Ο Ιωάννης Ι΄ Καματηρός (… – Απρίλιος ή Μάιος 1206) διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τις 5 Αυγούστου 1198 έως τον θάνατό του το 1206. Ήταν μέλος της οικογένειας των Καματηρών, στην οποία ανήκε και η Ευφροσύνη Δούκαινα Καματηρά, σύζυγος του Αυτοκράτορα Αλέξιου Γ´ Αγγέλου. Ήταν λόγιος επίσκοπος, με γνώσεις κλασικής λογοτεχνίας, ρητορικής και φιλοσοφίας.
Κατείχε μια σειρά από εκκλησιαστικά αξιώματα πριν φτάσει στη θέση του Χαρτοφύλακα, την οποία κατείχε κατά τον χρόνο της εκλογής του στον πατριαρχικό θρόνο.
Ο χρονογράφος Ευφραίμιος λέει πως ήταν «ευεπής και ίδρις σοφίας παντοδαπής και λόγων επηβολός τε δογμάτων των ενθέων», δηλαδή εύγλωττος και γνώστης κάθε σοφίας και λόγων και κάτοχος των θεϊκών δογμάτων.
Τα έτη 1198-1200 αντάλλαξε επιστολές με τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ σχετικά με το ζήτημα του Παπικού πρωτείου και του φιλιόκβε. Σε αποσπάσματα των επιστολών αυτών που σώζονται, αναγνωρίζει τον ρόλο του Αποστόλου Πέτρου ως «κορυφαίου των Αποστόλων» και την Εκκλησία της Ρώμης ως πρώτη μεταξύ των αδελφών Εκκλησιών με την ίδια τιμή, τον κατηγορεί όμως για την εισαγωγή του φιλιόκβε στην πίστη και αμφισβητεί ότι η αξίωση της Ρώμης για πρωτείο βασίζεται στον ρόλο του Αποστόλου Πέτρου, υποστηρίζοντας ότι στην πραγματικότητα η αξίωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η Ρώμη ήταν η παλιά αυτοκρατορική πρωτεύουσα.
Το 1199 συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη για την καταδίκη του μοναχού Μύρωνος Συκιδίτου, ο οποίος υποστήριζε τη φθαρτή φύση του σώματος και του αίματος του Χριστού στη Θεία Ευχαριστία. Παρενέβη στις ταραχές στην Κωνσταντινούπολη ενάντια στη σύλληψη του τραπεζίτη Καλομόδιου και εξασφάλισε την απελευθέρωσή του, αλλά κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του Ιωάννη Κομνηνού του Παχύ στις 31 Ιουλίου 1200, κρύφτηκε σε ένα ντουλάπι όταν οι εξεγερμένοι πήραν τον έλεγχο της Αγίας Σοφίας.
Ο Ιωάννης παρέμεινε στον θρόνο και μετά την εκθρόνιση του Αλεξίου Γ’, τον Ιούλιο του 1203 και, σύμφωνα με δυτικές πηγές, τόσο ο ίδιος όσο και ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος, υπό την απειλή της Τέταρτης Σταυροφορίας, αναγνώρισαν το παπικό πρωτείο το ίδιο έτος.
Ήταν Πατριάρχης και κατά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204, οπότε αναγκάστηκε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να καταφύγει «ασάνδαλος» αρχικά στο Διδυμότειχο και κατόπιν στο Βασίλειο της Βουλγαρίας, όπου του παρείχε άσυλο ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Ιωαννίτσης. Δεν παραιτήθηκε τυπικά όμως από το αξίωμα, και το 1206 αρνήθηκε πρόσκληση του Θεόδωρου Λάσκαρη να εγκατασταθεί στη Νίκαια.
Πέθανε τον Απρίλιο ή Μάιο του 1206 στο Διδυμότειχο
Έργα
Από το συγγραφικό του έργο σώζονται επιστολές του προς τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄. Ο J. Hoeck αποδίδει στον Ιωάννη την συγγραφή τριών πολεμικών διατριβών (εκδόθηκαν από τον επίσκοπο Αρσένιο στην Μόσχα το 1892 και ο J. Dräseke τις αποδίδει στον Νικόλαο Μεθώνης).
Σώζονται επίσης κατηχητικοί του λόγοι (PG 139, 893-897), αλλά και έργα με κοσμική θεματολογία, συμπεριλαμβανομένου ενός διδακτικού ποιήματος σε ιαμβικό ρυθμό με θέμα την αστρολογία (Περί Ζωδιακού Κύκλου), αφιερωμένου στον Μανουήλ Κομνηνό, το οποίο περιέχει περιγραφές πλανητών, ζώδια, πληροφορίες για την δύναμη, την ιδιοσυγκρασία και την επιρροή τους στο ημισφαίριο. Το έργο δεν έχει ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Η αξία του έγκειται στο ότι για την συγγραφή του ο Καματηρός βασίστηκε σε βαβυλωνιακές πηγές.
[wikipedia.org]