Του Γεωργίου Παπασίμου
Σαράντα οκτώ χρόνια από τη μαύρη επέτειο της εισβολής του ΑΤΤΙΛΑ στη Μεγαλόνησο, παραμένουν διαρκώς διευρυνόμενες οι οδυνηρές συνέπειες της παράνομης τουρκικής εισβολής και κατοχής του βορείου τμήματος του νησιού. Η επέκταση της κατοχής με το παράνομο μερικό άνοιγμα στα Βαρώσια, η νέα θέση της Τουρκίας για δύο ισότιμα κράτη, οι ανακοινώσεις περί σχεδίων προσάρτησης του κατεχόμενου τμήματος και η προαναγγελθείσα έξοδος του νέου γεωττρύπανου εντός της ΑΟΖ της Κύπρου, καταδεικνύουν την επιδείνωση της κατάστασης η οποία τείνει να λάβει χαρακτηριστικά μη αναστρέψιμης διχοτομικής πραγματικότητας.
Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για το παρόν και μέλλον του Ελληνισμού στη περιοχή, αφού σε αντίθεση με τις ανιστόρητες και εθνικά επικίνδυνες αντιλήψεις «Η Κύπρος κείται μακράν», που κυριαρχούν στο πολιτικό σύστημα της χώρας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η μοίρα και το μέλλον του Ελληνισμού περνά από τη Κύπρο, που αποτελεί ένα εκ των σημαντικών γεωπολιτικών πυλώνων για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου.
Εξ’ ου η πάγια βρετανική πολιτική για διατήρηση των βάσεων της στο νησί, μέσω του δόγματος διαίρει και βασίλευε, αλλά και η τουρκική στρατηγική για διατήρηση και νομιμοποίηση της κατοχής του βορείου τμήματος έναντι οποιοδήποτε κόστους. Και αυτό γιατί, τυχόν έλεγχος της Κύπρου από την Ελλάδα θα αποτελούσε τεράστιο κίνδυνο για αυτήν, αφού αυτή βρίσκεται γεωγραφικά στο μαλακό υπογάστριο της. Αρκεί κανείς να διαβάσει το βιβλίο του θεωρητικού του νεοοθωμανισμού Αχμέτ Νταβούτογλου «Το στρατηγικό βάθος» στο οποίο αναπτύσσεται με έντονο τρόπο η μεγάλη γεωπολιτική αξία της Κύπρου. Και όμως αυτό που αποτελεί στρατηγικό στόχο των αντιπάλων του Ελληνισμού, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, κάτω από τις εξαρτησιακές σχέσεις και το φοβικό σύνδρομο, κίνεται ακριβώς στον αντίποδα καθόσον έχει πλήρως παραιτηθεί, όχι μόνο από το στόχο να ακυρώσει τα κατοχικά τετελεσμένα, αλλά ούτε καν να θέσει φραγμούς σε τυχόν νέα κατοχικά τετελεσμένα από τον επικίνδυνο νεοοθωμανικό αναθεωρητισμό (Βαρώσια, ΑΟΖ Κύπρου, παράνομες γεωτρήσεις κλπ).
Η στρατιωτική «επιβίβαση» της Τουρκίας το 1974, στην απροστάτευτη Μεγαλόνησο, εξαιτίας της διπλής προδοσίας της Χούντας των Συνταγματαρχών, με την απόσυρση της Μεραρχίας, που είχε αποστείλει κρυφά ο Γεώργιος Παπανδρέου και, στη συνέχεια με το τραγικό πραξικόπημα κατά του, τότε, ηγέτη της Κύπρου Μακαρίου, με συνέπεια την αιματηρή διχοτόμηση του νησιού, αποτελεί έναν εκ των τελευταίων σταθμών της πορείας συρρίκνωσης του Ελληνικού Έθνους, που ξεκινά από την Μικρασιατική Καταστροφή, Μάλιστα για πρώτη φορά, μετά το 1922 ο Ελληνισμός υπέστη στρατιωτική ήττα και απώλεσε εθνικό έδαφος, κάτι που πλέον παγιωθεί, αφού σύμφωνα με την παγκόσμια στρατιωτική ιστορία, ό,τι κερδίζεται στο πεδίο της μάχης, πολύ δύσκολα επανακτάται μόνο με διαπραγματεύσεις, που έχουν επιλέξει ως αποκλειστικό μέσο όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα και η Κύπρος. Η εθνική αυτή απώλεια εμπεριέχει και το επιπρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο ότι η μισή Κύπρος χάθηκε χωρίς στην ουσία να έχουμε αγωνιστεί, κάτι που δημιούργησε την υποδόρια αίσθηση της αδυναμίας μας έναντι της Τουρκίας, που αποτελεί και το βασικό πυρήνα του φοβικού συνδρόμου από το οποίο κατατρύχονται το Ελληνικό και το Κυπριακό πολιτικό προσωπικό εξουσίας καθ΄ όλη τη περίοδο της Μεταπολίτευσης ως σήμερα.
Το Κυπριακό είναι χαρακτηριστική περίπτωση της πολιτικο-διπλωματικής και στρατιωτικής αδυναμίας της Ελλάδος στη Νεότερη Ιστορία της. Το δίκαιο και νόμιμο αρχικό αίτημα της Ένωσης ενταφιάστηκε για πάντα από τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με την αναγνώριση της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης και με ένα ανεφάρμοστο Σύνταγμα, που αποτέλεσε τον «διάδρομο» για την διχοτομική κατάληξη του νησιού. Αποτελεί, αναμφισβήτητα, στρατηγική ήττα του πολιτικού κατεστημένου της Χώρας και της «παρασιτικής» οικονομικής ολιγαρχίας, τους οποίους χαρακτηρίζει διαχρονικά το σύνδρομο του «ενδοτισμού». Με τις πολιτικές τους, αφού αποδέχθηκαν την de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, στην συνέχεια μετέτρεψαν ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής, σε ένα διμερές εσωτερικό Ελληνοτουρκικό πρόβλημα, νομιμοποιώντας έτσι έμμεσα την τουρκική κατοχή. Υποδόρια και συστηματικά καλλιεργήθηκε από τις κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Ανδρέας Παπανδρέου και Τάσσος Παπαδόπουλος), η αποδοχή της ήττας στο κυπριακό.
