Η Μάχη της Πολτάβας ή Πουλτόβας (8 Ιουλίου 1709) είναι η σημαντικότερη μάχη του Μεγάλου Βορείου Πολέμου. Έληξε με αποφασιστική νίκη του Πέτρου Α΄ της Ρωσίας επί του Καρόλου ΙΒ΄ της Σουηδίας και θεωρείται ότι μετά από αυτήν την έκβαση, η Σουηδική Αυτοκρατορία έπαυσε να αποτελεί Μεγάλη Δύναμη και η Ρωσία αναδείχθηκε ως η νέα ηγέτιδα δύναμη της βόρειας Ευρώπης.
(Σχετικά με την ακριβή ημερομηνία: 27 Ιουνίου με το ιουλιανό ημερολόγιο που χρησιμοποιείτο τότε στη Ρωσία, 28 Ιουνίου με το αντίστοιχο σουηδικό, 8 Ιουλίου με το σημερινό γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο άρθρο όλες οι ημερομηνίες ακολουθούν το γρηγοριανό ημερολόγιο, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά)
Έχοντας κλείσει το δυτικό μέτωπο του πολέμου, ο Σουηδός μονάρχης αποφάσισε να χτυπήσει την πρωτεύουσα του τελευταίου εναπομείναντος εχθρού, τη Μόσχα. Επρόκειτο για ένα σχέδιο ριψοκίνδυνο, ενθαρρυμένο όμως από το γεγονός ότι ο στρατός του δεν είχε υποστεί ούτε μία σημαντική ήττα σε οκτώ χρόνια πολέμου.
Ο βασικός όγκος του σουηδικού στρατού ξεκίνησε να προελαύνει κατά μήκος της κύριας οδού που συνέδεε την Πολωνία με τη Μόσχα. Όμως τον Σεπτέμβριο, λόγω καθυστέρησης του στρατηγού Λεβενχάουπτ, που είχε ξεκινήσει από τη Ρίγα για να ανεφοδιάσει το κύριο σώμα εν πορεία, ο Κάρολος εξέτρεψε την πορεία του προς την Ουκρανία, σε αναζήτηση σιτηρών και καλύτερων καιρικών συνθηκών.
Αν και οι τοπικοί Κοζάκοι του φυλάρχου Μαζέπα έδρασαν προς υποστήριξή του, η κίνηση αυτή αποδείχθηκε λανθασμένη: αφ’ ενός οι Ρώσοι πέτυχαν τον Λεβενχάουπτ αποκομμένο και διέλυσαν το σώμα ανεφοδιασμού στη Μάχη της Λέσναγια, αφ’ ετέρου ο στρατός του Καρόλου έμεινε ανυπεράσπιστος στο έλεος του χειμώνα. Όταν μπήκε η άνοιξη του 1709 και ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες, ο (στρατοπεδευμένος στην Ουκρανία) σουηδικός στρατός είχε απωλέσει περίπου το 1/3 του έμψυχου δυναμικού του, λόγω της πείνας, των κρυοπαγημάτων και άλλων επιπτώσεων των καιρικών συνθηκών. Επίσης, η υγρασία είχε καταστήσει άχρηστα τα περισσότερα αποθέματα σε μπαρούτι και τα κανόνια τέθηκαν ουσιαστικά εκτός λειτουργίας.
Η πρώτη ενέργεια του Καρόλου ήταν να πολιορκήσει το φρούριο της Πολτάβας, στις όχθες του ποταμού Βόρσκλα, περίπου 250 χλμ. νοτιοανατολικά του Κιέβου. Ο Πέτρος είχε ήδη οργανώσει μια μεγάλη δύναμη για να το προστατέψει και έφτασε γρήγορα στην περιοχή. Στις 7 Ιουλίου ο Κάρολος πληροφορήθηκε ότι μεγάλη δύναμη Καλμίκων κατευθυνόταν για να συναντήσει τον Πέτρο και να αποκόψει από κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού τον σουηδικό στρατό, έσπευσε λοιπόν να επιτεθεί πριν αφιχθούν οι ενισχύσεις.
