθε άλλο παρά προσδίδει εδραία αυτοπεποίθηση στην ελληνική πλευρά σε σχέση με το κατά πόσο η μονομερής απόπειρα ανεξαρτητοποίησης κείται σαφώς εκτός πεδίου Διεθνούς Δικαίου, και άρα θα αναμένεται με σιγουριά να συγκεντρώνει την αποδοκιμασία της πλειοψηφίας της διεθνούς κοινότητας. Από τη Γνωμοδότηση του ICJ και μετά, το Διεθνές Δίκαιο δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο ασφάλειας σε μια προοπτική σχεδιασμού των πιθανών ενδεχομένων για την εξέλιξη του ζητήματος της συνέχειας της αναγνώρισης του ψευδοκράτους. Παρόμοιες αμφιβολίες ανακύπτουν και για ενδεχόμενες δυσμενείς εξελίξεις σε ό,τι αφορά το ζήτημα των μειονοτικών διεκδικήσεων στη Θράκη, αν αυτές τυχόν ενθαρρυνθούν αθέμιτα να κατευθυνθούν εγείροντας αιτήματα τυχόν εξωτερικής αυτοδιάθεσης, δηλαδή ουσιαστικά αυτονόμησης. Πολύ δε περισσότερο, αν αυτά εξελιχθούν και σε ακόμη πιο δυσμενή σενάρια ανεξαρτητοποίησης. Είναι σαφές ότι το προηγούμενο του Κοσόβου, αν τελικά η προοπτική της αναγνώρισης ευδοκιμήσει, θα αποτελέσει ένα αδιαμφισβήτητα αρνητικό προηγούμενο για ενδεχόμενες μειονοτικές επιδιώξεις που θα βάλουν κατά της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας κάθε κρατικού υποκειμένου στο εσωτερικό του οποίου ευδοκιμούν μειονοτικές καταστάσεις παρόμοιες με αυτές του Κοσόβου εντός της ευρύτερης Σερβίας.
Οι ανωτέρω παρατηρήσεις αποτυπώνουν με αδρές αλλά ουσιαστικές γραμμές τη γεωπολιτική κατάσταση γύρω από το Κόσοβο, σήμερα. Ειδικά γύρω από το ζήτημα της νομιμοποίησης της ανεξαρτησίας του, ως αποδεκτή ή μη, από τη διεθνή κοινότητα. Μια παράμετρο που μας φέρνει στην άμεση διασύνδεση του ζητήματος του Κοσόβου με άλλα αντίστοιχα, παγκοσμίως, και δη της γειτονιάς μας, με έμφαση στο Κυπριακό. Αλλά όχι μόνον.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Θράκη, με επίκεντρο όσα αφορούν την εκεί θρησκευτική μειονότητα (όπως ρητώς καθορίζεται στη Συνθήκη της Λωζάννης, Ιούλιος 1923), όπου η εκεί μουσουλμανική μειονότητα γίνεται αντικείμενο απόπειρας επανειλημμένων χειραγωγήσεων εκ μέρους της Τουρκίας, είναι ενδεικτική του ότι τα μειονοτικά δεν έχουν πάψει να καθιστούν τη μειονοτικά έμπλεη ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων ως ιστορική «πυριτιδαποθήκη» όλης της περιοχής. Η μειονοτική διαχείριση καθίσταται μείζον ζήτημα για όλα τα κράτη (αλλά και τις κοινωνίες) της περιοχής, είτε ως φιλοξενούντα θρησκευτικές, ή εθνικές ή γλωσσικές μειονότητες, είτε ως «μητρικά» κράτη, λίκνα μειονοτικής ταυτότητας πληθυσμών σε γειτονικά κράτη της περιοχής. Υπό αυτή την έννοια, είναι απαραίτητη τόσο η ευαισθησία με τους μειονοτικούς πληθυσμούς και την προστασία των δικαιωμάτων τους, χωρίς όμως αυτό να αποβαίνει σε βάρος αντίστοιχων ταυτοτικών δικαιωμάτων πλειοψηφιών που συνυπάρχουν στην ίδια περιοχή, όσο και η άλλη όψη του ιδίου ζητήματος, που είναι η νομιμοποίηση ή μη, και κατά τεκμήριο η μη νομιμοποίηση μονομερών αποσχιστικών διεκδικήσεων και περαιτέρω ανεξαρτητοποιήσεως, που αγγίζει τον πυρήνα των συλλογικών και ατομικών ευαισθησιών, λαών και κρατών, παγκοσμίως.
Υπό τη θεώρηση όλων των ανωτέρω, κάθε ενδεχόμενη μετακίνηση ή μεταβολή της καθιερωθείσας θέσης της Ελλάδας σε σχέση με τη μη αναγνώριση του Κοσόβου δεν θα πρέπει να εξετάζεται παρά ως γεωπολιτική αυτοχειρία. Μια επιλογή, που στην παρούσα ιστορική γεωπολιτική συγκυρία ο Ελληνισμός δεν έχει την πολυτέλεια να αποδεχθεί.