Είναι τόσο βιωματικά ριζωμένη αυτή η αντίληψη, που δεν άλλαξε στο παραμικρό εν σχέσει με την επιθετική διεθνοποίηση του κυπριακού ζητήματος και της τοποθετήσεως αυτού στην πραγματική του διάσταση της παράνομης εισβολής και κατοχής, ακόμα και στις σημερινές ιδιαίτερες συνθήκες, που προκάλεσε η ρωσική εισβολή την Ουκρανία, η οποία ενεργοποίησε τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους με βασική σημαία την εναντίωση τους στον αναθεωρητισμό εντός της Ε.Ε. Και ενώ η κατοχή της Κύπρου αποτελεί τον πρώτο ακρωτηριασμό ευρωπαϊκού κράτους, η Ελλάδα και η Κύπρος δεν έχουν προβάλει αυτό με έντονο τρόπο την σύνδεση του κυπριακού με το ουκρανικό ζήτημα.
Πριν την ολοκλήρωση της καταστροφής της Κύπρου, κάτι που θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Ελληνισμού, απαιτείται η άμεση και πλήρης αλλαγή της πολιτικής μας στο Κυπριακό ζήτημα. Χρειάζεται η συγκρότηση και η εφαρμογή μιας νέας εθνικής στρατηγικής, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
– Την επιθετική διεθνοποίηση του Κυπριακού προβλήματος, αξιοποιώντας όπως προαναφέρθηκε τον πόλεμο στην Ουκρανία και την άμεση σύνδεση της ρωσικής κατοχής στη χώρα αυτή με την τουρκική κατοχή στη Κύπρο. Πρώτιστος στόχος θα πρέπει να είναι η αποχώρηση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων κατοχής από τη Κύπρο. Ως τότε η Ελλάδα και η Κύπρος, οφείλουν να θέσουν και να επιβάλουν άμεσα το θέμα της αναστολής της τελωνειακής ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., καθώς και την επιβολή κυρώσεων εις βάρος της.
– Την πολύπλευρη διπλωματική πολιτική προς όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις δυνάμεις, που μπορεί να έχουν αμιγώς στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή. Τόσο η Γαλλία όσο και το Ισραήλ μεταξύ άλλων έχουν άμεσα ζωτικά συμφέροντα να παραμείνει η Κύπρος έξω από τον έλεγχο της Τουρκίας και για αυτό πρέπει αυτό να μεταφραστεί διπλωματικά και στρατιωτικά σε πράξη επί του πεδίου .
– Την κατάθεση δήλωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ, σε συνεννόηση με την Ελλάδα, ότι μετά τη διακήρυξη της Τουρκίας περί δύο ανεξάρτητων κρατών και τις απειλής περί προσάρτησης, ότι η Βόρεια Κύπρος τελεί υπό τουρκική κατοχή και ότι ο στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η πλήρης ανάκτηση της κυριαρχίας της επί του βορείου κατεχόμενου τμήματος. Παράλληλα, θα πρέπει να γίνει κατάθεση σχεδίου λύσεως του Κυπριακού από την ελληνοκυπριακή πλευρά στον ΟΗΕ και την Ε.Ε. με βασικά στοιχεία την εφαρμογή των δημοκρατικών αρχών της συγκρότησης των σύγχρονων κρατών, που είναι η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, με παράλληλη απόλυτη προστασία όλου του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και ως τέτοια αυτονόητη πράξη είναι η επιστροφή όλων των προσφύγων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα σπίτια τους.
– Την άμεση υλοποίηση του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδος – Κύπρου, που ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80 από τον Ανδρέα Παπανδρέου και εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια μετά την ακύρωση της εγκατάστασης των S-300 στη Κύπρο, κάτι που δίνει την αίσθηση στη Τουρκία ότι μπορεί να δρα ανενόχλητα στη Μεγαλόνησο. Η αμυντική προστασία της Κύπρου, αλλά και οι δυνατότητες αποκατάστασης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλο το νησί, πρέπει να αποτελέσει κυρίαρχο στοιχείο της συνολικής ελληνικής αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος της στην ευρύτερη περιοχή.
Εκατό χρόνια μετά την οδυνηρή μικρασιατική καταστροφή, που προκλήθηκε κυρίως από τον εθνικό διχασμό, στον οποίο πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η φιλοβασιλική παράταξη (με ευθύνη της οποίας άλλωστε χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδαόταν το 1915 απέρριψε το αίτημα της Βρετανίας για αποστολή του ελληνικού στρατού στη ανοχύρωτη Καλλίπολη με άμεσο αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα) δεν χωρούν οι αμφίσημες πολιτικές και οι δηλητηριώδεις μικροελλαδιστισκές αντιλήψεις που εξαιρούν επί της ουσίας την Κύπρο από το κύριο σώμα του Ελληνισμού.
Η Ελλάδα πρέπει να αναθεωρήσει πλήρως τη στρατηγική της για την προστασία των συμφερόντων του Ελληνισμού στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η αμυντική προστασία της Κύπρου, αλλά και οι δυνατότητες αποκατάστασης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλο το νησί, πρέπει να αποτελέσει κυρίαρχο στοιχείο της συνολικής ελληνικής αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος της στην ευρύτερη περιοχή.