Η μάχη
Λίγο πριν ξεκινήσει η μάχη, ο Κάρολος διέθετε περίπου 14.000 άνδρες, έναντι περίπου 45.000 του Πέτρου. Όμως ο Κάρολος αδυνατούσε να καθοδηγήσει τον στρατό του, αφού από τις 28 Ιουνίου είχε τραυματισθεί στο πόδι, σε μια μικρή συμπλοκή, κατά τη διάρκεια επιθεώρησης φυλακίων στις όχθες του Βόρσκλα. Αναγκάσθηκε, λοιπόν, να παραδώσει κρυφά τη διοίκηση στον στρατάρχη Ρένσκιελντ και τον στρατηγό Λεβενχάουπτ, κίνηση που έκανε τα πράγματα δυσκολότερα, λόγω των διαφορετικών χαρακτήρων των δύο ηγητόρων.
Παράλληλα, ο Πέτρος είχε στείλει τον Αλεξάντρ Μένσικοφ να επιτεθεί στο Ζαπορόζνιε, έδρα των Κοζάκων, με αντικειμενικό σκοπό την αποχώρηση του κοζακικού ιππικού από το σουηδικό στρατόπεδο. Πράγματι, ο Μένσικοφ κατέλαβε τη βάση με τη βοήθεια του Γκάλαγκαν, ενός πρώην Κοζάκου αξιωματικού. Έτσι, οι περισσότεροι Κοζάκοι εγκατέλειψαν την πολιορκία και έσπευσαν να σώσουν το Ζαπορόζνιε (μετά από αυτό μετακίνησαν τις βάσεις τους πέραν του Δνείπερου, για τα επόμενα δεκαεννέα χρόνια), ενώ κάποιοι άλλοι έμειναν στην Πολτάβα, αλλά πέρασαν στο πλευρό των Ρώσων! Μόνο μια μειοψηφία τους παρέμεινε πιστή τους Σουηδούς, όταν ήλθε η ώρα της σύγκρουσης.
Σουηδική επίθεση
Η μάχη ξεκίνησε πριν την αυγή της 8ης Ιουλίου (28 Ιουνίου με το παλαιό ημερολόγιο), περίπου στις 3:45 π.μ. Λίγες ώρες πριν τη μάχη, στους Ρώσους στρατιώτες ανακοινώθηκε η περίφημη διαταγή του Μεγάλου Πέτρου, που τους καλούσε να αγωνιστούν για τον τσάρο, την πατρίδα και την πίστη. Απόσπασμα της διαταγής είναι το ακόλουθο:
Στρατιώτες! [… ]Ήρθε η ώρα όπου θα κριθεί η τύχη της Πατρίδας. Δεν πρέπει να σκεφτείτε ότι μάχεστε για τον Πέτρο, αλλά για το κράτος, το οποίο έχει δοθεί στον Πέτρο, για τους απογόνους του, για την Πατρίδα, για την πίστη μας στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Σε πρώτη φάση οι Σουηδοί εφόρμησαν με καταδρομικό τρόπο, πιέζοντας και διασπώντας μερικές κρίσιμες ρωσικές οχυρώσεις, με τους καλύτερα εκπαιδευμένους άνδρες. Εν συνεχεία, όταν ανέτειλε ο ήλιος, το πεζικό υπό τον Λεβενχάουπτ επιχείρησε μετωπική επίθεση. Φάνηκε έτσι να αποκτούν πλεονέκτημα, αλλά αυτό γρήγορα εκμηδενίστηκε, όταν κάποια στιγμή το πεζικό διατάχθηκε σε οπισθοχώρηση προς ανασυγκρότηση, χάνοντας πολύτιμο χρόνο. Και για να γίνουν τα πράματα χειρότερα, ένα τμήμα 2.600 ανδρών υπό τον στρατηγό Ρόος δεν είχε ειδοποιηθεί για το συνολικό σχέδιο και εγκλωβίσθηκε ανάμεσα σε 4.000 Ρώσους που ανακαταλάμβαναν τις οχυρωμένες θέσεις. Με απώλειες άνω των 1.000 ανδρών και τα πυρομαχικά να τελειώνουν, ο Ρόος αναγκάστηκε να παραδοθεί.
Περικύκλωση και ήττα των Σουηδών
Οι Σουηδοί περίμεναν μάταια τον Ρόος να επιστρέψει. Καθώς ο χρόνος περνούσε, το ρωσικό πεζικό έφθανε μπροστά στον σταθμό συγκέντρωσής του. Περίπου στις 9 το πρωί, η εμπροσθοφυλακή των Σουηδών κινήθηκε προς αναχαίτισή τους – 4.000 Σουηδοί πεζικάριοι ενάντια σε 20.000 Ρώσους. Ο ρωσικός στρατός τους υποδέχθηκε με καταιγισμό πυρών, πυροβολώντας με τα μουσκέτα τους. Όταν έφθασαν στα 30 μέτρα, οι Σουηδοί έριξαν μια βολή και επαναγέμισαν. Ήταν στα πρόθυρα του να προκαλέσουν ρήγμα στη ρωσική διάταξη και χρειάζονταν το ιππικό, δυστυχώς, όμως, για τους Σουηδούς, αυτό είχε αποδιοργανωθεί. Η ρωσική γραμμή ανάπτυξης ήταν μεγαλύτερη από τη σουηδική και η δεξιά πλευρά τους σύντομα υπερφαλάγγισε το σουηδικό πεζικό. Καίτοι αποδιοργανωμένο, το σουηδικό ιππικό προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, ώστε να εξασφαλίσει τη διαφυγή του πεζικού.
Τελικά, βλέποντας την εξέλιξη από ένα φορείο στην οπισθοφυλακή, ο Κάρολος διέταξε τους επιτελείς του σε γενική υποχώρηση στις 11 π.μ. Κατά το μεσημέρι όλα είχαν τελειώσει, καθώς το ρωσικό ιππικό αποδεκάτιζε τους επιζώντες αντιπάλους στο πεδίο της μάχης και επέστρεφε στις γραμμές του. Ο Κάρολος συγκέντρωσε ό,τι απέμεινε από τον στρατό και τον εξοπλισμό του και υποχώρησε αυθημερόν προς τον νότο, λύνοντας την πολιορκία της Πολτάβας.
Μετά τη μάχη
Αρκετές χιλιάδες Σουηδοί, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο στρατάρχης Ρένσκιελντ, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και αποτέλεσαν το εργατικό δυναμικό για την οικοδόμηση της Αγίας Πετρούπολης. Ο Λεβενχάουπτ οδήγησε τμήμα των Σουηδών και κάποιους Κοζάκους στον ποταμό Δνείπερο, καταδιωκόμενος από το ρωσικό ιππικό και τους Καλμίκους -εξαναγκάσθηκε σε παράδοση στην Περεβολότσνα τέσσερις ημέρες μετά τη μάχη.
Ο Κάρολος διέφυγε με περίπου 1.500 άντρες στο Μπεντερί του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, που ελεγχόταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και πέρασε πέντε χρόνια υπό την προστασία της Υψηλής Πύλης, πριν επιστρέψει στα πεδία των μαχών. Σε αυτήν την πενταετία προσπάθησε να εξωθήσει τον σουλτάνο σε πόλεμο με τον Πέτρο, χωρίς όμως επιτυχία.
Η ήττα του Καρόλου στην Πολτάβα μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις πιο καταστροφικές ήττες όλων των εποχών, από την άποψη των απωλειών ως ποσοστό επί του συνολικού μεγέθους του στρατού. Αποτελεί, επίσης, μια από τις βαρύτερες ήττες στη σουηδική ιστορία.